Πλησίαζε η 25η Μαρτίου – η
μεγάλη εθνική γιορτή για τους περήφανους Έλληνες, και ο Ηλίας ακόμη δεν είχε
βρει το γαμπρό για τον «γάμο». Αυτήν τη φορά ζορίστηκε να βρει τον κατάλληλο. Ο
ένας υποψήφιος έλεγε ότι μόλις παντρεύτηκε και το έβλεπε σαν γρουσουζιά. Ο
άλλος δεν ήταν κατάλληλος λόγω.. εμφάνισης … Ο Ηλίας ήθελε τη «νύφη» και το «γαμπρό» όμορφους, «για να τους βλέπεις και να
χαίρεται το μάτι!»- έλεγε.
Η νύφη βρέθηκε εύκολα, ήταν η
νέα λογίστρια του, η Κίτσα, ωραία με μια σπίθα στο βλέμμα της. Η Κίτσα το
διασκέδαζε πολύ, έλεγε θα κάνει «πρόβα
γάμου», και ότι όλα είναι θέμα τύχης, «και, ποιος ξέρει μπορεί να έρθει κανείς
εργένης στο γλέντι και την ερωτευτεί».
Ήταν πάνω από 25 χρόνων και ανησυχούσε πλέον ότι δεν θα βρει άνδρα
για παντρειά. Όλες οι συμμαθήτριές της και φίλες – Ελληνίδες- είχαν
παντρευτεί και ήδη είχαν κάνει από ένα
–δυο παιδιά.
Η Κίτσα πρότεινε στον Ηλία να
οργανώσει κάτι σαν «κάστινγκ» για το
γαμπρό, και να το ανακοινώσει μεταξύ «γκρέκων» μόνο στα ποντιακά, στόμα-στόμα... να μην καταλάβουν οι Ρώσοι.
Αλλά ο Ηλίας ήξερε ότι αν θα το έκανε, μπορεί να μαθευόταν έξω, να έφτανε στη μυστική υπηρεσία της Ασφάλειας, και να
τους χαλούσαν τη γιορτή.
Εκείνη τη χρονιά η άνοιξη
είχε έρθει από νωρίς στο Κρασνοντάρ, τα δέντρα έβγαλαν καινούρια φύλλα, αλλά η
πόλη φαινόταν σαν να ξύπνησε μόλις, με μια τσίμπλα στο μάτι... σε πολλά σημεία
της είχαν μείνει χειμωνιάτικες βρομιές και σκουπίδια...Ο
Μάρτιος πάντα ήταν ένας μήνας δύσκολος, και ο Ηλίας ήθελε να γίνουν όλα γιορτινά και όμορφα, γι’
αυτό επέλεξε το καλύτερο εστιατόριο της
πόλης.
«Μια φορά το χρόνο
γιορτάζουμε όλοι μαζί την Εθνική Γιορτή
όλων των Ελλήνων, γιατί να μην το κάνουμε με τον καλύτερο τρόπο;» έλεγε.
Μέσα στη φασαρία για τη
προετοιμασία της γιορτής ο Ηλίας παραμέλησε και τις υποχρεώσεις του στην
κοοπερατίβα όπου ήταν διευθυντής.
Κάποια στιγμή σκέφτηκε να
έκανε ο ίδιος το «γαμπρό», αλλά τον ήξεραν πολύ καλά στην πόλη. Και στο ρεστοράν, αυτόν τον χουβαρντά τον Ηλία
που άφηνε πάντα πολύ καλό πουρμπουάρ,
τον ήξερε κάθε σερβιτόρα.
Ήταν η δεκαετία του ‘80.
Οι Έλληνες του Κρασνοντάρ είχαν βρει μια
πολύ καλή λύση να οργανώνουν το γλέντι της 25ης Μαρτίου χωρίς το φόβο της τοπικής εξουσίας και των
μυστικών υπηρεσιών.
Επίσημα στη χώρα δεν υπήρχε
κανένας νόμος που να απαγόρευε τη γιορτή των
«γκρέκων» την ημέρα της Ελληνικής Επανάστασης της 25ης Μαρτίου. Αλλά
μετά την πρώτη εκδήλωση που οργάνωσαν, κάποιοι αμέσως έλαβαν προειδοποίηση. Τον καθηγητή που έκανε διάλεξη για την Ελληνική Επανάσταση
τον κάλεσαν «για συζήτηση» στα γραφεία της KGB. Αλλά και το ξέφρενο ελληνο-ποντιακό γλέντι, που άφησε
ιστορία, και δεν μπορούσε να μείνει μυστικό. Την άλλη μέρα όλη η πόλη μιλούσε
για τους «γκρέκους» που γιόρτασαν την εθνική τους γιορτή και «ξόδεψαν πολλά
ρούβλια!»
Η προειδοποίηση δεν ήταν γραπτή, αλλά μόνο προφορική.
Κάποιοι φίλοι τηλεφώνησαν και είπαν στον Ηλία «να μη επαναληφθεί» και να «προσέχουν,
διαφορετικά θα έχουν άλλα προβλήματα».
«Καλά που δεν έγινα
κομμουνιστής! Τι είναι αυτοί οι
κομμουνιστές, σαν τους μαφιόζους!» – διαμαρτυρόταν ο Ηλίας. «Παράνομα μας κυνηγούν, αφού δεν κάναμε
τίποτα παράνομο», έλεγε στη γυναίκα του
στην κουζίνα του σπιτιού του, γιατί δεν θα τολμούσε ποτέ να πει τα ίδια έξω.
Τη δεύτερη φορά η εκδήλωση
για την Ελληνική Επανάσταση ήταν πολύ περιορισμένη. Μαζεύτηκαν σε ένα εξοχικό
σπίτι και πρόσεχαν πολύ να μη μαθευτεί σε ευρύτερο κόσμο.
Και μετά του ήρθε του
Ηλία η καταπληκτική ιδέα, να οργανώνουν την 25η Μαρτίου ένα ψεύτικο
ελληνικό γάμο. «Να γλεντάμε όσο θέλουμε και όπως το θέλουμε. Ποιός μπορεί να
μας απαγορεύσει να μιλάμε και να τραγουδάμε ποντιακά και ελληνικά σε ένα γάμο;
Να έχουμε στα τραπέζια μαζί με ανθοδέσμες και από μια ελληνική σημαία!» - είπε.
Το σχέδιο του Ηλία «γάμος –
γιορτινή γιάφκα» άρεσε σε όλους, ειδικά η
μυστικότητά του. Ήταν ρομαντικοί οι Έλληνες, αισθάνθηκαν λίγο-πολύ σαν μικροί ήρωες.
Μάζεψαν χρήματα χωρίς τσιγκουνιές. Και τον Ηλία τον όρισαν «ταμαντά».
Ο ταμαντάς είχε πολλές υποχρεώσεις, είχε και την
ευθύνη για όλα τα καλά και τα κακά που συνέβαιναν στο γλέντι... Συνήθως φρόντιζε να μη μεθύσει κανείς πολύ ή αν τελικά κάποιος έχανε τις ισορροπίες
του, κανόνιζε να τον ηρεμήσουν ή να τον προβαδίσουν σπίτι του, αλλά πολύ διακριτικά, να μη καταλάβει ο κόσμος
την αδυναμία του συγκεκριμένου ατόμου. Ο ταμαντάς έλεγχε το τραπέζι σε όλα
τα επίπεδα: να μη λείπει τίποτα. Πρόσεχε επίσης
να υπάρχει πειθαρχία και τάξη,
και χωρίς την άδειά του δεν μπορούσε να φύγει κανείς από το τραπέζι. Και
το κυριότερο, ο ταμαντάς έδινε στους
καλεσμένους, με τη σειρά, το λόγο
για πρόποση. Και ο ίδιος συνέχεια έκανε τοποθετήσεις κι έτσι το τραπέζι και το γλέντι δεν είχε τελειωμό. Πάντως, η πρώτη πρόποση
ήταν πάντα «για την ειρήνη σε όλο τον κόσμο», η δεύτερη «για την πατρίδα
Ελλάδα», η τρίτη «για την πατρίδα τη Σοβιετική Ένωση» και μετά σήκωναν τα ποτήρια στην υγεία των
συγγενών, των γονιών, των παιδιών και
φίλων. Έλεγαν προπόσεις για
γυναίκες, για άνδρες, για το δέντρο που φύτεψε ο νοικοκύρης στην αυλή, για το
σπίτι του και πολλές άλλες: όπως για το πουλί που πέταξε πάνω από τα κεφάλια
των καλεσμένων. Σίγουρα θα ήταν ένα πουλί που φέρνει ευτυχία! Για τον ήλιο,
«για να λάμπει για πάντα!», για το δάσος, «να μας δίνει τη δροσιά του!», για
τον ουρανό, «να είναι πάντα καθαρός!», και για
τη θάλασσα «χωρίς φουρτούνες!», για το ψηλότερο βουνό «που δοκιμάζει
τους αληθινούς άνδρες», για το ψωμί «να μη λείπει ποτέ!» , για το κρασί «πάντα
να γεμίζει τα ποτήρια μας!» και για τη
ζωή γενικά «που είναι, φυσικά, ωραία» ... Οι ομιλούντες έπιναν στο όνομα του
τάδε... και έλεγαν αρκετά έως πολλά για να επιδείξουν παράλληλα και την
εξυπνάδα τους και τις ρητορικές τους ικανότητες.
Σε τέτοια γλέντια γινόταν και διαγωνισμός στο ποτό. Το κρασί,
πράγματι, δεν τελείωνε ποτέ, όσο και να έπιναν οι άνθρωποι, σαν να έτρεχε από
μια πηγή, που ανάβλυζε κάτω από το συγκεκριμένο τραπέζι. Για τις γυναίκες η χειρότερη στιγμή του γλεντιού ήταν να
βλέπουν το διαγωνισμό για τον πιο δυνατό πότη, που συνήθως γινόταν στο τέλος. Ο
νικητής ήταν αυτός που έπινε περισσότερα λίτρα κρασιού από το κοκαλένιο κέρατο
του ενός – δύο λίτρων. Ο στόχος ήταν μετά από τόσα λίτρα κρασί να μην πέσεις καταγής, να πας
σπίτι σου με τα πόδια ή με το αυτοκίνητο σου, και όχι με βοήθεια φίλων ή
συγγενών, και την άλλη μέρα το πρωί
οπωσδήποτε να εμφανιστείς στην παρέα σου στο μαγειρείο, σαν να μην είχες πιει όλο αυτό το κρασί. Η
πρωινή ζεστή σούπα –το «χας»- ήταν σαν τον
πατσά,- έσωζε τα στομάχια πολλών διαγωνιζόμενων στο ποτό.
Αλλά οι γάμοι των Ποντίων
πολλές φορές τελείωναν με ένα φοβερό καυγά, γι αυτό η Αντιγόνα τους απέφευγε. Η
αρχή πάντα ήταν πολύ εντυπωσιακή, ειδικά η παράσταση των εκπροσώπων του
γαμπρού, όταν έρχονταν να πάρουν τη
νύφη. Με λύρα – κεμεντζέ- με χορούς και τραγούδια.
Από τη χαρά ο γάμος- που στην
ποντική γλώσσα λέγεται «χαρά» - κατέληγε
σε καβγά όπου οι θερμόαιμοι έδιναν μπουνιές και καμιά φορά έβγαζαν και μαχαίρια. Τα μαχαιρώματα στο φινάλε του γάμου ήταν
«γραμμένο σενάριο που δεν πρέπει να αλλάζει». Βωμολοχίες μεθυσμένων ανδρών,
τσιρίγματα φοβισμένων γυναικών, κλάματα παιδιών... όλο αυτό το «γνώριμο»
σκηνικό δεν άρεζε ποτέ στην Αντιγόνα. Ντρεπόταν μερικές φορές που ήταν και αυτή
ένα κομμάτι από αυτούς τους άγριους στη συμπεριφορά, αλλά τρυφερούς στα
αισθήματα ανθρώπους που χαλούσαν τη
χαρά. Οι άνθρωποι αυτοί ήταν εθισμένοι στην πάλη, στον καυγά, στον πόνο και το κλάμα.
Σα να ήθελαν να αποδείξουν κάθε φορά πως δεν αντέχουν να είναι ευτυχισμένοι και
χαρούμενοι. Είχαν περάσει πολλά, και η
ψυχή τους είχε μάθει να πονά και δεν
άντεχε τη μεγάλη δόση χαράς και ευτυχίας. Αλλά ο ίδιος ο Θεός προστάτευε αυτούς
τους ανόητους ανθρώπους. Σχεδόν ποτέ δεν υπήρχαν σε γάμους βαριά τραυματίες ή θάνατοι.
Έτσι ήταν τα γλέντια στη Μαύρη Θάλασσα. Παραδόξως, όταν οι Έλληνες μετοίκισαν
στην Ελλάδα, οι προπόσεις γρήγορα
κόπηκαν, συντομεύτηκαν. Εδώ η ζωή πήρε γρήγορους ρυθμούς, είχαν χάσει πολλές
απολαύσεις. Οι φιλίες πέρασαν σε δεύτερη μοίρα στη ζωή των ανθρώπων, στην πρώτη
βγήκαν τα χρήματα και ό, τι είχε σχέση με αυτά.
Η Αντιγόνα όταν μπορούσε να
αποφύγει ένα γάμο, το έκανε. Μόνο στον «γάμο» του Ηλία στο Κρασνοντάρ θα
ήθελε να πάει, «το γάμο» της 25ης
Μαρτίου, αλλά δεν έτυχε ποτέ γιατί γινόταν σε άλλη εποχή.
===
Άκουσε όμως ότι τελικά, για
το «γάμο» που διοργάνωνε ο Ηλίας,
ανάγκασαν το γαμπρό της
προηγούμενης χρονιάς, το Σωκράτη, να παίξει
και αυτήν τη φορά τον ίδιο ρόλο. Ο Σωκράτης ήταν τριαντάρης και
ανύπαντρος. Σπούδασε, διορίστηκε κι έμενε με τους γονείς του σε μια μονοκατοικία
στα προάστια της πόλης. Η μάνα του κάθε μέρα γκρίνιαζε, ήθελε να τον παντρέψει, αλλά ο Σωκράτης
άκουγε τις γκρίνιες, δεν αντιμιλούσε ποτέ και σιωπηλά επέμενε στη δική του
γνώμη.
Πριν από μερικά χρόνια ήθελε
να παντρευτεί τη αγαπημένη του από Πολυτεχνείο, που σπούδαζαν μαζί. Ήταν
Ρωσίδα, και η μάνα του είχε πει «μόνο αν
θέλεις να πεθάνω…!». Δεν ήθελε ο Σωκράτης να την πληγώσει και υποχώρησε, αλλά
μετά κατάλαβε πως η Βέρα, έτσι έλεγαν την κοπέλα του, είναι ο μεγάλος του
έρωτας, και δεν μπορούσε να την ξεχάσει, αν και προσπάθησε. Και μετά, όταν
έμαθε πως η αγαπημένη του παντρεύτηκε, την ήθελε ακόμα περισσότερο και ούτε σκεφτόταν κάποια άλλη
γυναίκα δίπλα του. Αυτός ήταν ο Σωκράτης και δεν μπορούσε να τον αλλάξει
κανείς. Ο ρόλος του γαμπρού του ταίριαξε απόλυτα. «Να ζήσω έστω στα ψεύτικα τον
γάμο» - σκέφτηκε, και ήταν πολύ αληθινός.
Το γλέντι ξεκίνησε στις επτά
το βράδυ. Η αίθουσα του εστιατορίου ήταν
στολισμένη για το γάμο, αλλά στα τραπέζια τοποθέτησαν μαζί με τα λουλούδια και από μια ελληνική σημαία. Τις έραψε ο
Αβραάμ στην κρατική βιοτεχνία που δούλευε προϊστάμενος. Εκεί μαζί με ρόμπες για
εργάτες, έραβαν παράνομα, στο υπόγειο, και τζιν. Σε αυτό το παράνομο τμήμα
έραψε και τις τριάντα σημαίες. Τα τραπέζια ήταν γεμάτα μεζέδες και φαγητά,
ποτά, φρούτα και ελληνικές σημαίες....
Σε όλους τους απρόσκλητους
επισκέπτες που ήθελαν να περάσουν την ίδια βραδιά σ΄ αυτό το ρεστοράν οι
σερβιτόροι έλεγαν: «Συγγνώμη, σήμερα είμαστε κλειστά, έχουμε ελληνικό γάμο». Η
μουσική στο γάμο ήταν ζωντανή από το
συγκρότημα που ήρθε από την Τιφλίδα. Τραγουδούσαν μόνο ελληνικά. Ήρθε και ο
Γιώργος από το διπλανό χωριό με τον
κεμεντζέ του.
«Ζήτω η Ελλάδα! Ζήτω η Ελευθερία!» – φώναζε ο Ηλίας στα ελληνικά και έκανε ασταμάτητα προπόσεις. «Ζήτω η Ελλάδα!» – επαναλάμβαναν όλοι οι καλεσμένοι. Ξεχάστηκαν η νύφη και ο γαμπρός. Αλλά κάπου- κάπου, ο
Ηλίας απευθυνόταν και σ’ αυτούς – λέγοντας: «Να ζήσετε ευτυχισμένοι! Και μια
μέρα να βρεθείτε για πάντα στην Ελλάδα!» Ήταν η καλύτερη ευχή. Αχ, αυτή η Ελλάδα – ένα όνειρο ατελείωτο –
όλο γι’ αυτήν μιλούσαν, σαν να ήταν η ερωμένη τους, σαν να ήταν ένας πόθος που
δεν έσβησε με τίποτα.
Ο τελευταίος ελληνικός γάμος
της 25ης Μαρτίου τελείωσε τα μεσάνυχτα, αλλά με ένα κομφούζιο που μετατράπηκε
σε καυγά… Μια απρόσκλητη επισκέπτρια που κατάφερε να μπει με την παρέα της στο εστιατόριο και καθόταν κάπου στην γωνιά, μακριά από το τραπέζι
του γάμου, αναγνώρισε στο «γαμπρό» το φίλο της, όταν αυτός ήδη πιωμένος χόρευε
στην πίστα.. Η κοπέλα ήταν και αυτή μεθυσμένη, τον πλησίασε και άρχιζε να φωνάζει
πως είναι «καθίκι» και «ψεύτης». Ήταν η
φιλενάδα του Σωκράτη. Η κοπέλα φώναζε και πήγε να τον χαστουκίσει, αλλά ο
Σωκράτης τη σταμάτησε λέγοντας πως ο γάμος είναι ψεύτικος, είναι μια φάρσα… Η
κοπέλα βέβαια δεν τον πίστεψε και έφυγε οργισμένη. Αλλά την επόμενη μέρα άρχισε
να το ψάχνει το θέμα. Τηλεφώνησε σε κοινούς φίλους και, πράγματι, κανένας δεν επιβεβαίωσε
τον γάμο του Σωκράτη. Ρώτησε και τον ίδιο τον Σωκράτη, και αυτός αναγκαστικά
ομολόγησε πως έπαιξε το ρόλο του γαμπρού για ένα ψεύτικο γάμο της 25ης Μαρτίου,
της επετείου της Ελληνικής Επανάστασης . Η κοπέλα δεν μπορούσε να καταλάβει πώς
μπορεί κανείς να ντυθεί γαμπρός για μια εθνική γιορτή… «Αυτοί οι γκρέκοι είναι
τρελοί!» - είπε. Το ίδιο βράδυ βγήκε με φίλους και τους είπε για την
περίεργη γιορτή - γάμο που έκαναν οι Έλληνες της πόλης. Ένας από τους φίλους
δούλευε στα όργανα Ασφαλείας, και έτσι την άλλη μέρα όλη η εξουσία έμαθε την
αλήθεια.
Κάλεσαν τον Ηλία στα γραφεία τους για απολογία και αυτός ανέλαβε
την ευθύνη. Αλλά βρήκε και μια δικαιολογία, λέγοντας πως στην ελληνική παράδοση
υπάρχει ένα δρώμενο με νύφη και γαμπρό και
αυτή την φορά ανέβασαν αυτό το δρώμενο για το γλέντι τους. Τι άλλο θα
έλεγε; Δεν τον πίστεψαν, αλλά σταμάτησαν να σκαλίζουν το θέμα. Δεν έκαναν και
αναφορά στα ανώτερα όργανα της Μόσχας. Τους γλίτωσε ο πρώτος γραμματέας του
Κόμματος της πόλης που αγαπούσε τους
Έλληνες γιατί είχε μεγαλώσει μαζί τους, στην ίδια γειτονιά. Ήξερε πως αυτοί οι ζωντανοί κι δημιουργικοί,
εργατικοί άνθρωποι είναι τόσο «παιδιά» και τόσο «ανόητοι» πατριώτες, πως
ρίσκαραν να κάνουν μια μάζωξη για μια εθνική γιορτή του «ξένου καπιταλιστικού
κράτους» μόνο και μόνο για να νιώθουν πως ακόμα υπάρχουν...
από το βιβλίο “Μια βαλίτσα μαύρο
χαβιάρι".