15 Φεβ 2012

Μια βαλίτσα μαύρο χαβιάρι



‘Ήταν Ιούνιος, η θερμοκρασία πάνω από σαράντα βαθμούς.  Απεργούσαν  οι εργάτες της υπηρεσίας καθαριότητας του Δήμου, και η πόλη  έμοιαζε σα να ήταν σκηνικό   από σουρεαλιστική ταινία  του Αντρέι Ταρκόφσκι.  Ο ζεστός αέρας πετούσε πλαστικές σακούλες  που έμοιαζαν σαν τα σκισμένα πανιά στο κατεστραμμένο σκάφος των πειρατών. Η Αντιγόνα δεν περίμενε ότι η Αθήνα θα ήταν  μια  πόλη φυλακισμένη μέσα σε κτίρια από μπετόν. Μια πόλη σφικτά τυλιγμένη  με  ασφαλτόδρομους και σκουπίδια, πολλά σκουπίδια. Ήταν και αυτά ένα μέρος της καθημερινότητας που ήθελαν το χώρο τους... Στη διαδρομή από το Ελληνικό αεροδρόμιο μέχρι τον Πειραιά δεν είδε καμιά ιωνική ή δωρική κολόνα που να της θύμιζαν  την Αρχαία Ελλάδα, ενώ η Ακρόπολη ήταν μακριά, όπως της εξήγησε ο θείος Παύλος. 

Όταν έφτασαν στο σπίτι του θείου και άρχισε η Αντιγόνα  να βγάζει  τα δώρα της, τότε κατάλαβε πως της λείπει μια πολύτιμη βαλίτσα γεμάτη κουτιά με  μαύρο χαβιάρι…

«Αμάν  τι θα κάνουμε τώρα, τι είχες μέσα; - ρώτησε αναστατωμένος  ο θειος, που έμαθε για τη χαμένη βαλίτσα. Όταν άκουσε για το μαύρο χαβιάρι δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί η ανιψιά του  πήρε μαζί της στην Ελλάδα κάτι τέτοιο. «Το χαβιάρι είναι ακριβό, ξέρω, και τι θα το κάνεις εδώ;»  «Ήθελα να το πουλήσω, για να έχω περισσότερα δραχμές. Πληρώσαμε πολλά ρούβλια για τα εικοσιπέντε μισόκιλα βάζα»-  του είπε. Ο Παύλος τηλεφώνησε αμέσως στο Αεροδρόμιο, και έμαθε πως η βαλίτσα είχε μείνει στη Πράγα μέσω της οποίας η Αντιγόνα είχε έρθει από τη Ρωσία στην Αθήνα. 

H Αντιγόνα πήρε την απόφαση να φύγει στην Ελλάδα μετά  την Πρωτοχρονιά του 1991. Πριν  στις 26 Δεκεμβρίου  είδε για τελευταία φορά τον τελευταίο Πρόεδρο της χώρας, το Μιχαήλ Γκορμπατσέβ, να ανακοινώνει τη διάλυση της Σοβιετικής ‘Ένωσης.  Στις οθόνες των τηλεοράσεων εμφανίστηκε ο  Γκορμπατσέβ και απευθύνθηκε στον λαό του.  Νωρίτερα η σύνοδος των Πρόεδρων των 15 Δημοκρατιών της ΕΣΣΔ στο Μπελοβέζσκ της Λευκορωσίας, μετά από ένα μεγάλο φαγοπότι,  ξέγραψε από τον παγκόσμιο γεωγραφικό χάρτη  τη μεγαλύτερη χώρα του κόσμου.
Ο Μιχαήλ ήταν  σύντομος, όπως πάντα. «Η Σοβιετική Ένωση απεβίωσε», -ανακοίνωσε, απευθυνόμενος στα εκατομμύρια  πολιτών της χώρας του, που  ήταν κυριολεκτικά καρφωμένοι στις οθόνες των  τηλεοράσεων τους. Η Αντιγόνα έμεινε άφωνη. Το διαζύγιο αυτό ήταν αστραπιαίο, χωρίς υστερίες και κλάματα.
Σε μια στιγμή, δια μαγείας,  με μια μόνο υπογραφή των 15 ηγετών που  αποφάσισαν να ζήσουν ξεχωριστά και ανεξάρτητα, η Αντιγόνα μετοίκισε από τη μεγαλειώδη Σοβιετική Ένωση σε ένα πολύ  μικρότερο και πιο αδύνατο κράτος  με το όνομα Ρωσική Ομοσπονδία.

«Τα χρήματα πρέπει να τα μετατρέπετε σε εμπόρευμα. Λινά τραπεζομάντιλα, ηλεκτρικές συσκευές, σουβενίρ, να πάρετε ότι μπορείτε για να τα πουλήσετε στην Ελλάδα». Αυτές ήταν οι συμβουλές στην Αντιγόνα κάποιων ανθρώπων  που ήδη είχαν φύγει στην Ελλάδα και γύρισαν να αγοράσουν καινούριο εμπόρευμα για να πουλάνε  στις υπαίθριες λαϊκές αγορές.

Το πιο κουραστικό και αγχωτικό στη ζωή της ήταν  να φτιάχνει βαλίτσες. Ποτέ δεν ήξερε ακριβώς τί πρέπει να πάρει μαζί της.

Να είναι καλά η μάνα της, που ήξερε. Η ίδια δεν μπορούσε να συγκεντρωθεί με τίποτα. Περιφερόταν άσκοπα μέσα  στο σπίτι από το ένα δωμάτιο στο άλλο…

Ήρθε η γειτόνισσα, η αρμένισσα Σουζάνα,  με βιντεοκάμερα. «Να σας βγάλω βίντεο πριν φύγετε, είπε ,  και πάτησε  το κουμπί. «Μην το κάνεις, είμαι τώρα αγχωμένη και άβαφη...» - αντέδρασε νευρικά η Αντιγόνα.

«Άσε μας, εσείς φεύγετε τόσο μακριά, ίσως και να μη συναντηθούμε ποτέ, να έχουμε το βίντεο να σας θυμόμαστε. Κι εγώ θα φύγω Αμερική, περιμένω την πρόσκληση από το θείο μου. Μην ποζάρεις, κάνε τη δουλειά σου και εγώ θα τραβώ!»

«Καλά - είπε από μέσα της η Αντιγόνα και συνέχιζε να μπαινοβγαίνει από δωμάτιο σε δωμάτιο. «Με ζάλισες! – φώναξε η μάνα της. Κάτσε κάτω, πάτα τη βαλίτσα να μπουν  περισσότερο πράγματα».

«Γιατί να κουβαλάω τόσα πράγματα, δεν θέλω, φεύγουμε σε μια καπιταλιστική χώρα που έχει τα πάντα, εκεί θα αγοράσουμε καινούργια» - έλεγε η Αντιγόνα. Ακόμα δεν ήξερε ότι σε μερικούς μήνες θα αναζητούσε μια μάλλινη πλεκτή ζακέτα που δεν την είχε πάρει μαζί της,  τη δώρισε σε μια φίλη της, και πολλά άλλα καλά και ζεστά  ρούχα  που στην Ελλάδα στοίχιζαν ακριβά, γιατί το καλό στοιχίζει, αλλά τα φτηνά ήταν φτηνιάρικα και δεν τα ήθελε.

Η Αντιγόνα  αγχωνόταν για τις βαλίτσες,  αλλά στην πραγματικότητα ήξερε ότι δεν ήταν οι βαλίτσες. Ήταν η φοβισμένη  της ψυχή που είχε κρυφτεί  κάπου στο σώμα της – στο συκώτι – την αισθανόταν σα μαχαίρι καρφωμένο και βαθειά μέσα γυρισμένο. Μια στη κοιλιά,   μια στα γόνατα, που λύγιζαν τα πόδια σα να ήταν ανάπηρη. Και όλα αυτά για ένα ταξίδι χωρίς επιστροφή. «Τώρα πια δεν κάνουμε πίσω, πουλήσαμε  το σπίτι μας κοντά στην κεντρική πλαζ, παραιτήθηκα από τη δουλειά μου» - έλεγε στους φίλους που ρωτούσαν αν πήρε αληθινά απόφαση για τη φυγή της από τη χώρα, ή μήπως κάνει πλάκα…

«Τώρα φεύγεις; Στην κορύφωση της καριέρας σου!» - ο διευθυντής προσπαθούσε πολύ να την κρατήσει. Και μετά ζητούσε συγγνώμη και έλεγε ότι στο «εξωτερικό οι άνθρωποι αλλάζουν τακτικά τα επαγγέλματα τους και τους τόπους διαμονής, κάνει καλό για την ανάπτυξη της προσωπικότητας του καθενός»... Στο τέλος, σε ένα μικρό πάρτι   με συναδέλφους ο διευθυντής μίλησε με το καλύτερα λόγια για την  Αντιγόνα, ενώ χαριτολογώντας ξεκίνησε την πρόποσή του με την περιγραφή της ζωής της στην Ελλάδα».

«Λοιπόν, δίπλα  σε ένα μεγάλο σπίτι, βίλλα κοντά στη θάλασσα, μέσα στον κήπο κάθεται η δική μας Αντιγόνα  σε μια μεγάλη  πολυθρόνα. Διαβάζει ένα βιβλίο,  και κάποιες στιγμές ρίχνει και ένα βλέμμα λίγο πιο μακριά, εκεί που φαίνεται ένας εργάτης κηπουρός … «Αριστοτέλη – φωνάζει- μα δε βλέπεις ότι το γκαζόν από δεξιά δεν το κούρεψες  καλά! Και ο Αριστοτέλης της λέει,  «κατάλαβα, κυρία Αντιγόνα, θα έρθω τώρα και θα το διορθώσω…»
Όλοι γέλασαν, χειροκρότησαν το διευθυντή, να που είχε και φαντασία –και η Αντιγόνα  χαμογέλασε … της άρεσε «το ελληνικό μέλλον της», με εξαίρεση, βέβαια, την εκμετάλλευση του εργάτη του Αριστοτέλη και αυτό το «κυρία»! … «Ποια κυρία; Δε μου ταιριάζει!» – σκέφτηκε.   Όλα τα άλλα για την ζωή της στην Ελλάδα της  άρεσαν απόλυτα. «Μακάρι, να είναι όλα έτσι,  - ενώ κάτι μέσα της της έλεγε ότι δεν θα είναι όλα τόσο ρόδινα και χαρούμενα, όπως τα φαντάστηκε  ο διευθυντής Νικολάι Αλεξάντροβιτς.
Πάντως, οι προβλέψεις του διευθυντή  για τον Αριστοτέλη αποδείχθηκαν  λίγο αληθινές.  Μετά από κάποια χρόνια η Αντιγόνα κάλεσε δυο συμπατριώτες τις να βάψουν το αγορασμένο με δάνειο  διαμέρισμα  της και ένας  απ’ αυτούς λεγόταν  Αριστοτέλης.  Η Αντιγόνα αμέσως θυμήθηκε το γέλιο που ρίξανε οι συνάδελφοι της στην βραδιά του αποχωρισμού,   χαμογέλασε με νόημα, σα να ήταν παλιός γνωστός της, και  ο Αριστοτέλης πίστεψε πως η Αντιγόνα ενδιαφέρθηκε  γι αυτόν και  της πρότεινε να βγουν για καφέ... 


===

Χτύπησε το κουδούνι, κανένας δεν άκουσε, όλοι ήταν απασχολημένοι με τις βαλίτσες. Το κουδούνι συνέχιζε να κτυπάει και η Σουζάνα έτρεξε και άνοιξε την πόρτα. 

Ήταν ο πατέρας. Όλοι  περίμεναν τις γκρίνιες του περί αδιαφορίας για το κουδούνι του σπιτιού που δεν το ακούει κανείς ποτέ…  αλλά ο Βάνια δεν είπε τίποτα. Μπήκε με ένα μεγάλο χάρτινο κουτί αγκαλιά.


«Βάλια, Αντιγόνα,  βρήκα καλό χαβιάρι – πολλά κιλά, 22 μισόκιλα κονσερβοκούτια «μπελούγκα». Ακριβό, περίπου 20 δολάρια το σκεύος, αλλά καλό, πολύ καλό!
Ο Βάνια χαιρόταν που είχε βρει  ένα καλό εμπορικό προϊόν που θα μπορούσε εύκολα να πουληθεί στην Ελλάδα για να έχει  η Αντιγόνα ελληνικά χρήματα  και  να ζήσει μέχρι να βρει δουλειά.  

Έψαξαν μια μεγάλη βαλίτσα να τοποθετήσουν τα 22 κονσερβοκούτια  και δεν βρήκαν, αποφάσισαν να αδειάσουν μια βαλίτσα με λινά τραπεζομάντιλα και διάφορα τραπεζομάντιλα και να βάλουν το χαβιάρι σ’ αυτήν.


Ποιος να ήξερε πως στην Ελλάδα τα λινά τραπεζομάντιλα  ήταν πολύ πιο καλό εμπόρευμα, ενώ το χαβιάρι ήταν ένα προϊόν αδιάφορο για τους περισσότερους  Έλληνες...

Η Αντιγόνα λάτρευε  το χαβιάρι, αλλά το έτρωγε μόνον όταν το έβρισκε σερβιρισμένο στα γιορτινά τραπέζια. Με το χαβιάρι είχε μια σχέση περίεργη. Όταν ήταν μικρή το χαβιάρι η γιαγιά το αγόραζε χύμα στο γειτονικό παντοπωλείο. Ήταν μέσα στα βαρέλια, ένα με το μαύρο και ένα για το μπρικ, το κόκκινο… Αλλά αυτό ήταν την εποχή του ’70. … Θέλεις «μπελούγκα», θέλεις «σεβρούγκα», θέλεις «μπρικ»… Μετά, το χαβιάρι έγινε ένα πολύτιμο έδεσμα, ανάρπαστο.   


Η γιαγιά το αγόραζε τα χρόνια εκείνα για μεζέδες με βότκα για τις παρέες του γιου της – του Βάνια. Η ίδια δεν το αναγνώριζε ούτε σα  μεζέ,  προτιμούσε τα παστωμένα χαψία, δηλαδή το γαύρο.  
Στο κονσερβοκούτια που πήρε στην Ελλάδα η Αντιγόνα ήταν ζωγραφισμένο  ένα  ψάρι, ήταν ο βασιλιάς των ψαριών, η Μπελούγκα ,  και έγραφε πάνω «Caviar».

«Και πως θα περάσω από τα σύνορα με μια βαλίτσα μαύρο χαβιάρι;» - ρώτησε η Αντιγόνα, γιατί ήξερε πολύ καλά ότι  απαγορευόταν η λαθραία εξαγωγή συναλλάγματος, του χρυσού και του μαύρου χαβιαριού. 

 «Έχω τους ανθρώπους μου στο αεροδρόμιο, - είπε ο πατέρας της. Θα μεταφέρουν εκτός τελωνιακού έλεγχου τη βαλίτσα, απευθείας στο αεροπλάνο».

Tο μαύρο χαβιάρι έφυγε από το αεροδρόμιο του Σότσι παράνομα. Στο αεροδρόμιο γινόταν χαμός , ήταν αρχές του καλοκαιριού, αρχές της τουριστικής περιόδου και την πόλη  επισκεπτόταν κάθε σεζόν  πάνω από ένα εκατομμύριο τουρίστες και παραθεριστές.  Αντιθέτως, στο κτίριο των διεθνών πτήσεων η ατμόσφαιρα ήταν  παραδεισένια. Εδώ όλα κυλούσαν ομαλά, κανένας δε βιαζόταν, δε φώναζε, δεν αργούσε πουθενά. Εδώ ήταν ουδέτερη ζώνη μεταξύ Ανατολής και Δύσης,  οι ξένοι τουρίστες  λίγοι και καλοί. Το νεοκλασικό κτίριο του διεθνούς τμήματος ξεχώριζε από τα άλλα κτίσματα του αεροδρομίου εσωτερικών πτήσεων. Αυτός ο χώρος είχε απορροφήσει τις μυρωδιές της καλής δυτικής ζωής, εδώ ήταν και τα ειδικά μαγαζιά για ξένους τουρίστες με συνάλλαγμα. Εδώ πουλούσαν γαλλικά αρώματα και καλλυντικά, διάφορα ξένα τσιγάρα και ποτά. Στο  μπαρ οι ξένοι τουρίστες πάντα χαμογελαστοί, και ευδιάθετοι, έλαμπαν και μύριζαν ωραία. Και τα πούρα που κάπνιζαν, και ο καφές που έπιναν, όλα είχαν  μυρωδιές από την άλλη ζωή, την καλή και πλούσια ζωή, για την οποία  προοριζόταν και η Αντιγόνα.

Η Αντιγόνα ήξερε ότι δεν περνάει μόνο τα σύνορα της χώρας της, αλλά περνάει και τα σύνορα των αισθήσεων. Θυμήθηκε πως όταν το 1974, είχε έρθει στο Σότσι ο θείος Νίκος από τη Θεσσαλονίκη, τον δέχτηκαν στο ίδιο κτίριο του αεροδρομίου. Οι υπάλληλοι ζήτησαν από τον πατέρα της να τους κεράσει ξένα τσιγάρα «Μάλμπορο». Ο θείος Νίκος δεν κάπνιζε και δεν είχε τσιγάρα πάνω του, αγόρασε με τα δολάρια του από το αφορολόγητο μαγαζί μια κούτα.

Και όταν όλοι οι άνδρες της  παρέας πήραν από ένα πακέτο «Μάλμπορο», τα πρόσωπα τους εξέφρασαν μια απόλαυση,  σαν με τον καπνό του «Μάλμπορο»  να μεταφέρθηκαν στους δρόμους της Νέας Υόρκης,  όπου η ζωή ήταν ωραία...

Ο θείος Νίκος και η γυναίκα του η Άννα ήταν ακριβοί μουσαφίρηδες από την Ελλάδα. Πολλοί φίλοι του πατέρα της Αντιγόνα ήθελαν να βρεθούν κοντά τους, να μιλήσουν  μαζί τους , να τους μυρίσουν, γιατί ήταν άνθρωποι διαφορετικοί, ήταν  ελεύθεροι άνθρωποι, από τον ελεύθερο κόσμο.

«Γιατί νομίζαμε ότι ζούμε σα φτωχοί, αφού δεν ήμασταν φτωχοί! Οι φτωχοί ζουν εδώ, στην Ελλάδα» - αναρωτιόταν ο Χάρης, ο αδελφός της, όταν είδε πως  ο  θείος Νίκος  ζούσε στη Θεσσαλονίκη  πολύ σεμνά,  ακόμα και η τηλεόραση του ήταν πολύ πιο παλιά από αυτήν που έφερε η Αντιγόνα μαζί της από την Ρωσία. 

Ο Χάρης πίστευε ότι στην Ελλάδα όλα είναι τέλεια και ο κόσμος είναι πολύ ανεβασμένος και κομψός. «Νόμιζα ότι οι Έλληνες είναι ξεχωριστοί άνθρωποι, και εμείς μπροστά τους απλοί χωριάτες…» - έλεγε.    

Και η Αντιγόνα είχε καταλάβει αμέσως και έλεγε στον εαυτό της «Στην ουσία  εμείς, οι σοβιετικοί, όλα τα μπερδέψαμε. Ενώ διψούσαμε για την ελευθερία και την αλήθεια, νομίζαμε ότι διψάμε για την κόκα - κόλα, πεινάμε για το χάμπουργκερ. Λατρεύαμε τη Δύση  γιατί θεωρούσαμε ότι εκεί ζουν  ελεύθεροι άνθρωποι που είναι  και πιο όμορφοι και αυτοτελείς...

«Είδα το αληθινό πρόσωπο του καπιταλισμού. Δεν είναι και άσχημο, συμπαθητικό, ίσως. Εδώ έχεις τα πάντα. Αλλά για να αποκτήσεις  χρήμα χρειάζεται  δουλειά σκληρή χωρίς διαλείμματα».  Χρήματα, χρήματα. Στην παλιά της ζωή η Αντιγόνα και οι φίλοι της δε μιλούσαν για τα χρήματα, ήταν ταμπού, κάτι που δεν πρέπει να απασχολεί τον πολιτισμένο άνθρωπο. Η Αντιγόνα ήξερε ότι τα χρήματα ήταν αρκετά για να ζήσεις όταν δεν προσπαθείς  να ξεπεράσεις τα όρια του αληθινού κόσμου. Ο αληθινός κόσμος δεν έχει σχέση με τα υλιστικά πράγματα. Στο σπίτι τους  η γιαγιά  με ένα κομμάτι ψωμί με βούτυρο ή με σπιτική μαρμελάδα και ένα φλιτζάνι μαύρο τσάι έστρωνε τραπέζι, όταν δεν είχε έτοιμο φαγητό. 


«Μπούρδες! Όλοι κάνουν ότι δεν ζουν με την έννοια του χρήματος, ενώ το μόνο που θέλουν είναι να αποκτήσουν  χρήματα και εξουσία. Είναι πολύ κακό να κρύβεις τις πραγματικές σου πεποιθήσεις . Πες την αλήθεια, ότι και εσύ θέλεις τώρα μια γόβα ιταλική, ένα άρωμα γαλλικό του «Christian Dior», ένα παντελόνι «Versace», θέλεις να πας στο Παρίσι και να περπατάς στους δρόμους του μέχρι το πρωί και να μην έχεις το σύντροφο  Ιβανόβ να σε περιμένει στο ξενοδοχείο και να σε ρωτάει πού ήσουν και γιατί απομακρύνθηκες από το γκρουπ! Πες ότι θέλεις να βγάλεις φτερά και να πετάξεις έξω, μακριά από τους ηλίθιους και πανάθλιους που σε διατάζουν τι και πότε πρέπει να σκέφτεσαι!» - φώναζε κάποτε ο φίλος της Αντιγόνα, ο Ίγκορ, προσπαθώντας να τους πείσει όλους ότι είναι λάθος που μιλάνε υποτιμητικά για το χρήμα.

Η Αντιγόνα δεν τολμούσε να κοιτάξει  μέσα της βαθιά, τι είναι τελικά, ιδεαλίστρια ή υλίστρια; Στην Ελλάδα κατάλαβε ότι δεν ήταν και τόσο εκτός πραγματικότητας, κατάφερνε πάντα να έχει χρήματα, δεν στερήθηκε ποτέ τίποτα.  Δούλευε συνέχεια και όταν έχανε μια δουλειά πάντα έβρισκε κάτι άλλο. Τα μόνα χρήματα που αγάπησε στη ζωή της ήταν οι δραχμές, ίσως γιατί τις κέρδισε  με τον ιδρώτα της. Τα ρούβλια τα θεωρούσε πάντα τόσα ασήμαντα, αυτά ποτέ δεν ήταν αρκετά. Τα δολάρια, που τα λάτρευαν σε όλο τον κόσμο, στη Ρωσία της φαινόταν ξένα και άψυχα χρήματα, ποτέ δεν θυμόταν την αναλογία του δολαρίου με το ρούβλι. Τα ευρώ που ήρθαν αργότερα στην ζωή της όπως και στη ζωή εκατομμυρίων ευρωπαίων, της  φαινόταν λίγα, σαν τα ρούβλια.

Το ελληνικό νόμισμα – η δραχμή- συνδεόταν με την προσπάθεια της  να κτίσει μόνη της από την αρχή μια άλλη ζωή. Γι αυτό είχε αγαπήσει  τη δραχμή.

===

Τη βαλίτσα με το χαβιάρι τη βρήκαν. Ήρθε από την Πράγα με τα «απώλεσθέντα» .
 Στην Αθήνα, στην ταβέρνα που δούλευε ο θείος Παύλος τα  Σαββατοκύριακα, δε σέρβιραν χαβιάρι. «Όλα καλά, απλά δεν ξέρω πού να το πουλήσεις» - είπε ο θείος.

«Είναι μπελούγκα, το καλύτερο χαβιάρι. Στο Παρίσι κοστίζει το κιλό τριακόσια περίπου δολάρια και στην Ιαπωνία πεντακόσια»…
«Τι λες- και ποιος το τρώει; εγώ και τζάμπα δεν το θέλω!»

Πράγματι, το ένα κουτί  χαβιάρι που η Αντιγόνα άφησε στο σπίτι τους δεν φαγώθηκε. Δοκίμασαν, βέβαια, και η γεύση του χαβιαριού δεν τους θύμιζε τίποτα, ούτε μύριζε θάλασσα, ούτε καλή ζωή, απολύτως τίποτα.  Το έβαλαν στην κατάψυξη, στο ψυγείο. Εκεί  το «σκότωσαν», χάλασε, το πέταξαν, ενώ το μπλε στρογγυλό κουτί με το ζωγραφισμένο ψάρι το κράτησαν για βελόνες και κλωστές. 
Το υπόλοιπο δεν πωλήθηκε, κανένας δεν ενδιαφερόταν  να αγοράσει  με 15 χιλιάδες δραχμές μισό κιλό.

Δεν είχαν πια άλλη  επιλογή, παρά μόνο να το φάνε. Το πρωινό με καφέ με ένα ψωμάκι με βούτυρο και μια κουταλιά της σούπας χαβιάρι πάνω στο βούτυρο έγινε  καθημερινή απόλαυση της Αντιγόνας μέσα στην μιζέρια των πρώτων εβδομάδων της ζωής της στην Ελλάδα. «Έπρεπε να πάμε στην Ελλάδα για να σκάσουμε από το χαβιάρι» – γελούσε η αδελφή της , η Άννα, όταν σέρβιρε το πρωινό. Έμεναν προσωρινά σε ένα παλιό, πολλά χρόνια εγκαταλειμμένο σπίτι των συγγενών σε ένα χωριό κοντά στην πόλη,  μέχρι να βρουν δουλειά. 

Το πλούσιο σε πρωτεΐνες πρωινό ήταν ότι έπρεπε μέσα στο άγχος για το αύριο. «Χρήματα δεν έχουμε, ελληνικά δεν ξέρουμε και δουλειά δεν βρίσκομε, αλλά μια βαλίτσα χαβιάρι θα μας κάνει ευτυχισμένους» - ειρωνευόταν η Αντιγόνα, που λάτρευε τα μαύρα αυτά μπαλάκια κολλημένα το ένα στο άλλο.

Μια φορά ο γείτονας ο Λευτέρης  ήρθε το πρωί και έφερε λίγες τομάτες από το χωράφι του. Γλυκός άνθρωπος ο Λευτέρης, όλο κάτι τους έφερνε, τους λυπόταν: «Εγώ ήμουν μικρός, δεν θυμάμαι , αλλά η μητέρα μου μας έλεγε πως όταν ήρθαμε στην Ελλάδα από τον Πόντο το ’22, οι ντόπιοι ούτε νερό δεν μας δίνανε. Δεν πειράζει, όλα θα στρώσουν, όλα θα πάνε  καλά!» - παρηγορούσε τις αδελφές. Η Αντιγόνα του πρότεινε καφέ . Ο Λευτέρης αναρωτήθηκε «τι τρώτε, μαύρη μαρμελάδα;» . Όχι, είναι  μαύρο χαβιάρι,  να σου βάλω; - τον ρώτησε. Ο Λεύτερης αρνήθηκε να φάει, μόνο καφέ έπινε  τα πρωινά, αλλά πάλι αναρωτήθηκε: «Που το αγοράσατε, δεν είναι πολύ ακριβό;»
- Είναι πολύ ακριβό, γι αυτό το φέραμε από την Ρωσία – είπε η Αντιγόνα.

-Η Ελλάδα είναι πολύ πλούσια χώρα, εδώ κανένας δεν πεινάει.

- Είναι πλούσια χώρα, αλλά το χαβιάρι θα το φάμε, δυστυχώς, εμείς οι φτωχοί. Δεν το αγοράζει κανένας - του εξήγησε όσο μπορούσε στα  ποντιακά η Αντιγόνα.

Την άλλη μέρα, όλο το χωριό σχολίαζε τους «καλομαθημένους   ρωσοπόντιους που φέρανε πολλά πράματα στην Ελλάδα, ακόμα και  μαύρο χαβιάρι για να το έχουν στα πρωινά τους!» 

Αυτό το χωριό, τελικά, έγινε η «ιδιαίτερη» ελληνική πατρίδα της Αντιγόνας. Έτσι αισθανόταν. Και την πατρίδα πάντα την αγαπάς γιατί απλά υπάρχει…Πέρασαν από τότε πολλά χρόνια, αλλά ήταν τόσο «συμπυκνωμένα»,  τόσο γεμάτα αλλά τόσο γρήγορα που της φαινόταν σα να  πέρασαν μήνες…

===
- Τι γίνεται στη χώρα σας - μας δείχνουν φωτιές και αναρχικούς. Μια φωνή από το παρελθόν. Ήταν ένας φίλος από την  Μόσχα , ιερέας και συγγραφέας . Μας δείχνουν  βαρβαρότητες και εγώ ανησυχώ , ξέρεις πόσο αγαπώ την Ελλάδα.
- Δεν είναι μόνο αναρχικοί,  είναι και πολλοί άγγελοι μαζί τους, απαντούσε   η Αντιγόνα και προσπαθούσε  να εξηγήσει στον παλιό της φίλο τα γεγονότα που συνέβαιναν  στην Ελλάδα στο κατώφλι του 2009…

Η Αθήνα καιγόταν από φωτιές και η Αντιγόνα αισθανόταν υπερήφανη.

Αισθανόταν δικαιωμένη. Γιατί όλο και περισσότερα είχε αρχίσει να προβληματίζεται για το πώς είχε στρώσει η ζωή στην Ελλάδα. Με καλοπέραση και φραπέδες και με καθόλου ενοχές για τα πουλημένα ιδανικά. Βασικά δεν της άρεσε  ο εαυτός της – είχε γίνει σαν τους άλλους και τα χρήματα τα σκεπτόταν όλο και περισσότερο από τα άλλα, τα «πνευματικά».

Και τώρα αισθάνθηκε μια λύτρωση μαζί με άλλους Έλληνες, και κατάλαβε ότι  η συνείδηση στους ανθρώπους σ’ αυτήν την χώρα δεν είχε  χαθεί, απλά είχε κρυφτεί για μερικά χρόνια.
- Από την Ελλάδα ξεκινά η πανευρωπαϊκή επανάσταση!… 
- Είναι απλά γεγονότα …
- Όλα τα μεγάλα γεγονότα  απλά ξεκινάνε – του απάντησε - και άκουσε πως και ο φίλος ιερέας το χάρηκε, είχε και αυτός ένοχές για τα πουλημένα ιδανικά του. Τελευταία συναναστρεφόταν  πολύ με νεόπλουτους – καταθλιπτικούς που έψαχναν για το νόημα της ζωής μέσα στα πλούτη, έψαχναν να σωθούν… Ήταν κερδοφόρες οι πνευματικές επαφές  του, σε βαθμό που απέκτησε διαμερίσματα στο κέντρο  της Μόσχας και ένα εξοχικό. Και η Αντιγόνα αισθάνθηκε  πως η Ρωσία που προσπαθούσε τελευταία   να επιστρέψει στην κυρίαρχη διεθνή θέση δεν την ενέπνεε πλέον. Δεν αισθανόταν  καμία νοσταλγία για τη χώρα που είχε γεννηθεί. Κατάλαβε πως  αγαπά πραγματικά μόνο  αυτή τη μικρή χώρα -την Ελλάδα -όπου ζούσε  με  ρομαντικούς μερικές φορές, ανθρώπους, αλλά πολύ αληθινούς. Ανθρώπους που ξέρουν να αγαπούν με πάθος τη ζωή και δεν φοβούνται το θάνατο.


Sofia Prokopidou, 2005-2011 , Θεσσαλονικη

Οι γάτες της Zήνας

  Η Ζήνα και οι γάτες της - Εκτός που τον βρήκα αγκαλιά με την οικιακή μας βοηθό, αργότερα μαθαίνω, ότι έχει σχέση εδώ και πέντε μήνες ...