20 Δεκ 2011

"Μαθήματα" αισιοδοξίας από ένα ζευγάρι ηλικιωμένων, που βίωσε τρεις οικονομικές κρίσεις στη ζωή του




   Την ώρα που η οικονομική κρίση φαίνεται να επηρεάζει όχι μόνο το πορτοφόλι, αλλά και τη γαλήνη αρκετών οικογενειών, ένα ζευγάρι στην Καλαμαριά της Θεσσαλονίκης, όχι μόνο δεν πτοείται από τις οικονομικές δυσκολίες των ημερών, αλλά μετρά και 70 χρόνια αρμονικού κοινού βίου.

    Μάλιστα, ο 90χρονος Χρυσόστομος Γαρουφαλίδης και η 86χρονη σύζυγός του, Ναυσικά, που βίωσαν όχι μία, αλλά τρεις οικονομικές κρίσεις στο διάβα του βίου τους, δηλώνουν ακόμη και σήμερα, εν μέσω οικονομικών δυσχερειών, αισιόδοξοι και κάνουν όνειρα και για το μέλλον!

    Ο κυρ Χρυσόστομος δηλώνει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ πως η ζωή για αυτόν ήταν πάντα "δώρο θεού" και γι' αυτό, ίσως, δεν "έπεφτε" ποτέ ψυχολογικά, ακόμη κι όταν υπήρχαν οικονομικά- και όχι μόνο- προβλήματα.

    "Με τρία παιδιά, έξι εγγόνια και επτά δισέγγονα μπορώ να πω πως έζησα πολύ καλά και συνεχίζω να έχω χαρά στη ζωή μου", μας λέει ο 90χρονος.

    Στήριγμα και ακούραστη συνοδοιπόρος του κυρ Χρυσόστομου είναι η κυρία Ναυσικά, καθώς, όπως λένε και οι δύο, "τα παιδιά μας, μας επισκέπτονται τακτικά, αλλά όσο και να είναι κοντά, ξέρουμε ότι εμείς οι δυο είμαστε ο ένας για τον άλλον".

    Έζησαν πολλά χρόνια μαζί και έμαθαν να βιώνουν τη χαρά τόσο σε συνθήκες φτώχειας όσο και σε πιο εύπορες στιγμές, καθώς δεν τους εγκατέλειψε ποτέ η αγάπη και η συμπόνια.

    Έχοντας βιώσει άλλες οικονομικές κρίσεις στο παρελθόν, δεν χάνουν την αισιοδοξία τους ούτε και τώρα, καθώς πιστεύουν πως οι άνθρωποι δεν είχαν ποτέ μια μόνιμη ευημερία στον ρου της ιστορίας: "Από πόλεμο στην ειρήνη, από τη φτώχεια στα πλούτη… Έτσι είναι η ζωή! Ωστόσο, στεναχωριέμαι μόνο για τα δισέγγονά μου και για όλη τη νεολαία που ζουν με έντονο άγχος για το εργασιακό τους μέλλον".

    Ο ίδιος, την πρώτη οικονομική κρίση στη ζωή του την πέρασε μικρός, μόλις στα 12 χρόνια του. Ήταν η εποχή του '30. "Χρήματα δεν υπήρχαν, η ανεργία μεγάλη. Τον πατέρα μου, που ήταν στο Λαϊκό Κόμμα, τον πήγαν εξορία. Εγώ έγινα τσαγκάρης και έβγαζα χρήματα να ζήσουμε με τη μάνα μας" μας λέει.

    "Μετά ήρθε ο Μεταξάς και άλλαξε τον τρόπο ζωής. Ήταν σαν σήμερα που ήρθε ο Παπαδήμος για να βγάλει τη χώρα από την κρίση. Βέβαια, ήταν δικτατορία, αλλά τώρα μιλάμε για την οικονομία και, δυστυχώς, η οικονομία πάντα προϋποθέτει σκληρά μέτρα" προσθέτει ο 90χρονος.

    Την εποχή του '48, ο κυρ Χρυστόστομος έγινε βοηθός μηχανικού αλωνιστή. "Εργαζόμουν στη Χαλάστρα, τα Κύμινα, τα Μάλγαρα. Την εποχή του '50 πήρα το σχετικό πτυχίο και έγινα μηχανικός. Την εποχή του ' 60 πάλι ήρθε μεγάλη κρίση και ο κόσμος έφευγε από την Ελλάδα για να σωθεί" θυμάται.

    Ο δρόμος της μετανάστευσης για χιλιάδες Έλληνες ήταν μακρύς, με πολλές συμπληγάδες, αλλά ο κυρ Χρυστόστομος δεν εγκατέλειψε τη χώρα- είχε πάντα δουλειά και πέρασε πάλι την κρίση όρθιος.

    "Στην εποχή της χούντας είχα πολλή δουλειά. Απλά, ήμουν περιζήτητος στο επάγγελμα μου. Πάντως, θυμάμαι τότε πως οι δημόσιο υπάλληλοι ήταν με μπαλωμένα παντελόνια, ήταν κακομοίρηδες. Τότε, κανένας δεν ήθελε να πάει στο δημόσιο, ενώ στις σημερινές ημέρες οι δημόσιοι υπάλληλοι έγιναν οι ελίτ της κοινωνίας" σημειώνει ο κυρ Χρυσόστομος..

    Τη δεκαετία του '70 άνοιξε τη δική του δουλειά- ήταν μηχανουργείο, που το έκλεισε μόλις πριν από μερικά χρόνια, αλλά συνεχίζει να εργάζεται μια- δυο φορές την εβδομάδα, καθώς είναι ένας εξαιρετικός μηχανικός στα μηχανήματα για επεξεργασία δερμάτων., "Δεν με ξεχνούν οι πελάτες μου. Δεν τους λέω κι εγώ 'όχι', όταν με καλούν. Βγαίνω για κανέναν μεροκάματο, αφού είμαι καλά, και τα χεριά μου είναι, όπως πάντα, σταθερά" μας λέει.

    Μάλιστα, ο κυρ Χρυσόστομος εργάζεται παρά την απαγόρευση του γιατρού του, εξαιτίας κάποιων ενοχλήσεων στην καρδιά του. "Μου έδωσε δυο χάπια, αλλά εγώ αρρώστησα ψυχολογικά και δεν τον άκουσα. Δεν μπορώ να μην εργάζομαι, να μην τρέφομαι όπως συνήθισα να μην πίνω το τσίπουρό μου και το κρασί μου, να μην κάνω αυτό που μ' αρέσει!" μας αποκαλύπτει.

    Η καθημερινότητα του κ. Γαρουφαλίδη έχει κι έναν τρυφερό σκοπό - τη "φροντίδα" της αγαπημένης του Ναυσικάς, που, όπως λέει χαριτολογώντας, είναι "κακομαθημένη" και μας εξηγεί γιατί: "Τα πρωινά ξυπνώ στις 7, ετοιμάζω γάλα και χυμό, κάνω κάποιες δουλειές, μετά στις 9 πάω να ξυπνήσω τη Ναυσικά και παίρνουμε μαζί το πρωινό μας , κάνοντας σχέδια για την ημέρα".

    Από την πλευρά της, η 86χρονη παραδέχεται πως απολαμβάνει τη φροντίδα του συζύγου της. "Παντρευτήκαμε από νεανικό έρωτα και σήμερα είμαστε ακόμα είμαστε ερωτευμένοι. Θέλαμε πάντα να δώσουμε χαρά ένας στον άλλον, και ποτέ δεν μαλώνουμε, αλλά με χιουμοριστικό τρόπο περνάμε ο ένας στον άλλον τα παράπονά μας και γελάμε πολύ! Με καλομαθαίνει, είναι στοργικός μαζί μου γι' αυτό νιώθω ακόμα το κοριτσάκι που έτρεχε κρυφά από τους γονείς του στα ραντεβού με το Χρυσόστομο", μας λέει με απαράμιλλη γλυκύτητα στη φωνή η κυρία Ναυσικά.

    Σοφία Προκοπίδου,  20/12/2011 11:57ΑΠΕ-ΜΠΕΘεσσαλονίκη, Ελλάδα774Greek

6 Δεκ 2011

Ο Αχιλλέας και το 26o συνέδριο του ΚΚΣΕ



Ο Αχιλλέας συνέχισε να εργάζεται στη Μέση Εκπαίδευση, ενώ την ιδέα του να φέρει την ελληνική γλώσσα στα σχολεία, ποτέ δεν την άφησε . Ήταν η εποχή των ‘80 και η Σοβιετική Ένωση ζούσε το μαρασμό του σοσιαλισμού. Μετά τα τρομακτικά χρόνια του Στάλιν, και  την περίεργα «ελεύθερη» περίοδο του Χρουτσιώφ, ήρθαν τα χρόνια του σοσιαλιστικού  «σουρεαλισμού»  - της εποχής του Μπρέζνεβ. Έτσι αντιλαμβανόταν η Αντιγόνα την εποχή αυτή που την έζησε εμπειρικά, την εποχή του παραλόγου, που είχε και μια δόση ενδιαφέροντος, ίσως γιατί όλοι νιώσανε ότι έρχεται το τέλος, κι ήθελαν να το ζήσουν καλά, όσο γίνεται πιο καλά και να απολαύσουν  την κάθε στιγμή .. Η ζωή ήταν αρκετά ελεύθερη, αλλά όλο το παιχνίδι ήταν στο να λες άλλα  και να πράττεις άλλα,  άλλα να περιμένεις και άλλα να  σου συμβαίνουν. Και όλα αυτά έπρεπε να τα αντιμετωπίζεις με  «κατανόηση», γιατί δε γινόταν να ειπωθεί  η αλήθεια – ήταν ακριβώς αυτό που «σκότωνε». Και κανένας ακόμη δεν ήθελε να διαγράψει  την συνηθισμένη του ζωή, που είχε και παρά πολλά καλά – είχε την ελευθερία να μη σκέφτεσαι τα βασικά που φοβίζουν τον άνθρωπο– τη γέννηση, την αρρώστια, το θάνατο, όλα αυτά ήταν στην επιμέλεια του κράτους, και δεν είναι καθόλου λίγα.

Μια διέξοδος ήταν η Τέχνη, το θέατρο, η λογοτεχνία και η ποίηση. Όλοι διψούσαν για  έμπνευση. Οι «σοβιετικοί» άνθρωποι ήταν χωρισμένοι σε δύο στρατόπεδα: στους Δημιουργούς με ταλέντα και  στους Παρατηρητές των ταλέντων. Υπήρχε και μια  ενδιάμεση ομάδα - οι Ήρωες των Δημιουργών, ήταν  εργάτες,  αγρότες, φυλακισμένοι, στρατιώτες, βετεράνοι, και ο μαφιόζικος υπόκοσμος.  

Τα θέατρα καθημερινά ήταν γεμάτα, και τα βιβλία περιζήτητα. Οι μαυραγορίτες  έκαναν φοβερό τζίρο με εισιτήρια για θέατρο και  βιβλία. Ήταν η εποχή που δεν υπήρχαν καταθλιπτικοί άνθρωποι,  γιατί ήταν εύκολο να νιώθεις ευτυχισμένος  με ένα εξασφαλισμένο εισιτήριο για το θέατρο, με  αγορασμένο το ποθητό  βιβλίο, και με μια παρέα φίλων με κιθάρα . Ο κάθε ένας έκανε αγώνα να  δει μια παράσταση, μανιωδώς αγόραζε στη μαύρη αγορά λογοτεχνικά βιβλία. Η Αντιγόνα έδωσε  το μισό της φοιτητικής της υποτροφίας  για το βιβλίο του Μιχαήλ  Μπουλγάκοβ «Ο Μαιτρ και η Μαργαρίτα», μια ιστορία δυο τρελά ερωτευμένων  ανθρώπων σε ένα τρελό κράτος με φανταστικούς ήρωες, μεταξύ τους ήταν και ο Χριστός, ο Πόντιος Πιλάτος και ο Διάβολος. 

Ο Αχιλλέας δεν ήταν σαν τους άλλους. Πίστευε στο Θεό, αλλά   πίστευε και στην δύναμη του. Δεν τον απασχολούσε το θέμα έλλειψη τροφίμων από τα ράφια των μαγαζιών.  «Ο εργατικός άνθρωπος δεν πεινάει ποτέ, είναι ντροπή να μη έχεις  ψωμί να φας!»- έλεγε. Δεν τον ενδιέφερε αν όλοι οι κρατικοί μηχανισμοί κατέρρεαν σαν τον πύργοι στην  άμμο.  Ο Αχιλλέας ήταν σίγουρος ότι η χώρα θα αντέξει, ό,τι και να συμβεί. Το μοναδικό του άγχος  ήταν αν η ελληνική παιδεία θα μπει στα σχολικά προγράμματα. 

«Εγώ ποτέ δεν σταμάτησα να αγωνίζομαι για την ελληνική παιδεία» - έλεγε ο Αχιλλέας και το πρόσωπο του έλαμπε με περηφάνεια.



Τα χρόνια εκείνα το  κοπιαρισμένα  ελληνικά τραγούδια έγιναν επιτυχίες  της εποχής.  Εμφανίστηκαν τα ελληνικά μουσικά συγκροτήματα: «Ελλάδα» στην Τιφλίδα, «Ακρόπολης» στην Τσάλκα, «Συρτάκι» στο Ρουστάβι. Οι περισσότεροι  τραγουδιστές δεν καταλάβαιναν όλα τα λόγια των ελληνικών τραγουδιών, αλλά με μεγάλο ενθουσιασμό τα μάθαιναν.



Ο Αχιλλέας και οι άλλοι Έλληνες θεωρούσαν  ότι το σπουδαιότερο  ρόλο στο αίτημα της εκμάθησης νεοελληνικής γλώσσας στη Γεωργία έπαιξε ένας από τους σημαντικότερους πελάτες του γιατρού Γιάννη Μουρατίδη - ο Πρώτος γραμματέας της ΚΕ του ΚΚΣΕ της Γεωργίας  ο Σεβαρνάντζε που δεν έβαλε κανένα  εμπόδιο στην εκστρατεία συλλογής  υπογραφών  κάτω από ένα κείμενο προς το  26ο συνέδριο του ΚΚΣΕ.

Την εποχή εκείνη κανένας  δεν είχε δυνατότητα με ιδιωτική πρωτοβουλία  να μαζεύει  υποραφέ,  αλλά ο Σεβαρνάντζε έκανε ότι δεν βλέπει, δεν ακούει τι κάνουν οι γκρέκοι, αλλά κ’ όμως τα ήξερε όλα, απλά είχε μεγάλη εμπιστοσύνη στους έλληνες και δεν φοβόταν ότι θα του κάνουν ζημιά.

Η Αντιγόνα δεν μπορούσε να πιστέψει  πως ο Αχιλλέας και οι φίλοι του τελικά το 1981 κατάφεραν και έπεισαν την Κεντρική Επιτροπή του ΚΚΣΕ να διδάσκεται η ελληνική γλώσσα στους Έλληνες της Γεωργίας.

Την εποχή των ‘80 οι πόντιοι δεν μιλούσαν νεοελληνικά, το μόνο ελληνικό άκουσμα ήταν το τραγούδι. Στη Γεωργία το ελληνικό τραγούδι έγινε μια λατρεία. Τα συγκροτήματα ελληνικού λαϊκού τραγουδιού έκαναν περιοδείες και  συναυλίες και ο Ηρακλής  Παπουνίδης άρχιζε να διδάσκει ελληνικούς χορούς. Ο κόσμος τραγουδούσε ελληνικά χωρίς να ξέρει την ακριβή έννοια των  λέξεων.

«Αυτή η κατάσταση πρέπει να σταματήσει!» – είπε ο Αχιλλέας  και σκεφτόταν πώς μπορεί να βρει τρόπο να μιλήσει με τον Λεονίντ Μπρέζνεβ που κυβερνούσε τότε στην ΕΣΣΔ. Όταν θέλεις κάτι πολύ, γίνεται. Μια μέρα άκουσε από κάποιους συγγενείς ότι στο Σουχούμι  μια ομάδα ελλήνων  αποφάσισαν να πάνε στη  Μόσχα και να διεκδικήσουν τα ελληνικά σχολεία. Ήταν θαρραλέοι άνθρωποι: ο Χαράλαμπος Πολιτίδης, ο Θεόφιλος Παπαβίδης, ο Κώστας Παπαδόπουλος, ο Φίλιππος Κυριακίδης, ο Βασίλης Νικοπολίδης.

Ο Αχιλλέας πολύ γρήγορα μάζεψε την βαλίτσα του, τηλεφώνησε στο σχολείο που δούλευε καθηγητής, πήρε άδεια και έφυγε για το Σοχούμι. Η συνάντηση με τους συμπατριώτες του ήταν συγκινητική. Οι σουχουμλίδες υποψιάζονταν ότι στο Ρουσταβί  υπάρχουν έλληνες - παλικάρια που είναι έτοιμοι να παλέψουν για την ελληνική γλώσσα, αλλά δεν ήξεραν τίποτα το συγκεκριμένο.  Ούτε ο Αχιλλέας ήξερε ότι στο Σουχούμι μένουν έλληνες με μεγάλα οράματα για την αναγέννηση του Ελληνισμού. Ήταν το μυστικό κόλπο των σοβιετικών – η παραπληροφόρηση,  για να μη ξέρει ένας για τον άλλον και να μην επικοινωνεί  με την ομάδα του. Εκεί, στο Σουχούμι,  αποφάσισαν να συντάξουν μια επιστολή προς το Συνέδριο του Κομμουνιστικού Κόμματος και να μαζέψουν υπογραφές.

«Σε όλη την Γεωργία  μαζεύαμε  υπογραφές κάτω από την επιστολή μας που ήταν αρκετά απειλητική προς το κράτος.  Γράφαμε, ότι στην περίπτωση που δεν  λυθεί το θέμα της εκμάθησης της ελληνική γλώσσας,  την 1η Σεπτεμβρίου- μέρα έναρξης της σχολικής χρονιάς - κανένα ελληνόπουλο δεν θα πάει στο Σχολείο! Αυτό ήταν απειλή σε μια χώρα όπου η εκπαίδευση ήταν υποχρεωτική.

Σχεδόν όλοι οι Έλληνες ανταποκρίθηκαν,   λίγοι άνθρωποι,  από φόβο, αρνήθηκαν να βάλουν τις  υπογραφές  τους.

«Δεν θα μας βάλουν φυλακή;- ρώτησε ο Σάββας Παυλίδης  τον Αχιλλέα. «Δεν μπορούν να βάλουν στην φυλακή εκατόν πενήντα χιλιάδες ανθρώπους, τόσοι περίπου υπογράψανε, - είπε ο Αχιλλέας. «Καλά, έντονε, καλό κάνετε για το έθνος μας , αλλά εγώ πάλι νομίζω ότι μπορούν και να μας φυλακίσουν,»- και δεν υπέγραψε. Ο Αχιλλέας δεν έβριζε συνήθως, αλλά αυτή την φορά δεν άντεξε, τον «έστειλε» μακριά, στα ρώσικα βέβαια, γιατί όλοι  βρίζανε συνήθως μόνο στα ρώσικα, για να μη λερώνουν την ελληνική γλώσσα. Βγήκε από το σπίτι του Σάββα νευρικός,  κλείνοντας δυνατά την πόρτα.



Πέντε μεγάλες βαλίτσες υπογραφές μάζεψαν στις πόλεις και τα χωριά της Γεωργίας ο Αχιλλέας και οι φίλοι του, και τις πήγαν με τρένο στη Μόσχα.

Για την μεταφορά των βαλιτσών εκλέχτηκε μια αποστολή που συνόδεψε τις βαλίτσες μέχρι και το Κρεμλίνο. Στα γραφεία της Κεντρικής Επιτροπής του κόμματος τους υποδέχτηκαν αρκετά καλά, ήταν ενημερωμένοι από τους συναδέλφους της Γεωργίας.

Παρέδωσαν τις βαλίτσες σε μια άσπρη σαν  το χιόνι γυναίκα, της έδωσαν  μια  γραπτή επιστολή με το αίτημα  και τις συνημμένες πέντε βαλίτσες με 128 χιλιάδες  μετρημένες υπογραφές. Πήραν και τον αριθμό πρωτοκόλλου. Η άσπρη γυναίκα μόνο χαμογέλασε αλλά δεν  έκανε κανένα σχόλιο όταν είδε τα τετράδια με τις υπογραφές. Ήταν συνηθισμένη να βλέπει παθιασμένους και παράξενους επαρχιώτες  από όλες τις άκρες της Σοβιετικής Ένωσης που έψαχναν το δίκιο τους στην Μόσχα.

Η διαδικασία της παράδοσης των βαλιτσών κράτησε  μια ώρα. Ο Αχιλλέας επέμενε να αφήσουν και τις βαλίτσες μαζί με τις υπόγραφες, ενώ η άσπρη γραμματέας ήθελε να βγάλει τα τετράδια με τις υπογραφές και  να τα τοποθετήσει σε  χάρτινες κούτες που ζήτησε να της φέρει ο κλητήρας.

«Αν ο μεγάλος δεν δει ότι οι υπογραφές μας ήρθαν σε βαλίτσες, δεν θα καταλάβει  πόσο  σοβαροί άνθρωποι ήμαστε, ότι τις φέραμε μόνοι μας, και δεν τις στείλαμε με ταχυδρομείο»- έλεγε ο Αχιλλέας.  Όλοι η παρέα συμφωνούσε μαζί του, γιατί ο Αχιλλέας είχε δίκιο, ήξερε να υπολογίσει  την κάθε λεπτομέρεια. Η άσπρη γυναίκα όταν άκουσε  το επιχειρήματα του Αχιλλέα  να παραμείνουν οι βαλίτσες, λίγο αγρίεψε, αλλά πάλι δεν είπε τίποτα, σκέφτηκε: «Αυτοί οι χωριάτες είναι πολύ πεισματάρηδες και ξεροκέφαλοι» Η βαλίτσες  είχαν μια περίεργη μυρωδιά – ένα μιξ της μυρωδιάς του  μαζούτ του τρένου,  του παστουρμά, του τυριού,  της βότκας και του κρασιού , κι ακόμα πολλές   άλλες μυρωδιές, που δεν είχαν καμία σχέση με τη ζωή της πρωτευουσιάνας  άσπρης γυναίκας. Οι μυρωδιές αυτές  ήταν  από την «άλλη ζωή», που δεν την ενδιέφερε καθόλου,  αλλά δεν είχε όρεξη για αντιπαραθέσεις με ανθρώπους που ξέρουν τι κάνουν – ακριβώς αυτό της μετέφεραν με το ύφος τους ο Αχιλλέας και οι φίλοι του. Έδωσε αμέσως εντολή να μεταφερθούν οι   βαλίτσες σε μια αποθήκη.



Μόλις ταχτοποιηθήκαν οι βαλίτσες με το πολύτιμο υλικό,  ο Αχιλλέας, ικανοποιημένος,  έκανε μια  βόλτα  στα μουσεία και τα μαγαζιά. Αυτήν την βόλτα την κάνουν όλοι οι επισκέπτες της πρωτεύουσας. Μουσεία και μαγαζιά. Τα ωραιότερα πνευματικά πλούτη μπορούσε κανείς να τα δει μόνο στα μουσεία και τα καλύτερα πράματα μπορούσε να τα αγοράσει μόνο στα μοσχοβίτικα μαγαζιά, πουθενά αλλού. Ακόμα και στην Αγια Πετρούπολη δεν υπήρχε αυτή η ποικιλία που είχε η πρωτεύουσα. Το πρώτο, που ρωτούσαν τον κάθε άνθρωπο που επέστρεφε από τη Μόσχα στο σπίτι του, ήταν «σε ποια μουσεία πρόλαβε και πήγε, ποιες παραστάσεις είδε στα θέατρα  και τι καλό αγόρασε»…

Ο Αχιλλέας δεν ήταν για πρώτη φορά στη Μόσχα και κάθε φορά που επισκεπτόταν την πρωτεύουσα, πήγαινε  στην Πινακοθήκη «Τρετιακώφ». Εκεί ήταν μαζεμένα τα αγαπημένα του έργα ζωγραφικής ο Μπριουλόβ, ο Περόβ. Αλλά ήθελε να καταφέρει να δει όλα τα 560.000  εκθέματα -έργα ζωγραφικής και γλυπτικής, σχέδια, έργα διακοσμητικής τέχνης, αρχαιολογικά εκθέματα και νομίσματα, καλλιτεχνικές φωτογραφίες.



Μετά το βράδυ βρέθηκαν όλοι μαζί  με μοσχοβίτικους φίλους στο γνωστό  ρεστοράν «Αρμπάτ». Σαμπάνια, βότκα,  ωραία φαγητά, είχε και άγνωστες γυναίκες – ρωσίδες – φίλες του Κώστα Ηλιάδη. O Κώστας έγινε μοσχοβίτης πια  μετά τις σπουδές του στο Πολυτεχνείο, του πρότειναν θέση μηχανικού σε ένα  εργοστάσιο.  Ως αληθινός καυκάσιος ήθελε να ευχαριστήσει τους φίλους του, και ξόδεψε όλο το μηνιάτικο του γι αυτό το τραπέζι. Ήταν τιμή του, «και αύριο – έχει ο θεός», σκέφτηκε χωρίς κανένα προβληματισμό.

Ο Αχιλλέας μέθυσε λίγο, χαλάρωσε, η ψυχή του ήταν πια ήσυχη, και είχε μια προαίσθηση ότι όλα θα πάνε καλά και όλος ο κόπος του και ο κόπος πολλών άλλων ανθρώπων, θα  πιάσει το στόχο.

Οραματίστηκε  για λίγο πως στο βήμα του 26ου  Συνέδριου βγαίνει ο Λεονίντ Μπρέζνεβ, πως με αργές και καθυστερημένες  κινήσεις ανοίγει το στόμα του και αρχίζει να μιλάει  για τους έλληνες που δεν ξέρουν  ελληνικά, και πως το Κόμμα  δίνει την εντολή σε όλες τις δημοκρατίες της χώρας οι έλληνες να μάθουν ελληνικά. Και αυτό θα γίνει Νόμος του κράτους!.. Το όραμα  του Αχιλλέα  για την ελληνική γλώσσα ήταν τόσο γλυκό, ένοιωσε τόσο  μεγάλη ευχαρίστηση και τόσο βαθιά ικανοποίηση, που ακόμα κι αυτές οι ωραίες, χαριτωμένες ξανθές ρωσίδες δεν θα μπορούσαν να του δώσουν.

 Έτσι περίπου και έγινε. Μετά απο  ένα μήνα ήρθε στο Σουχούμι  η απάντηση από την Κεντρική Επιτροπή του κόμματος. Η επιστολή προς τους έλληνες  έλεγε ότι  το θέμα της διδασκαλίας της ελληνικής γλώσσας θα συζητηθεί στο 26ο Συνέδριο του ΚΚΣΕ.

«Πράγματι, μετά το Συνέδριο λάβαμε και άλλο γράμμα – ήταν από το υπουργείο παιδείας: σύμφωνα με την απόφαση του 26ου Συνέδριου ΕΣΣΔ- έγραφε - διατάζω στους υπουργούς Παιδείας της Ρωσία, Ουκρανίας, Γεωργίας, Αρμενίας, Καζακστάν, στους τόπους συμπαγούς  κατοικίας των ελλήνων  να εισάγεται στα σχολικά προγράμματα η ελληνική γλώσσα  ως ξένη γλώσσα».

Η απόφαση αυτή ήταν για όλους, αλλά δεν τηρήθηκε σε καμία Δημοκρατία παρά μόνο στην Γεωργία, και αυτό με τεράστιες προσπάθειες του Αχιλλέα και άλλων ελλήνων.

«Εμείς κάναμε δουλειά υπουργείου Παιδείας!» - έλεγε με περηφάνια ο Αχιλλέας, - φτιάξαμε προγράμματα και εγχειρίδια, και όλα αυτά σχεδόν χωρίς πόρους και διδακτικό υλικό. Και το βασικό, είχαμε βρει και δασκάλους. Ήταν αυτοί που απέμειναν ζωντανοί μετά το ‘37, αυτοί που κάποτε είχαν τελειώσει τα ελληνικά σχολεία».

Τον Αύγουστο  του 1982 ο Αχιλλέας κατάφερε και μάζεψε στο Σουχούμι όλους τους υποψήφιους δασκάλους ελληνικής γλώσσας και οργάνωσε για αυτούς σεμινάριο. Μεταξύ των δασκάλων ήταν άνθρωποι διαφόρων ηλικιών, γέροι, μεσήλικες, και ακόμα και νέοι, αυτοί που μαθάνε νεοελληνικά από τους παππούδες τους. Παρόλη την αφόρητη ζέστη, την  υγρασία και τους χιλιάδες τουρίστες – παραθεριστές  που πλημμύριζαν το Σουχούμι επί ένα μήνα τα μαθήματα διήρκησαν  καθημερινά δέκα ώρες. Κανένας δεν παραπονιόταν, ο κάθε ένας αισθανόταν μέλος της αποστολής με στόχο να μάθουν καλά ελληνικά  και να μεταδώσουν όλες τις γνώσεις  στα παιδιά.

 «Και τα χρήματα πού βρέθηκαν για όλα αυτά, για  το ξενοδοχείο, τη διατροφή..»- ρώτησε η Αντιγόνα τον Αχιλλέα.

«Τα χρήματα.. δεν ήταν το βασικό πρόβλημα. Στο Σουχούμι υπήρχαν εύποροι έλληνες, είχαν καλές θέσεις, κύρους,  αυτοί  βοήθησαν. Και στην  Τσάλκα είχαμε  έλληνες σε σημαντικές κομματικές   θέσεις, και αυτοί έδωσαν  χρήματα. Και μη ξεχνάς ότι ο κάθε ένας από μας , και οι δάσκαλοι, όλοι θεωρούσαμε το σεμινάριο αυτό υπόθεση προσωπική».

Ακόμα και η καθηγήτρια μας, που αρχικά δεν ήθελε να πάει στον Καύκασο από την Μόσχα, τελικά τόσο πολύ μάς  αγάπησε, που ερχόταν κάθε χρόνο επί πολλά χρόνια σε μάς. 



Ήταν η Μαρίνα Ρίτοβα. Μια ρωσίδα, μοσχοβίτισα    γέννημα θρέμμα, έγινε Δασκάλα όλων των ελλήνων της ΕΣΣΔ με την εντολή του Κομμουνιστικού Κόμματος. 

Έκλαιγε σαν μωρό, και αισθανόταν πολύ δυστυχισμένη όταν της ανακοίνωσαν την απόφαση.  «Το Κόμμα σε στέλνει να βοηθήσεις τους έλληνες της Γεωργίας, δεν υπάρχει όχι, γιατί δεν υπάρχει άλλος άνθρωπος που να  ξέρει τόσο καλά ελληνικά και να μπορεί να προσφέρει!- της είπε στο γραφείο ένας παλιός σύντροφος που κάποτε σπούδαζαν μαζί στο Ινστιτούτο Διεθνών Σχέσεων. Της Μαρίνας της πρότειναν τότε να ασχοληθεί  με την Ελλάδα και την ελληνική γλώσσα. Έμοιαζε κιόλας ελληνίδα. Την εποχή των ‘50 βρέθηκε πολλές φορές στην Ελλάδα, μπορεί  ήταν  σ’αυτα τα ταξίδια – ειδικές αποστολές, που η Μαρίνα λάτρεψε την Ελλάδα και τους ανθρώπους της,  είχε γνωρίσει τον Ωνάση, τη Μαρία Κάλλας…

Στον Καύκασο, όμως, δεν ήθελε να πάει με τίποτα. Το πρώτο που σκέφτηκε ήταν τι σχέση μπορούσαν να έχουν αυτοί οι αγροίκοι καυκάσιοι πόντιοι με τους Έλληνας και γιατί επέμεναν να μάθουν ελληνικά!  Της φάνηκε, όλη αυτή ιστορία παρατραβηγμένη. Ήταν και το άλλο , δεν ήθελε να διδάσκει, να κάνει τη δασκάλα.   Ο καινούριος ρόλος που της ανέθεσε το Κόμμα, δεν της άρεσε καθόλου αλλά δεν είχε επιλογή.

Έφυγε με το τρένο στο Σουχούμι,  πήρε μαζί της και τον άνδρα της. Στο δρόμο την έπιασε γκρίνια, αλλά όσο πλησίαζαν τον Καύκασο ανέπνευσε  θαλασσινό αέρα, είδε την ανατολή του ήλιου στη θάλασσα και τα βουνά με  τα ψιλότερα δέντρα, χαλάρωσε. «Δεν πειράζει, διακοπές θα κάνουμε, θα περάσουμε όσο μπορούμε καλύτερα», - είπε στον άνδρα της, παρηγορώντας τον εαυτό της.  Στο σταθμό τους  περίμεναν πάνω από είκοσι άτομα. Ο κάθε ένας τους πέρασε να σφίξει  το χέρι της και κοιτάζοντας την στα μάτια, έλεγε πως  την περίμεναν με αγωνία, και πως είναι πολύ ευτυχείς, που επιτέλους έφτασε στο Σουχούμι.  Το ξενοδοχείο που τους έκλεισαν οι έλληνες ήταν πολύ καλό, με θέα τη θάλασσα.  Το βράδυ στο τραπέζι, σε ένα από τα καλύτερα εστιατόρια της πόλης, η Μαρίνα Ρίτοβα κατάλαβε ότι μόλις γνώρισε φίλους για πάντα. Τον Αχιλλέα και  τους άλλους  μαθητές της τους αγάπησε όλους. Μετά, για πολλά χρόνια, ερχόταν στον Καύκασο και δίδασκε ελληνικά στα καλοκαιρινά σεμινάρια και, δεν το έκρυβε ποτέ,  περνούσε πολύ όμορφα. Οι φίλοι της στη Μόσχα την σχολίαζαν με ειρωνεία : «οι  δικοί σου οι Γκρέκοι σε κλέβουν από μας κάθε χρόνο.» Η Μαρίνα γελούσε ευτυχισμένα: «Δεν μπορείτε να καταλάβετε ότι εκεί είναι η ζωή, εκεί που οι άνθρωποι ξέρουν να ζουν την κάθε στιγμή, ξέρουν να κρατούν αρχές και έθιμα και  τις παραδόσεις τους. Νιώθω  μαζί τους τόσο καλά!».. 

Τα εγχειρίδια για τα μαθήματα τα έφτιαχναν μόνοι τους, και τα  βιβλία ήταν χειροποίητα. Το πιο δύσκολο ήταν για την Μαρίνα να προσαρμόσει τα κείμενα των  ασκήσεων στα σοβιετικά δεδομένα. Τα κείμενα αυτά έπρεπει να ήταν διδακτικά, μορφωτικά και εκπαιδευτικά και οπωσδήποτε στα πλαίσια των σοβιετικών ιδεών και οραμάτων, συμφωνά με τις διαταγές της ΕΣΣΔ.     

Μια φορά σε ένα από τα μεγάλα ατελείωτα καυκάσια τραπέζια ο Αχιλλέας έκανε πρόποση, αφιερωμένη στην Μαρίνα Ρίτοβα. ΄Έλεγε πολλά, σχεδόν τους κούρασε όλους με τις καλολογίες του, και η Μαρίνα φώναζε: «Σταματήσετε τον, βγάζω φτερά, θα πετάξω, θα σας αφήσω!» Δεν της άρεσαν αυτές οι καυκάσιες τυπικότητες αφού, έτσι και αλλιώς, έβλεπε την αγάπη στα μάτια των ανθρώπων αυτών.

«Που να μας αφήσεις, αγαπητή μας  Μαρίνα,  αγαπητή μας  καθηγήτρια! Θα γεράσουμε μαζί - έλεγε ο Αχιλλέας.

Έτσι και έγινε. Απλά τα ραντεβού τους μεταφέρθηκαν από τη Γεωργία στην Ελλάδα, όπου οι μαθητές της παλιννόστησαν. Άφησαν πίσω ωραία χρόνια, ωραίους τόπους, ωραία ζωή. Στην Ελλάδα τώρα όλοι μιλούσαν άνετα την ελληνική γλώσσα, και παραπονιόταν που τα παιδιά και τα εγγόνια τους ξεχνουσαν τα ρώσικα. «Καλά, να οργανώσουμε τότε σε καμιά ελληνική παραλία σεμινάρια της ρωσικής γλώσσας -  είναι για σας μητρική!» - έλεγε χαριτολογώντας  η κυρία Μαρίνα.  Ήταν σε μια ηλικία που πήρε σύνταξη. «Αλήθεια, πόσο χρονών ήταν η Μαρίνα, όταν την γνωρίσατε;» - ρώτησε η Αντιγόνα τον Αχιλλέα.

«Ο.. αυτό ήταν πάντα δύσκολο να το καταλάβουμε, Η Μαρίνα ήταν και είναι ωραία γυναίκα, μπορεί να είναι στην ηλικία μου, μπορεί και μεγαλύτερη ή μικρότερη, πάντως τη λατρεύαμε!» 

Και τελικά, έβαλαν στα εκπαιδευτικά   σχολικά  προγράμματα της Γεωργίας την ελληνική γλώσσα; - ρώτησε η Αντιγόνα.  «Έγινε και αυτό.  Όχι , βέβαια σε όλα τα σχολεία και όχι αμέσως, αλλά έγινε», - απάντησε ο Αχιλλέας.

…Και μετά είπε με ένα χαμόγελο «και ξέρεις ποιος βοήθησε; Ένα αγόρι, Κώστα τον λέγανε...

Σε σαράντα έξι σχολεία εισήγαγαν  την ελληνική γλώσσα ως ξένη γλώσσα. Και αυτό έγινε όταν  ο μικρός Κώστας  έβαλε τον ίδιο τον πρόεδρο Σεβαρναντνζε  να ασχοληθεί με την ελληνική γλώσσα.



Το αγόρι Κόστια και ο Σεβαρναντζε



Ο Σεβαρνάντζε με συνοδεία κομματικών στελεχών έκανε περιοδεία στα χωριά της περιοχής. Ήταν Αύγουστος μήνας. Σε ένα από τα χωριά πλησίασε τους έλληνες που θέριζαν. Το ενδιαφέρον του προκάλεσε ένα αγόρι που τον λέγανε Κόστια. Τον ρώτησε από ποια οικογένεια είναι, με τι ασχολούνται οι γονείς του... Ο Κόστια απάντησε και τον ρωτάει ο πρόεδρος: αλλά είσαι «γκρεκ», έλληνας; Ελληνικά ξέρεις να μιλάς και να γράφεις;» Ο Κόστια είπε: «Δεν ξέρω!»

«Γιατί δεν ξέρεις;»- ρώτησε πάλι ο Εντουάρντ Αμβρόσιεβιτς Σεβαρναντζε.

«Πώς να μάθω, δεν έχουμε τέτοια μαθήματα!» – απάντησε θαρραλέα ο Κόστια, και δεν κατέβασε το βλέμμα του, κοιτούσε ίσα στα μάτια τον προέδρο της χώρας.

«Κα-λά..»., - είπε ο Σεβαρνάντζε, - «σε λίγο θα πας στο σχολείο και θα δεις πως θα έχεις μαθήματα  ελληνικών».

Όλοι που ήταν μάρτυρες του διαλόγου του ισχυρού άνδρα της χώρας με ένα οκτάχρονο αγόρι, αλλά δεν το πίστεψαν τον πρόεδρο. Τα λόγια τα μεγάλα τα άκουγαν συνέχεια - ήταν και αυτά ένα μέρος της ζωής τους..

«Ο πρόεδρος είναι πρόεδρος και του επιτρέπεται να κάνει υποσχέσεις και να μη τις τηρεί, η δουλειά του είναι  να δίνει ελπίδες στον λαό.»- σχολίασε ο Σοκράτ, ένας εξηντάχρονος.  Γρήγορα όλοι ξέχασαν την αναπάντεχη συνάντηση  του Κόστια με τον  Σεβαρνάντζε.

Αλλά το Σεπτέμβριο, την ημέρα έναρξης τις σχολικής χρονιάς  - μια από της  μεγάλες εθνικές γιορτές στην ΕΣΣΔ, «όταν οι γονείς  συνόδεψαν τα παιδιά τους στα σχολεία, κανένας δεν πίστευε στα μάτια του όταν ανακοινώθηκε πως  «από δω και πέρα, οι μαθητές θα μπορέσουν να επιλέξουν μεταξύ των ξένων γλωσσών: αγγλικής, γαλλικής , γερμανικής και την ελληνική γλώσσα…»

Ο Κόστια βεβαίως επέλεξε την ελληνική γλώσσα και έγραψε στον Σεβαρνάντζε  ένα γράμμα με ευχαριστίες. Το γράμμα του Κόστια στον Πρόεδρο έγινε αφορμή για μια ακόμα πανηγυρική εκδήλωση που τη γιόρταζαν οι έλληνες τρεις μέρες, σα’ να ήταν γάμος.

Έτσι την εποχή του ΄80 άρχισαν στη Γεωργία τα πρώτα μαθήματα ελληνικής γλώσσας σε 46 σχολεία, τις  πόλεις Τιφλίδα, Ρουστάβι, Τσάλκα και  Σοχούμι.

Ο Αχιλλέας έφτασε στο τέλος του αγώνα του. Έγινε  από τους πρώτους δασκάλους ελληνικής στο Ρουστάβι. «Ξεκίνησα ψάλλοντας τον Εθνικό Ύμνο. Μετά διάβασα το αλφαβητάρι στα παιδιά και συνέχισα δείχνοντάς τους τον ελληνικό χάρτη». Ήταν  τέλος εποχής και μια νέα αρχή. 

 Sofia Prokopidou
Thessaloniki, 2004-2011

23 Νοε 2011

"Η αρχαία ελληνική τραγωδία είναι η πηγή έμπνευσής μου"

Η αρχαία ελληνική τραγωδία είναι η πηγή έμπνευσής μου", δηλώνει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο διεθνούς φήμης Ρώσος σκηνοθέτης Αντρέι Ζβιάγκιντσεφ, ο οποίος συμμετέχει στο 52ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, με την ταινία του "Ελένα", που προσέλκυσε το ενδιαφέρον των φίλων της έβδομης Τέχνης.

    "Η ταινία μου είναι μία σύγχρονη τραγωδία, που προσπαθεί να θέσει στους θεατές αιώνια ερωτήματα, όπως αν μπορεί κάποιος να εγκληματήσει για το καλό της οικογένειας του. Βαθιά μέσα του, κάθε ανθρώπινο πλάσμα είναι απελπιστικά μόνο και αποφασίζει μόνο", σημειώνει ο Ρώσος σκηνοθέτης.

    Ο άνθρωπος, όπως λέει, "όταν βρίσκεται σε κρίσιμες καταστάσεις, πρέπει να πάρει μια απόφαση με ποιον τρόπο θα επιβιώσει μέσα στη σκληρή πραγματικότητα".

    Σε ό,τι αφορά στο ρόλο του ως σκηνοθέτης, ο Αντρέι Ζβιάγκιντσεφ σημειώνει: "Εγώ, ως σκηνοθέτης, μπορώ μόνο να παρατηρώ τα γεγονότα και προσπαθώ να δείξω αντικειμενικά ότι σε τέτοιες τραγικές στιγμές της ζωής μας ουσιαστικά ο καθένας ξέρει την αλήθεια του- ακόμα κι αν αυτή είναι να γίνεσαι δολοφόνος για το καλό του άλλου".

    Η "Ελένα" προβλήθηκε το βράδυ της Κυριακής σε μια ασφυκτικά γεμάτη αίθουσα του φεστιβάλ, ενώ την ίδια ώρα, χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά, η ίδια ταινία προβαλλόταν στο κρατικό κανάλι της Ρωσίας, με 20 εκατομμύρια τηλεθεατές.

    Ο Αντρέι Ζβιάγκιντσεφ είχε κερδίσει την προσοχή των απανταχού σινεφίλ, όταν, με την πρώτη του ταινία, την "Επιστροφή", είχε κερδίσει το Χρυσό Λιοντάρι στη Βενετία. Μ' ένα διαφορετικό ύφος αυτή τη φορά, αλλά με την ίδια εσωτερική δύναμη, παρουσίασε την "Ελένα" για την οποία, όπως ο ίδιος τονίζει: "μου επέτρεψε να εξερευνήσω μια κεντρική ιδέα των ημερών μας: επιβίωση με κάθε κόστος". 

    Μπορούμε να μιλήσουμε για επιστροφή στις απαρχές του κλασικού σοβιετικού κινηματογράφου, τον ρωτάμε κι αυτός μας απαντά: "Θα έλεγα στις ιδέες του καλού κλασικού κινηματογράφου. Η ηρωίδα μου έγινε δολοφόνος για το καλό του εγγονού της- είναι ευγενική και γλυκιά γυναίκα, γεμάτη από αγάπη και φροντίδα, που μετατρέπεται σε δολοφόνο και ύστερα μετανιώνει σ' έναν ναό".

    Ο Αντρέι Ζβιάγκιντσεφ δεν τιμωρεί, ωστόσο, την ηρωίδα του για τις πράξεις της. "Δείχνω πως η ζωή συνεχίζεται και, ίσως μπορεί να πάνε όλα καλά γι' αυτήν την οικογένεια. Αλλά, πάλι, δεν ξέρουμε, γιατί τίποτα δεν μένει στάσιμο κι όλα αλλάζουν", σημειώνει.

    Σε ό,τι αφορά το Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, λέει πως πρόκειται για ένα "ιστορικό Φεστιβάλ" με ωραίο κοινό. "Μου αρέσουν οι θεατές σας. Στη Θεσσαλονίκη φαίνεται πως το κοινό ξέρει τι σημαίνει κινηματογράφος. Το φεστιβάλ σας έχει ήθος και ύφος, και είναι σημαντικό για εμάς, τους σκηνοθέτες από τη Ρωσία, να βρισκόμαστε στη Θεσσαλονίκη", καταλήγει.
  

    Σοφία Προκοπίδου

«Το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης υπηρετεί την Έβδομη Τέχνη», δηλώνει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η Ρωσίδα σκηνοθέτης Σιτόρα Αλίεβα



   «Το Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Θεσσαλονίκης είναι ένα φεστιβάλ ουσίας και όχι επίδειξης, ένα φεστιβάλ μ' έναν και μοναδικό σκοπό: την τέχνη του κινηματογράφου», δήλωσε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η διευθύντρια προγράμματος του κινηματογραφικού φεστιβάλ "Κένταυρος", με έδρα το Σότσι της Ρωσίας.

    Η Σιτόρα Αλίεβα, η οποία βρίσκεται στη Θεσσαλονίκη ως μέλος της κριτικής επιτροπής του Διεθνούς Διαγωνιστικού τμήματος του 52ου Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης δεν κρύβει τον ενθουσιασμό της για τη διοργάνωση.

    «Ως διευθύντρια προγράμματος του φεστιβάλ κινηματογράφου στο Σότσι έχω επισκεφτεί πολλά φεστιβάλ και μπορώ να πω, με κάθε ειλικρίνεια, ότι το φεστιβάλ σας υπηρετεί πραγματικά την Έβδομη Τέχνη. Αυτό φαίνεται από το κοινό σας, που είναι ένα κοινό εκπαιδευμένο, έξυπνο, που έχει αναπτύξει μια σχέση ερωτική με το σινεμά», τονίζει.

    Η Σιτόρα Αλίεβα χαρακτηρίζει τη συμμετοχή της στην κριτική επιτροπή ως μια εξαιρετικά πλούσια εμπειρία, τόσο σε καλλιτεχνικό όσο και σε προσωπικό επίπεδο, αφού, όπως λέει, "κάθε ταινία είναι για μένα σαν ένα νέο βιβλίο".

    Η Ρωσίδα κινηματογραφίστρια υπογραμμίζει ακόμη τον σημαντικό ρόλο του Καλλιτεχνικού Διευθυντή του Φεστιβάλ Δημήτρη Εϊπίδη, λέγοντας πως έχει καταρτίσει ένα πολύ δυνατό πρόγραμμα, καθώς οι ταινίες που συμμετέχουν στο Φεστιβάλ "έχουν γίνει από δημιουργούς που δεν νιώθουν καμιά πίεση από τους παραγωγούς και μπορούν να εκφραστούν ελεύθερα".

    Σε ό,τι αφορά το ρόλο που θα πρέπει να διαδραματίζουν τα διάφορα φεστιβάλ κινηματογράφου ανά τον κόσμο, εκτιμά πως αυτό που πρέπει να προωθούν είναι το καλλιτεχνικό σινεμά.

    «Νομίζω ότι όλα τα φεστιβάλ μπορούν να προωθήσουν το καλλιτεχνικό σινεμά. Για παράδειγμα, είναι σχεδόν αδύνατο να δει κάποιος, σήμερα, μια ευρωπαϊκή ταινία στη Ρωσία, παρά μόνο μέσω ενός φεστιβάλ. Επομένως, όλα τα φεστιβάλ ανά τον κόσμο μπορούν να αποτελέσουν ένα είδος εταιρειών διανομής της παγκόσμιας κινηματογραφικής παραγωγής. Είναι πολύ σημαντικό, που, εδώ, στη Θεσσαλονίκη, είδα νέες ρωσικές ταινίες, όπως οι: Φάουστ, Έλενα και Πορτραίτο στο λυκόφως».

    Αναφορικά με την πορεία του κινηματογράφου στη Ρωσία, λέει πως οι κινηματογραφικές αίθουσες δεν γεμίζουν ακόμη όσο θα ήταν επιθυμητό, σε έργα σοβαρά, όπως τα χαρακτηρίζει.

    "Ο ρωσικός κινηματογράφος, επί Σοβιετικής Ένωσης, αντιμετωπιζόταν πάντα, από το Κράτος και τους πολίτες, ως Τέχνη και όχι ως βιομηχανία διασκέδασης. Γι' αυτό είχαμε και τον Ταρκόφσκι. Αυτό πρέπει να προσπαθήσουμε να το διατηρήσουμε και στις νέες αυτές συνθήκες της ελεύθερης αγοράς, όπου- δυστυχώς- επικρατεί το Χόλυγουντ. Βλέπουμε, ωστόσο, πως αρχίζει να διαφαίνεται μια αλλαγή και σ' αυτό έχουν συμβάλλει οι νέοι σκηνοθέτες, οι οποίοι έφεραν το ρωσικό σινεμά στο ευρωπαϊκό και παγκόσμιο προσκήνιο, όπως είναι ο Αντρέι Ζβιαγίντσεβ, που βρίσκεται στο Φεστιβάλ", συμπληρώνει.

    Η Σιτόρα Αλίεβα επισκέπτεται για πρώτη φορά την Ελλάδα και τη Θεσσαλονίκη και δηλώνει ενθουσιασμένη από τη θερμή φιλοξενία τόσο των ανθρώπων του Φεστιβάλ όσο και των κατοίκων της πόλης.

    «Δεν χρειάζεται να πω ότι η Ελλάδα "γέννησε" όλες της μορφές της Τέχνης και είναι μια χώρα που εμπνέει- αυτό είναι γνωστό. Νιώθω πολύ ευτυχισμένη που μού δόθηκε ευκαιρία να βρίσκομαι εδώ τόσες μέρες και να γνωρίσω την πόλη και τους ανθρώπους της», αναφέρει χαρακτηριστικά.

    Σοφία Προκοπίδου, 
09/11/2011 16:26ΑΠΕ-ΜΠΕΘεσσαλονίκη, Ελλάδα485Greek

22 Νοε 2011

Οι μετανάστες από τη Γεωργία βλέπουν την Ελλάδα ως δεύτερή τους πατρίδα

Κατάμεστο ήταν πρόσφατα το θέατρο «Άνετο» της Θεσσαλονίκης, από Γεωργιανούς μετανάστες αλλά και Έλληνες που παλιννόστησαν από την πάλαι ποτέ Σοβιετική Δημοκρατία της Γεωργίας. Εκείνο που τους προσέλκυσε ήταν μια συναυλία που διοργανώθηκε στο πλαίσιο του προγράμματος για την ανάπτυξη και τη στήριξη της γεωργιανής Διασποράς.

Συναυλία στην οποία έδωσε το παρών ένα πρόσωπο «μαγνήτης» για τους μετανάστες. Βέβαια, το παρών στην εκδήλωση έδωσαν, τόσο ο πρόξενος της χώρας στη Θεσσαλονίκη, όσο και ο υπουργός Επικρατείας της Γεωργίας. Όσοι παραβρέθηκαν, όμως, ήθελαν - κυρίως - να δουν και να ακούσουν τον τραγουδιστή και ηθοποιό Βαχτάνγκ Κικαμπίτζε.

«Oι μετανάστες από τη Γεωργία βρήκαν στην Ελλάδα μια δεύτερη πατρίδα αλλά εμείς θέλουμε να θυμούνται ότι η Γεωργία δεν ξεχνά τα παιδιά της», δήλωσε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, ο κ. Κικαμπίτζε, που δεν κλήθηκε τυχαία να παραστεί στην εκδήλωση. Οι συμπολίτες του εκτιμούν πως ο συγκεκριμένος καλλιτέχνης γεφυρώνει τα πάτρια εδάφη με τους ανά τον κόσμο κατοικοεδρεύοντες Γεωργιανούς.

Τη φήμη αυτή την απέκτησε όταν ερμήνευσε - σε ταινία της δεκαετίας του '80, με τίτλο «Μιμινό» - έναν γεωργιανό πιλότο, ο οποίος εγκατέλειψε μια μεγάλη καριέρα στην πολιτική αεροπορία της τότε ΕΣΣΔ και επέστρεψε στο ορεινό του χωριό, όπου πετούσε με ένα μικρό αεροπλάνο, το οποίο μετέφερε προϊόντα κι ανθρώπους σε απόμακρους οικισμούς.

Η Κατερίνα Ζουρασβίλη μένει στην Ελλάδα πολλά χρόνια. Είναι πρόεδρος του συλλόγου των μεταναστών από τη Γεωργία. Αυτές τις μέρες ασχολείται με τη διοργάνωση ενός τηλεοπτικού διαγωνισμού (ριάλιτι σόου), με τίτλο «Γεωργία έχεις ταλέντα». Όπως είπε η Κατερίνα στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, «τα ταλέντα που θα αναδειχθούν στη Θεσσαλονίκη θα πάρουν μέρος σε τηλεοπτικό διαγωνισμό στη Γεωργία. Για πολλά από τα παιδιά που γεννηθήκαν και μεγάλωσαν στην Ελλάδα, θα είναι μια μεγάλη ευκαιρία να γνωρίσουν και την πατρίδα των γονιών τους».

«Εμείς, παράνομοι ή νόμιμοι μετανάστες, βρήκαμε στην Ελλάδα μια ζεστή αγκαλιά την περίοδο που στη Γεωργία γίνονταν πολεμικές συγκρούσεις και επικρατούσε μεγάλη οικονομική κρίση. Σήμερα, υπάρχει οικονομική ανάπτυξη. Έρχονται επενδύσεις, η χώρα ανοικοδομείται και έγινε αγνώριστη. Υπάρχει ασφάλεια και καταπολεμήθηκε - ως εκ θαύματος θα έλεγα η διαφθορά στο δημόσιο - και την αστυνομία. Σκέπτομαι να επιστρέψω αλλά θέλω να διατηρήσω επαφή με την Ελλάδα, που την αγαπώ παρά πολύ», πρόσθεσε.

Συμφώνα με τον πρόξενο της Γεωργίας στη Θεσσαλονίκη Νικολόζ Κογκικίτζε, υπολογίζεται πως στην Ελλάδα διαβιούν περίπου 250.000 μετανάστες από την Γεωργία. «Βεβαίως, σ’ αυτούς υπολογίζουμε - πρόσθεσε - και τους Έλληνες που παλιννόστησαν από τη Γεωργία. Ήταν και αυτοί πολίτες της χώρας μας και δε θέλουμε να χάσουμε την επαφή μαζί τους».

Μετά τη συναυλία, ο υφυπουργός Επικρατείας της Γεωργίας για θέματα της Διασποράς, Ηρακλή Ναντιράτζε, συναντήθηκε με τους πρόεδρους και τα μέλη των τριών συλλόγων μεταναστών της Θεσσαλονίκης. Μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ τόνισε πως ήδη ο πρόεδρος της χώρας του κάλεσε τους μετανάστες να επιστρέψουν στην πατρίδα τους και πρόσθεσε: «Η Ελλάδα στάθηκε στους μεταστάντες μας, που βρήκαν εδώ εργασία, στέγη, δεύτερη πατρίδα. Γνωρίζω πολύ καλά πως οι Γεωργιανοί νιώθουν εδώ σαν στο σπίτι τους, επειδή είμαστε δυο λαοί που μοιάζουμε σε πολλά, έχουμε δεσμούς ιστορικούς».
Σοφία Προκοπιδου
Θεσσαλονίκη: 22/11/2011 16:14 ΑΠΕ-ΜΠΕ Θεσσαλονίκη, Ελλάδα 489 Greek


10 Νοε 2011

Θεόδωρος Γιουρτσίχιν: «Τα Ελληνόπουλα πρέπει ν’ αρχίσουν να ονειρεύονται το διάστημα κι όχι αυτοκίνητα»


Στην ποντιακή γλώσσα ξεκίνησε τη διάλεξή του, χτες το βράδυ στο Κέντρο Διάδοσης Eπιστημών & Μουσείο Τεχνολογίας «Νόησις», της Θεσσαλονίκης, ο ελληνικής καταγωγής Ρώσος κοσμοναύτης Θεόδωρος Γιουρτσίχιν - Γραμματικόπουλος, δημιουργώντας έτσι μια αμεσότητα με το κοινό, που είχε κατακλύσει την αίθουσα.

Ο κοσμοναύτης μίλησε για τις εμπειρίες του από την περιπλάνησή του στο διάστημα, στο πλαίσιο της έκθεσης «Το Σύμπαν της Ρωσικής Πρωτοπορίας - Τέχνη και εξερεύνηση του Διαστήματος στη Ρωσία 1900-1930», την οποία διοργάνωσε το Κρατικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης, σε συνεργασία με το Ευγενίδειο Ίδρυμα.

Απαντώντας στην ερώτηση του ΑΠΕ-ΜΠΕ, σχετικά με την κρίση που αντιμετωπίζει την τρέχουσα χρονική περίοδο η Ελλάδα, είπε πως ακόμα και στο διάστημα - δηλαδή, όταν βρισκόμαστε «ποιο κοντά στο Θεό» - μπορεί ένας κοσμοναύτης να επιβιώσει, κατέχοντας όλες τις απαραίτητες γνώσεις αλλά και το συναίσθημα του τι κάνει και πως το κάνει.

Αντίθετα, όμως, «δεν μπορεί κάποιος να περιμένει τον από μηχανής Θεό, ο οποίος θα λύσει τα προβλήματα στην Ελλάδα. Οι ίδιοι οι Έλληνες, μαζί με τους πολιτικούς τους, πρέπει να αναλάβουν τις ευθύνες τους και να δουλέψουν σκληρά, να αποκτήσουν τη συνείδηση του πατριώτη του πλανήτη Γη. Τότε θα μπορέσουν να δουν και τα προβλήματα της χώρας τους, πέρα από εγωισμούς και προσωπικά συμφέροντα. Και ποιος ξέρει, τότε μπορεί να έρθει ως δώρο και η Θεία βοήθεια».

«Τα παιδιά πρέπει να ονειρεύονται»

Mιλώντας, στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο κοσμοναύτης τόνισε: «Πάντα τονίζω την ελληνική μου καταγωγή, πάντα λέω την ιστορία μου πως από μικρός ήθελα να γίνω σαν το Γιούρι Γκαγκάριν. Αλλά θα ήθελα να πετάξει στο διάστημα ένας Έλληνας που ζει την Ελλάδα. Προς το παρόν, δε βλέπω να γίνεται κάτι τέτοιο, μ’ όλα αυτά που συμβαίνουν στην ιστορική μου πατρίδα. Πάντως, τα Ελληνόπουλα πρέπει να μάθουν να ονειρεύονται, να πετούν στο Διάστημα».

Ο Γιουρτσίχιν - Γραμματικόπουλος με γλυκό χαμόγελο και ύφος υπομονετικού δασκάλου, που αγαπά τους μαθητές του, έδειχνε τις φωτογραφίες του από διάστημα και απαντούσε στις ερωτήσεις μικρών παιδιών. «Μ’ αρέσει που ρωτάνε τα παιδιά διάφορα, επειδή η ουσία είναι να μεγαλώσουν νέες γενιές, που θα έχουν συνειδητοποιήσει ότι είναι άνθρωποι του πλανήτη Γη».

Εξέφρασε επίσης την ικανοποίησή του που άρχισαν να τον καλούν και στην Ελλάδα για διαλέξεις αλλά και ομιλίες σε παιδιά και νέους, οι οποίοι πρέπει να μάθουν ότι «η Γη είναι το σπίτι μας και πρέπει να την φροντίζουμε!».


«Βροχή» οι ερωτήσεις των παιδιών


Από την πλευρά του, ο εξάχρονος Κώστας του υπέβαλε την πρακτική ερώτηση: «Κύριε κοσμοναύτη, τι κάνατε στο διαστημόπλοιο όλη την ημέρα; Δε βαριόσαστε;». Και η απάντηση, που πήρε ήταν: «Έκανα αυτό που κάνεις κι εσύ κάθε μέρα. Το πρωί έπλενα τα δόντια, μετά έκανα γυμναστική, μετά διάβαζα, μετά δούλευα, κάναμε τις έρευνες μας, μετά τηλεφωνούσα στη γυναίκα μου και στις κόρες μου, μετά πάλι δούλευα, και το βράδυ διάβαζα λογοτεχνία, έβλεπα τηλεόραση και μετά - ύπνο. Το χόμπι μου ήταν οι φωτογραφίες που τις βλέπετε τώρα».

«Και τι τρώγατε;», ρώτησε η μικρή Ειρήνη. «Τρώγαμε - απάντησε - τέσσερες φόρες την ημέρα. Είναι ειδική τροφή για κοσμοναύτες αλλά οι γεύσεις της είναι σαν τα αληθινά φαγητά. Είχαμε και γλυκά και φρούτα, κρέας, ψωμί, κομπόστες. Πριν πετάξουμε στο διάστημα, μου έφεραν πεντακόσια είδη φαγητών και επέλεξα τα αγαπημένα μου. Πάντως, έτρωγα καλά».

«Κι όταν επιστρέψατε έπειτα από 197 ήμερες στη Γη, πως ήταν;», τον ρώτησε κάποιο άλλο παιδί. Και η απάντηση του κοσμοναύτη: «Πράγματι, υπάρχει πρόβλημα, επειδή στο διάστημα βρισκόμαστε σε κατάσταση έλλειψης βαρύτητας. Εγώ επέστρεψα αδύναμος. Και το ψυχολογικό είναι δύσκολο, όταν βρίσκεσαι τόσες ημέρες κλεισμένος και μετά έρχεσαι σε επαφή με πολύ κόσμο... Αλλά κι όταν είμαστε στη Γη, ανάμεσα σε πολύ κόσμο, δεν ψάχνουμε και στιγμές μοναξιάς;».

Σε ό,τι αφορά στην ερώτηση που του έθεσαν τα παιδιά, για το αν πιστεύει πως κι ένας Έλληνας, που ζει στην Ελλάδα, θα πετάξει κάποτε στο διάστημα, ο Γιουρτσίχιν - Γραμματικόπουλος ήταν αρνητικός: «Τώρα δεν το πιστεύω, επειδή ο Έλληνας προτιμάει να… πίνει τον καφέ του. Δεν ξέρω, όμως, εάν εσείς θα θελήσετε ν’ αλλάξετε τη νοοτροπία αυτή και θα μάθετε να ονειρεύεστε όχι αυτοκίνητα αλλά πτήσεις στο διάστημα, κοντά στα αστέρια».

«Η Γη, η πατρίδα μας»

Δείχνοντας τις φωτογραφίες που τράβηξε ο ίδιος κατά τη διάρκεια της πτήσης, τόνισε πως «από απόσταση 400 χιλιόμετρων από τη Γη, βλέπεις τον πλανήτη μας ως μια ιδιαίτερη πατρίδα. Την αγαπάς ολόκληρη, την πονάς και θέλεις να την προστατέψεις». Και πρόσθεσε χαρακτηριστικά: «Δεν μπορείτε να καταλάβετε τον πόνο και τη θλίψη που ένιωσα όταν πετούσα πάνω από τον καπνό των πυρκαγιών στην Ελλάδα. Όταν έβλεπα τις μολυσμένες με πετρέλαιο θάλασσες, ή απογυμνωμένα δάση... Εκεί αντιλαμβάνεσαι πως οι άνθρωποι πρέπει να σκέπτονται όλον τον κόσμο, πρέπει να μάθουν να αγαπούν τον πλανήτη».

Στην ερώτηση, αν πιστεύει πως υπάρχει ζωή και σ’ άλλους πλανήτες, απάντησε ότι ο ίδιος το πιστεύει αλλά και ότι ακόμα δεν μπορούμε να το επιβεβαιώσουμε. «Εμείς, οι γήινοι - πρόσθεσε - αρχίσαμε να πετάμε στο διάστημα πριν από πενήντα χρόνια. Για την ιστορία της ανθρωπότητας είναι πολύ μικρό χρονικό διάστημα. Ίσως οι εξωγήινοι περιμένουν να δουν την εξέλιξη μας. Περιμένουν να μάθουμε να ζούμε ειρηνικά, επειδή αυτοί ίσως μπορούν να επιβιώνουν χωρίς να σκοτώνονται μεταξύ τους. Δυστυχώς, ο άνθρωπος της Γης δεν ξέρει να επιβιώνει χωρίς ανταγωνισμό και πόλεμο».

Κατά την τελευταία του πτήση στο διάστημα, ο Θεόδωρος Γιουρτσίχιν συνέβαλε σε πεντακόσια πειράματα για τη δημιουργία νέων φάρμακων, που θα μπορούσαν να θεραπεύσουν τον καρκίνο ή και το έιτζ, καθώς και σε έρευνες σχετικές με θέματα παραγωγής φιλικής προς το περιβάλλον ενέργειας.

Σοφία Προκοπίδου
10/11/2011 13:02 ΑΠΕ-ΜΠΕ Θεσσαλονίκη, Ελλάδα 896 Greek
Η Θεσσαλονικη από το Διαστημα...φωτο του Θ. Γιουρτσίχιν

7 Νοε 2011

Η Βάλια, το ποδήλατο της και ο έρωτας του Βάνια



Το πρωινό πολλές φορές τελείωνε με ένα καυγά μικρής έως μεγάλης έντασης. Στην οικογένεια της Αντιγόνα το πρωινό ήταν σαν ένα μίτινγκ με πρόεδρο τη γιαγιά Μαρία. Στο τραπέζι γεμάτο φαγητά, μαζεύονταν όλοι. Συνήθως όλοι έπιναν τσάι, ενώ ο πατέρας έτρωγε την πρωινή του σούπα. Άλλες φόρες φούστουρο με αυγά, φέτες ψωμί με βούτυρο και μαρμελάδα και ότι άλλο είχε η γιαγιά να προσφέρει… Ο καυγάς ξεκινούσε από το τίποτα… και η Αντιγόνα δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί μαλώνουν μεταξύ τους, αφού αγαπιούνται τόσο πολύ. Αργότερα μεγαλώνοντας κατάλαβε ότι ο καυγάς ήταν ένας κώδικας επικοινωνίας μεταξύ τους, και το δημιουργούσε η γιαγιά για να επισημάνει την ύπαρξη της ως οικοδέσποινας του σπιτιού και μετά ο γιος της, ο Βάνια, γιατί και αυτός ήθελε να κάνει το κουμάντο του, αλλά έλειπε από το σπίτι. Έφευγε το πρωί και γυρνούσε αργά το βράδυ. Ήταν οι δουλειές του, αλλά και οι παρέες του που δεν τον άφηναν σε ησυχία ποτέ.

Αλλά όταν μαλώνανε μεταξύ τους οι γονείς της, η Βάλια και ο Βάνια, η Αντιγόνα αυτό δεν το δεχόταν με τίποτα, αρρώσταινε από στενοχώρια. Δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί τόση ένταση, σα να ντρεπόταν να δείχνουν τα τρυφερά τους αισθήματα και μέσω του καυγά έβρισκαν μια έστω παράξενη οδό επικοινωνίας. Ότι οι γονείς της ήταν ερωτευμένοι η Αντιγόνα το έβλεπε από το γεγονός πως δεν μπορούσαν ο ένας χωρίς τον άλλον. Η μάνα της ποτέ δεν μιλούσε για το πόσο αγαπά τον Βάνια και ο Βάνια δεν έλεγε πολλά. Ήταν και οι συνθήκες τέτοιες, δεν εκδήλωναν οι άνθρωποι τα αισθήματα τους εύκολα.

Αλλά η γιαγιά Μαρία επιβεβαίωσε τον μεγάλο έρωτα των γονιών της, λέγοντας όλη την ιστορία από την αρχή.

Ο Βάνια ήταν μόλις 17 χρόνων όταν είπε στη μάνα του να σταματήσει να εργάζεται στη φάμπρικα και να κάθεται σπίτι. «Εγώ θα φροντίζω για τα πάντα»- της είπε. Δούλευε και σπούδαζε και ποτέ δεν τους έλειψαν τα χρήματα. Έγινε ο άνδρας της οικογένειας. Στα 23 αποφάσισε να παντρευτεί. Ο Βάνια ήταν παλικάρι όμορφο, ψηλό, και φινετσάτο. Είχε δερμάτινες μπότες, ένα κοστούμι κασμίρ, παλτό μακρύ και ένα ωραίο δερμάτινο μπουφάν. Και βεβαίως μερικά άσπρα πουκάμισα .. Τα ρούχα τα επέλεγε μόνος του γιατί ήθελε να ντύνεται καλά. Ήταν η δεκαετία του ’50 και οι άνθρωποι ακόμα δεν είχαν την άνεση και την πολυτέλεια να αγοράζουν ότι θέλουν, κ’ όμως ο Βάνια πάντα κατάφερνε να έχει χρήματα στη τσέπη του.

Πολλές οικογένειες τον ήθελαν για γαμπρό, αλλά ήθελαν και τη Μαρία, τη μάνα του, ως καλή συμπεθέρα. Ο Βάνια δεν μπορούσε να αποφασίσει, ποια θα ήθελε, καμία δεν έκανε την καρδιά του να σκιρτήσει.... Μάλιστα, η μια κοπέλα από αυτές που του «προξένευαν» τον ερωτεύτηκε, υπέφερε πολύ, αλλά ο Βάνια, εκεί: «μα τι θα την κάνω αφού δεν την αγαπάω!». Η μάνα του αισθανόταν ενοχή, γιατί άρχισαν να λένε ότι ο γιος της έχει μεγάλη ιδέα για τον αυτό του.

«Δεν μπορώ να αποφασίσω, αφού δε μ΄ αρέσει καμιά» - είπε ο Βάνια και έφυγε για δέκα μέρες στο Τζαμπούλ, νότια του Καζακστάν. Εκεί είχε τον ξάδελφο του, το Χρίστο Σαββουλίδη. Ο Χρίστος ήταν πολύ πιο ωραίας άνδρας από το Βάνια, αλλά όταν το βραδύ βγήκαν μαζί στο κεντρικό πάρκο για χορό, όλες οι κοπέλες κοιτούσαν τον ψηλό, ωραία ντυμένο Βάνια. Είχε και το κάτι άλλο.. ήταν και πολύ καλός στο χορό.

Χόρεψε βαλς με δυο όμορφες ρωσίδες, έπιασε κουβέντα μαζί τις, είπε και ανέκδοτα, και σχεδόν ήταν αποφασισμένος ότι με κάποια από αυτές θα γνωριστεί καλύτερα... Ο Χρίστος δεν μιλούσε πολύ, ούτε χόρεψε, αλλά επωφελήθηκε από τον επικοινωνιακό Βάνια, και γνωρίστηκε κι αυτός με μια άλλη κοπέλα.

Ξαφνικά ο Βάνια πρόσεξε μια κοντούλα με ένα απλό φτηνό λουλουδένιο φορεματάκι, που χόρευε πολύ καλά βαλς. Τα φώτα των προβολέων κάποια στιγμή έπεσαν πάνω της και ο Βάνια είδε ένα πρόσωπο που του άρεσε πολύ. Δεν κατάλαβε ακριβώς τι του άρεσε πάνω της, αλλά μια σπίθα άναψε στη κάρδια του και αισθάνθηκε ένα γλυκό χτύπημα, σαν του βαλς: ένα-δυο -τρία, ένα –δυο–τρία... Μετά του ήρθε μια αίσθηση, σα να έχει βρει κάτι πολύτιμο στη τη ζωή του, που το ήξερε από πάντα. Μετά, ένας φόβος γιατί δεν ήξερε ακόμα αν είναι για το καλό του, και μετά πάλι το κτύπημα της καρδιάς στο ρυθμό του βαλς, ένα-δυο- τρία…

Ο Βάνια απότομα άφησε την παρέα του και έτρεξε να πάρει το κορίτσι με το λουλουδένιο φόρεμα για τον επόμενο χορό.

Χόρευαν πολύ καλά, και ο Βάνια δεν βιαζόταν να ρωτήσει το όνομα της, ήθελε να απολαύσει τη στιγμή, το βαλς και το χτύπημα της καρδιάς του στο ρυθμό του βαλς...

Τον πρόλαβε το κορίτσι. «Πως σε λένε, δεν είσαι από δω;»

«Γιάννη, αλλά με φωνάζουν Βάνια. Ήρθα για μερικές ημέρες στον ξάδελφο μου το Χρίστο.»

«Αλλά είσαι ρωμαίος;»

«Α, ναι, τι άλλο!»

«Να μιλάμε ρωμαϊκά, αφού είσαι τεμέτερον!» - γέλασε η Βάλια. Τότε για πρώτη φορά ο Βάνια πρόσεξε τα γκρίζα της μάτια, που εξέπεμπαν ένα πολύ βαθύ και γλυκό φως... «Είναι όμορφη και είναι ελληνίδα!» σκέφτηκε, αλλά είναι και κοντή, θα ήθελα μια πιο ψήλη κοπέλα...».

Έπιασε τον εαυτό του πως έψαχνε κουσούρια για να μην κολλήσει στην ιδέα να τη γνωρίσει καλύτερα. Τη συνόδευσε στη θέση της, της χαμογέλασε , αλλά δεν τη ρώτησε τίποτα άλλο. Όταν επέστρεψε στην παρέα του, ρώτησε το Χρίστο, τι ξέρει για την Βαλεντίνα, με την οποία χόρευε... «Ας την, είναι ένα αγοροκόριτσο που κυκλοφορεί με ποδήλατο! Καταλαβαίνεις, αν αυτή καβαλάει ποδήλατο, δεν είναι καλό κορίτσι, «τα μετέρ κορίτσια δεν ανεβαίνουν στα ποδήλατα», Άσε που χορεύει με όλους, αλλά μπορεί και να μη είναι αγνή, έχει θάρρος και βγαίνει τα βράδια. Είναι μια κακομαθημένη, έχει τέσσερα μεγαλύτερα αδέλφια και της κάνουν τα χατίρια. Φτωχή οικογένεια, δεν είναι για σένα!»

Ο Χριστός είπε πολλά, τόσο πολλά που ο Βάνια άρχιζε να ανησυχεί, μήπως και αυτός κατά βάθος την ήθελε.



Κάποια στιγμή είδε τη Βάλια να φεύγει, έτρεξε να την προλάβει. Η Βάλια περπατούσε σπρώχνοντας το ποδήλατο της.

«Φεύγεις; Δεν θα μου αφήσεις τίποτα για ενθύμιο;» - τη ρώτησε με τσαμπουκά. Η Βάλια σταμάτησε, τον κοίταξε αυστηρά.

«Τι θέλεις να σου δώσω;»

«Κάτι!»

«Δεν έχω ούτε μαντιλάκι. Α, ναι πάρε την κλειδαριά από το ποδήλατο μου…»

«Και το κλειδί;»

« …Βρες το μόνος σου!».

Του έδωσε μια μικρή κλειδαριά, ανέβηκε στο ποδήλατο της και έγινε αέρας, εξαφανίστηκε μέσα στη νύχτα.

Δεν την είδε από τότε. Στο χορό που πήγαν με τον Χρίστο το επόμενο Σάββατό δεν ήταν εκεί, και την άλλη μέρα έφυγε στο σπίτι του, στην Ασακάροβκα. Μόλις κατέβηκε από το τρένο ένιωσε μια δυνατή «νοσταλγία» για την Βάλια. Πρώτη φορά αισθάνθηκε αυτό το γλυκό πόνο. Ήταν χειρότερος από τον πόνο που είχε όταν κόπηκε το δάχτυλο του στον τροχό, στο εργοστάσιο ξυλείας που δούλευε πριν δυο χρόνια. Ήταν ένας πόνος που δεν ήθελε να τον θεραπεύσει… ήθελε να τον ζήσει και να νιώθει πιο δυνατός.

Πέρασαν μερικοί μήνες, κι αυτός ακόμα εκεί... στη Βάλια. Για να διώξει τις σκέψεις του για τη αυτήν συνέχεια έβαζε στο μυαλό του τα λόγια του Χρίστου για «τη χαλασμένη ελληνοπούλα, που έχει θάρρος να κυκλοφορεί με ποδήλατο». Δε βοηθούσε ούτε αυτό, και η Βάλια έγινε έμμονη ιδέα.

Μια μέρα αποφάσισε να μετακομίσει, να πάει στην πόλη που έμενε η Βάλια. «Μάνα, φεύγουμε να μείνουμε στο Τζαμπούλ. Εδώ κάνει πολύ κρύο το χειμώνα και πολύ ζέστη το καλοκαίρι, ενώ εκεί όλα είναι πιο καλά. Έχει περιβόλια με μήλα , αχλάδια, βύσσινα που σου αρέσουν και δουλειές πολλές» Η Μαρία δεν αντιμίλησε, είχε εμπιστοσύνη στο γιο της. Πούλησαν το μικρό τους σπίτι, φόρτωσαν τα λίγα πράγματα τους και έφυγαν με το τρένο στα νότια.

Αναγκάστηκαν δύο εβδομάδες να μένουν στους συγγενείς τους. Πολύ γρήγορα, όμως, βρήκαν σπίτι ν’ αγοράσουν, ήταν μονοκατοικία στο κέντρο της πόλης. Μόλις μετακόμισαν, ο Βάνια ομολόγησε στη μάνα του το ενδιαφέρον του για τη Βάλια και της είπε να πάει από το σπίτι των Καραφουλιδέων να τη δει και να του πει τη γνώμη της, αν κάνει για νύφη.

Η Μαρία δεν άργησε. Με μια γνωστή της πήγε στο σπίτι της Βάλια, βρήκαν να πουν ένα μικρό ψεματάκι για να δικαιολογήσουν την παρουσία τους. Δηλαδή σα να πήγαιναν να δουν ένα σπίτι για αγορά και χάθηκαν στη περιοχή, βρέθηκαν κοντά τους και αποφάσισαν να κάνουν μια επίσκεψη για να ξεκουραστούν λίγο...» Πράγματι, η Άννα (η μητέρα της Βάλια) χάρηκε και τους δέχτηκε φιλόξενα, τους έκανε τσάι, πιάσαν κουβέντα για κοινούς γνωστούς. Η Άννα δεν υποψιάστηκε πως οι δυο γυναίκες ήρθαν με το σκοπό να εξετάσουν τη κόρη της ως υποψήφια νύφη για το γιο της Μαρίας..

«Τα παιδιά σου δουλεύουν;» - ρώτησε η Μαρία « Α, ναι, μόνο η Βάλια ακόμα πάει στο Σχολειό, φέτος τελειώνει το δεκατάξιο και μετά θα τη στείλω να μάθει λογιστική»

«Είναι σπίτι;» «Μέσα στο δωμάτιο της, διαβάζει». «Φώναξε την να τη ρωτήσω κάτι που θέλω, αφού ξέρει πολλά γράμματα».



«Να ξέρεις, Αντιγόνα, όταν η μάνα σου πρώτη φορά εμφανίστηκε μπροστά μου, την αγάπησα με όλη μου την ψυχή μου! Μόλις την είδα» - έλεγε χρόνια πολλα μετά η γιαγιά Μαρία την ιστορία της παντρειάς δυο παιδιών.

«Πρόσεξα, βέβαια, ότι ήταν πολύ αδύνατη και τα πόδια της λίγο στραβά, και ότι είναι κοντούλα για τον πατέρα σου, αλλά παρόλα αυτά, μπήκε στη ψυχή μου και αποφάσισα να την πάρουμε, ότι αυτή είναι για μας».



Το πρώτο που είπε η Μαρία στο γιο της, όταν επέστρεψε από την επίσκεψη: «Την παίρνουμε και γρήγορα να μη την πάρει κανείς άλλος!»

Η καρδιά του Βάνια τινάχτηκε στα ύψη. Χάρηκε πολύ, αλλά αμέσως πάλι του ήρθαν τα λόγια του Χρίστου και είπε «Ο Χρίστος μου είπε ότι έχει ποδήλατο, και σαν αγόρι κυκλοφορεί μ’ αυτό, πάει στο σχολείο ακόμη και διαβάζει, και είναι κακομαθημένη...»

«Δεν ξέρω τη λέει ο Χρίστος! Το σχολείο θα τελεύσει σε μερικές μήνες, και δουλειές του σπιτιού θα της μάθω εγώ .. και το ποδήλατο... αυτό είναι ένα πρόβλημα, δεν είναι σωστό για ένα καλό κορίτσι, αλλά ρώτα την, γιατί το κάνει και δεν πάει με τα πόδια όπως οι άλλες κοπέλες».

Ο Βάνια σιγουρεύτηκε ότι θα την πάρει, αλλά σα να αισθανόταν μια ανησυχία, σα να ντρεπόταν. «Τι θα πουν οι φίλοι μου, και ο Χρίστος; Παίρνεις ένα κορίτσι που δεν σέβεται τα ήθη των ρωμαίων και φέρεται προκλητικά γιατί κυκλοφορεί με το ποδήλατο».

Έτσι πέρασαν ακόμα μερικοί μήνες και τον Βάνια τον «περικύκλωσαν» με άλλες υποψήφιες νύφες. Σεμνές, όμορφες, κανονικού ύψους, καλές νοικοκυρές... Είχε να διαλέξει... αλλά δεν μπορούσε να ξεχάσει τη Βάλια. Και δεν την είχε συναντήσει από τότε ούτε μια φορά.

Κάποια στιγμή αποφάσισε να κάνει προξενιό σε μια Δέσποινα που τον ήθελε, έτσι του είπαν. Η Μαρία ετοιμάστηκε, ντύθηκε καλά, ντύθηκε και ο Βάνια, έβαλε άσπρο πουκάμισο, γυάλισε τις δερμάτινος του μπότες... Το σπίτι της Δέσποινας ήταν κοντά στη γειτονιά τους. Όταν πλησίασαν την καγκελόπορτα, ξαφνικά ο Βάνια αισθάνθηκε μια δυσφορία, του πόνεσε αφόρητα η κοιλιά του, κατάλαβε πως τον έπιασε κόψιμο, διάρροια. «Μάνα, φεύγω σπίτι, δεν είμαι καλά, πρέπει να πάω τουαλέτα!» - φώναξε και έτρεξε πίσω.

Η Μαρία δεν πρόλαβε να πάρει απόφαση αν θα μπει ή θα περιμένει τον γιο της, άνοιξε ξαφνικά η καγκελόπορτα και εμφανίστηκε η μάνα της Δέσποινας: «Ορίστε, περάστε!». Η Μαρία πέρασε μέσα, ήπιε τσάι , αλλά δε μίλησε για αρραβώνες και προξενιό, κάτι μέσα της της έλεγε να μη βιάζεται, γιατί με το κόψιμο του Βάνια μπορεί κάτι να αλλάξει... Δεν κάθισε πολύ και έφυγε πάλι με ενοχές, γιατί έβλεπε πως η Δέσποινα περίμενε με αγωνία την αναμενόμενη συζήτηση.

Το ίδιο βράδυ ο Βάνια πήρε απόφαση να μην ακούει τη γνώμη των φίλων του και να κάνει αυτό που λέει η καρδιά του. Πήγε στο χορό και κατά τύχη βρήκε εκεί τη Βάλια ξανά. Χόρεψαν βαλς. Αυτή τη φορά την κοίταξε στα μάτια και κατάλαβε ότι δεν μπορεί να ζήσει χωρίς να τα βλέπει κάθε μέρα, χωρίς να βλέπει το χαμόγελο της και το πρόσωπο της που δεν ήταν και τόσο όμορφο σαν της Δέσποινας, αλλά ήταν αυτό το πρόσωπο που ήθελε να βλέπει σε όλη του τη ζωή.

Σε ένα μήνα ο Βάνια και η Βάλια παντρεύτηκαν και το ποδήλατο το τοποθέτησαν στην αποθήκη. Αποφάσισαν ότι θα είναι για τα παιδιά που θα κάνουν. Αλλά η Βάλια απόσπασε την υπόσχεση του Βάνια, να πάρουν αυτοκίνητο και να έχει και αυτή δίπλωμα οδήγησης. Και πράγματι έμαθε οδήγηση και πήρε δίπλωμα, αλλά ποτέ δεν οδήγησε, το αυτοκίνητο το είχε συνέχεια ο Βάνια.

Έζησαν καλά, αλλά δύσκολα, γιατί ο πατέρας της ζήλευε πολύ τη μάνα της , – σα να μην μπορούσε να ξεχάσει την ιστορία με το ποδήλατο, μαλώνανε τακτικά, αλλά ήταν ερωτευμένοι... Η Μαρία πάντα υποστήριζε τη νύφη της, γιατί ήταν «χρυσό κορίτσι», - έλεγε.

Όταν μετά από πολλά χρόνια και δυο τους έφυγαν από τη ζωή, μαζί στην αιωνιότητα μετά από ένα φρικτό τροχαίο δυστύχημα προς την Αθήνα, στο Μαλλιακό, η Αντιγόνα θυμήθηκα το ποδήλατο της μάνας της, της Βάλια που έγινε μεγάλο εμπόδιο στον έρωτα του Βάνια, και το αυτοκίνητο που ήθελε να οδηγεί και δεν οδήγησε ποτέ...

Θεσσαλονίκη, Νοεμβρίους 2011







4 Νοε 2011

Ο Όμηρος και η Μαρία Κάλλας


Ο Όμηρος παντρεύτηκε πολλές φορές στη ζωή του. Για ακρίβεια, πέντε. Λάτρευε όλες τις γυναίκες του, αλλά σε όλη του ζωή είχε μια μοναδική αγαπημένη, τη Μαρία Κάλλας.

Την τελευταία του σύζυγο, τη Μαργαρίτα, την παντρεύτηκε 20 χρόνια πριν. Η Μαργαρίτα έμοιαζε πάρα πολύ τη Μαρία Κάλλας. Όταν η Αντιγόνα επισκέφτηκε τον Όμηρο στο ατελιέ του, για πρώτη φορά είδε πολλά πορτρέτα της Μαρίας Καλλας, αλλά πίστεψε πως ήταν η Μαργαρίτα, τόση ομοιότητα είχαν αυτές οι δυο γυναίκες. Ο Όμηρος της εξήγησε «δεν είναι η Μαργαρίτα, είναι η γυναίκα των ονείρων μου, η Κάλλας».

Η Μαργαρίτα ποτέ δεν θύμωνε με τον Όμηρο για την «εξωσυζυγική του αγάπη», και το γεγονός ότι έμοιαζε με την αγαπημένη «ερωμένη» του άνδρα της περισσότερο το διασκέδαζε. «Τουλάχιστον δεν κινδυνεύω να απατηθώ σωματικά … ο πλατωνικός έρωτας του φέρνει έμπνευση και υγεία... » - έλεγε.
Ο Όμηρος ήταν ζωγράφος αλλά πάντα ήθελε να γίνει τραγουδιστής όπερας. Το ταλέντο στη ζωγραφική το κληρονόμησε από τον πατέρα του - μεγάλο μάστορα λιθοτόμο, γνωστό σε όλη την Τιφλίδα. Ο πατέρας έστειλε τον Όμηρο στη Σχολή Καλών τεχνών στα δεκατέσσερα του. Αλλά ο αριστούχος της Σχολής Όμηρος δεν έπαψε να ονειρεύεται την όπερα, και μετά τη Σχολή πήγε να σπουδάσει στο Κρατικό Ωδείο. Στη σχολή «γνώρισε» και τη Μαρία Κόλλας και την ερωτεύτηκε παράφορα. Συνέχεια άκουγε της άριες της από δίσκους βινυλίου, είχε δυο-τρεις φωτογραφίες της από περιοδικά και εφημερίδες. Και το πρώτο της πορτρέτο το φιλοτέχνησε όταν ήταν φοιτητής στο ωδείο.

Πράγματι η φωνή του ήταν μια πολύ καλή φωνή. Ήταν τενόρος, αλλά οι γιατροί ανακάλυψαν ένα πρόβλημα στη μύτη του και οι καθηγητές του του είπαν ότι για να κυριαρχήσει στο τραγούδι εκτός να διαθέσει μια καλή φωνή, έπρεπε να γίνεται και σωστή χρήση της αναπνοής και το πρόβλημα του δεν θα τον αφήνει για πολύ καιρό να τραγουδά..

Για τον Όμηρο η διάγνωση αυτή ήταν από τις μεγαλύτερης στενοχώριες της ζωής του. Και κάπου βαθιά στη ψύχη, πάντα ήλπιζε πως στο χώρο της όπερας μια μέρα ίσως θα μπορούσε να συναντήσει τη Μαρία Κάλλας.

«Ήθελα να την κοιτάξω στα μάτια να της πω πως την αγαπάω. Και να φιλήσω το χέρι της. Τίποτα άλλο. Μόνο αυτό και μετά μπορούσα και να πεθάνω. Τόσο πολύ την ήθελα από μικρός!» - έλεγε.

Αναγκαστικά ο Όμηρος επέστεψε στη ζωγραφική, δεν είχε και άλλη επιλογή – εκεί ήταν το δεύτερο του ταλέντο.

Στο τεράστιο στούντιο της Τιφλίδας, που του παρέδωσε το κράτος, άρχιζε να ζωγραφίζει με μεγάλο πάθος τα πλακάτ του σοσιαλιστικού ρεαλισμού.

"Δεν μπορώ να παραπονεθώ, στη Σοβιετική Ένωση ζωγραφίζοντας τον Λένιν και τους άλλους ηγέτες είχα γνωρίσει και τη δόξα και το χρήμα ".

Έκανε και πλακάτ κατά της δικτατορίας στην Ελλάδα που δημοσιεύτηκαν σε πολλές εφημερίδες και περιοδικά της ΕΣΣΔ.

Εύρισκε μεγάλη ικανοποίηση όταν ζωγράφιζε την Ελλάδα, τη χώρα που δεν είχα πάει ποτέ του. Ζωγράφιζε τα τοπία της Ελλάδας, τόσο πιστά, σα να ήταν εκεί.

Μια φορά, τη δεκαετία του '80, είχε ζωγραφίσει τον Παρθενώνα, σ' ένα τεράστιο μουσαμά, τον οποίο και κουβάλησε μαζί με τους φίλους του σε κάποια ορεινή περιοχή, όπου γιόρταζαν κάθε χρόνο την 25η Μαρτίου. "Φωτογραφηθήκαμε με φόντο τον Παρθενώνα και ήταν σα να είμαστε στην Αθήνα",- έλεγε.

Η διάσημη υψίφωνος Μαρία Κάλλας ήταν πολύ μακριά από αυτόν τον κόσμο των καυκάσιων ποντίων και τη ζωή του Ομήρου. Και αυτός δούλευε σκληρά, παντρευόταν, χώριζε, ξανά παντρευόταν. Έκανε παιδιά, αλλά ποτέ δεν ξεχνούσε την «αγαπημένη» του.

Συνέχιζε να ζωγραφίζει το πρόσωπό της, έχοντας φιλοτεχνήσει έως δεκάδες πορτρέτα της "θεϊκής Ελληνίδας τραγουδίστριας".
Και μια μέρα το όνειρο του έγινε πραγματικότητα.

Του έτυχε η ευκαιρία και μίλησε στην Κάλλας, την κοίταξε στα μάτια και τη φίλησε το χέρι.

‘Όλα έγιναν στη Μόσχα την εποχή του '70, όταν η Κάλλας είχε έρθει στο Διεθνές Φεστιβάλ- Διαγωνισμό του Τσαϊκόφσκι ως μέλος της επιτροπής.
Μαζί της ήταν και η Κατερίνα Φούρτσεβα, η «Λαίδη του Κρεμλίνου», η τότε υπουργός πολιτισμού της Σοβιετικής Ένωσης.
"Την είδα με την Φούρτσεβα στο Μέγαρο Μουσικής. Την πλησίασα με ένα θάρρος που δεν περίμενα από τον εαυτό μου, και της συστήθηκα στα ποντιακά. Είπα το όνομα μου. Δεν κατάλαβε αρχικά τι της λέω, μετά με ρώτησε: «Όμηρος;» Άρχισε να με ρωτάει ξανά και ξανά το όνομα μου, σαν ήθελε να συνειδητοποιήσει πως έχει μπροστά της έναν ‘Έλληνα σαν αυτήν, και είπε, 'χαίρομαι πάρα πολύ!'

«Και μου έδωσε το χέρι της. Εγώ υποκλίθηκα και το φίλησα. Και την κοιτούσα στα μάτια όλη την ώρα και της έλεγα από μέσα μου «Μαρία, σ’ αγαπώ!». Η Κάλλας, πιστεύω, αισθάνθηκε ότι εγώ δεν είμαι ένας απλός θαυμαστής, αλλά έχω και αισθήματα γι’ αυτήν, αλλά δεν πρόλαβε να μού πει τίποτα, γιατί η Φούρτσεβα την άρπαξε από το χέρι και την τράβηξε από μένα, λέγοντας, 'ποιος είστε; δεν έχουμε χρόνο!'.

«Αυτή η Φούρτσεβα ήταν μεγάλη στρίγγλα, και πολύ εγωίστρια – όλους τους άνδρες τους ήθελε μόνο γι’ αυτήν και δε με συγχώρησε που δεν της έδωσα καμιά σημασία. Γι’ αυτό δε με άφησε να μιλήσω με την αγαπημένη μου...

«Η Μαρία δεν αντέδρασε στην «οικοδέσποινα της ΕΣΣΔ», και δεν καθυστέρησε παραπάνω, αλλά γύρισε τελευταία φορά και με κοίταξε, σα να έλεγε ... «δεν πειράζει, άλλη φορά θα έχουμε περισσότερο χρόνο και να τα πούμε καλύτερα!»
«Εγώ, - ξέρεις, ήμουν πολύ ωραίας άνδρας, καυκάσιος πόντιος, και είχα χρήματα πολλά, γιατί ως ζωγράφος ήμουν αναγνωρισμένος επίσημα και στη Γεωργία και σε ολόκληρη τη Σοβιετική Ένωση. Είμαι σίγουρος πως και η Μαρία με πρόσεξε, το είδα στα μάτια της».

Σύντομα μετά από αυτήν την συνάντηση ήρθε στη ζωή του η Μαργαρίτα. Η πέμπτη σύζυγος του Όμηρου. Την ερωτεύτηκε παράφορα, γιατί έμοιαζε πολύ στην Κάλλας.

Στο μικρό στούντιο του στην Περαία Θεσσαλονίκης παντού κρέμονται πίνακες με τη λατρεμένη απ όλο τον κόσμο υψίφωνο, την Μαρία Κάλλας.

«Μοιάζουν πάρα πολύ και οι δυο τους. Αρχικά πίστεψα πως ήταν τα πορτρέτα της Μαργαρίτας», - είπε η Αντιγόνα.

«Τι λες; Δεν είμαι τόσο όμορφη σαν τη Μαρία!» - είπε η Μαργαρίτα χαμογελώντας. Ο Όμηρος σηκώθηκε από την καρέκλα του με δυσκολία – είχε τα πόδια του άρρωστα, την αγκάλιασε, την κοίταξε στα μάτια, της φίλησε το χέρι.
«Μοιάζουν.. Έτσι κι αλλιώς, δεν θα μπορούσε να γίνει και διαφορετικά – την αγαπώ πολύ!» – και δεν διευκρίνισε πια απ’ αυτές... σα να ήταν κατανοητό.

Η Μαρία  Καλλάς - το έργο του Ομήρου  
Σοφία Προκοίδου
από το βιβλίο "Μια βαλίτσα μαύρο χαβιάρι"(2005-2011)

Οι γάτες της Zήνας

  Η Ζήνα και οι γάτες της - Εκτός που τον βρήκα αγκαλιά με την οικιακή μας βοηθό, αργότερα μαθαίνω, ότι έχει σχέση εδώ και πέντε μήνες ...