Την εποχή του 70’ μαζί με τους φίλους του ο Αχιλλέας είχε ιδρύσει μια μυστική οργάνωση των Ελλήνων. Την ονόμασαν «Παιδαγωγική Εταιρία» με πρωτότυπο της «Φιλικής εταιρίας» του 1812 στην Οδησσό. Τα μέλη της εταιρίας – όλοι Έλληνες – Πόντιοι , δεν σκόπευαν τίποτα ανατρεπτικό, επαναστατικό, και ποτέ δεν στόχευσαν στην ανατροπή του σοβιετικού καθεστώτος, ήθελαν απλά να κρατήσουν πιο δυνατές τις σχέσεις των ποντίων μεταξύ τους και το βασικό, να αλληλοβοηθούνται μεταξύ τους. Οι στόχοι της «Παιδαγωγική Εταιρεία» ήταν γνήσιοι και αθώοι, κανένας δεν ασκούσε κριτική κατά του κόμματος και τα μέλη της Κεντρική επιτροπής ή τον ίδιο τον Πρόεδρο.
Ο Αχιλλέας βασίστηκε στην εμπειρία της «Φιλικής Εταιρίας» και η δομή οργάνωσης τους ήταν σαν αυτής, της «Φιλικής». Το κάθε μέλος γνώριζε αυτοπροσώπως μόνο πέντε άτομα, ενώ όλοι οι εγγεγραμμένοι ήταν πάνω από 200. Ο Αχιλλέας και οι φίλοι του δεν είχαν καμιά σύνδεση με την Ελλάδα. Ίσως γι αυτό το ΚGB άργησε να τους ανακαλύψει...
«Απλά θέλαμε να κρατήσουμε δυνατούς τους δεσμούς μεταξύ μας και να προσέχουμε τη νεολαία. Η οργάνωση μας δεν επέτρεπε μικτούς γάμους, πρόσεχε τις κοπέλες να μη φοράνε κοντές φούστες- τότε στη Δύση είχε γίνει η σεξουαλική επανάσταση που τα ίχνη της έφταναν και στη ΕΣΣΔ. Ελευθερία χωρίς όρια, ναρκωτικά, ροκ- μουσική… Εμείς θέλαμε οι νέοι μας να συμπεριφέρονται σεμνά, σύμφωνα με την ηθική, τα ήθη και έθιμα των Ποντίων. Και μπορώ να πω ότι είχαμε ελάχιστες περιπτώσεις που κάναμε παρατήρηση στις κοπέλες μας, όλες τους ήταν καλές, διατηρούσαν την αθωότητα τους μέχρι το γάμο – έλεγε ο Αχιλλέας στην Αντιγόνα, και έφτανε στο κύριο στόχο της οργάνωση: «Ο βασικός στόχος μας ήταν να αποκαλύπτουμε ταλέντα μεταξύ των νέων και να τους βοηθάμε. Αν ήταν από φτωχές οικογένειες χορηγούσαμε χρήματα για τους σπουδές τους».
Κάθε χρόνο ο Αχιλλέας και οι φίλοι της «Παιδαγωγικής Εταιρίας» οργάνωναν πανηγύρι σε υπαίθριους χώρους, ψηλά στα βουνά του Καυκάσου, μακριά από τα μάτια των περίεργων ανθρώπων. Στο πανηγύρι – «πικνίκ» μαζεύονταν εκατοντάδες πόντιοι και διασκέδαζαν μαζί τις ημέρες των εθνικών γιορτών της Ελλάδος. Στην αρχή του πανηγυριού πάντα έβγαινε ομιλητής με μικρή εισήγηση για τα γεγονότα της επετείου, είτε ήταν 25η Μαρτίου είτε Ημέρα του «Όχι». Τραγουδούσαν συνήθως ελληνικά τραγούδια, που μαθαίναν από τις ελληνικές ραδιοεκπομπές, που κρυφάκουγαν. Στη χώρα ήταν απαγορευμένο να ακούς ξένους σταθμούς. Από αυτές τις εκπομπές το μουσικό ελληνικό συγκρότημα «Συρτάκι» αντέγραφε τα τραγούδια. Τις άγνωστες ελληνικές λέξης τις έγραφαν όπως τις άκουγαν, χωρίς να καταλαβαίνουν και πολλά. Αλλά το ένστικτό τους, έτσι και αλλιώς, δεν τους πρόδιδε, και στην ερμηνεία του τραγουδιού δεν έκαναν ποτέ λάθη.
Μια χρονιά στο πανηγύρι έστησαν ένα τεράστιο πανό με ζωγραφισμένο τον Παρθενώνα. Ήταν έργο του Όμηρου Μουστίδη. Πετυχημένη ζωγραφιά, σα να ήταν πραγματικός Παρθενώνας. Ο Όμηρος αποτύπωσε ακόμα και την κλίση των κολόνων του ναού στο μουσαμά, διαστάσεων 10 επί 8 μέτρα. Περίπου διακόσια άτομα φωτογραφήθηκαν ομαδικά μπροστά στον «Παρθενώνα». Αν δεν φαινόντουσαν τα δέντρα και το δάσους από τις άκρες του πανό και το δάπεδο, που ήταν ένας χορταρένιος λόφος, θα έλεγε κανείς ότι ήταν πραγματική φωτογράφηση πάνω στην Ακρόπολη της Αθήνας. Η Αντιγόνα, όταν είδε αυτή τη φωτογραφεία σε μια έκθεση από το αρχείου του Ηρακλή Παπουνίδη, το πρώτο που ρώτησε ήταν πώς το 1972 βρέθηκαν τόσοι πολύ Πόντιοι μαζεμένοι στην Αθήνα. Ο Ηρακλής ξελιγώθηκε στα γέλια, της είπε να κοιτάξει προσεκτικά τη φωτογραφία, και τότε η Αντιγόνα πρόσεξε και τα δέντρα και το δάσους που «έβγαιναν» από το ζωγραφισμένο ουρανό της Αθήνας που σκέπαζε τη ζωγραφισμένη Ακρόπολη. Πρόσεξε ακόμα και το λόφο με το βελούδινο χόρτο όπου, καθιστοί, πόζαραν οι περήφανοι καυκάσιοι έλληνες.
Ακόμα και σήμερα ο Αχιλλέας αναρωτιέται πως αποκαλύφθηκε η «Παιδαγωγική Εταιρία», και ποιός τους είχε πρόδωσε στο ΚGB . Δεν τολμούσε να υποψιαστεί κανέναν. «Θα μπορούσε να το κάνει οποιοσδήποτε, οι άνθρωποι δεν είναι τέλειοι, μεταξύ μας υπήρχαν και φοβισμένοι, αλλά δεν ήθελα να πιστέψω ότι μόνοι μας «αυτοκτονήσαμε», Θέλω να ελπίζω ότι μας βρήκαν τυχαία. Αυτά συμβαίνουν! Το ΚGB μας διέλυσε το 1976, - ιστορούσε ο Αχιλλέας στην Αντιγόνα την πιο επικίνδυνη για τη ζωή του περιπέτεια.
Σε όλη τη Γεωργία άρχισαν να καλούν στα τοπικά γραφεία της ΚGB τους Έλληνες, με την κατηγορία της «αντικαθεστωτικής δραστηριότητας». Το μόνο που υποψιαζόταν Αχιλλέας ήταν ότι τον αποκαλυπτικό ρόλο έπαιξε η προσπάθεια της μυστικής οργάνωσης τους να βοηθήσουν τους κομμουνιστές στην Ελλάδα που βρέθηκαν στις φυλακές. Αυτό γινόταν το 1970-71, την περίοδο των «τσέρνιε παλκόβνικι» - των συνταγματαρχών. Από τις σοβιετικές εφημερίδες έμαθαν ότι οι κομμουνιστές στην Ελλάδα είχαν εξοριστεί στα απομακρυσμένα νησιά, ότι πολλοί απ αυτούς υπέφεραν στις φυλακές. Κανένα μέλος της «Παιδαγωγικής Εταιρίας» δεν μπορούσε να παρακολουθεί σιωπηλά τα θλιβερά αυτά γεγονότα, και αποφάσισαν να βοηθήσουν τους κομμουνιστές στέλνοντας σε αυτούς και στις οικογένειες τους χρήματα. Τα χρήματα τα μάζευαν από χωριό σε χωριό, από πόλη σε πόλη και τελικά συγκέντρωσαν ένα σεβαστό ποσό – ήταν πεντακόσια ρούβλια, με μέσο μισθό εξήντα ρούβλια. Τα χρήματα αυτά ποτέ δεν έφτασαν στην Ελλάδα. Η ΚGB γρήγορα έβαλε φρένο στην πρωτοβουλία των «γκρέκων» και άρχισαν να παρακολουθούν τον Αχιλλέα και τους φίλους του. Στην ΕΣΣΔ απαγορευόταν οποιαδήποτε πρωτοβουλία πολιτών αν ήταν εκτός κομματικής γραμμής.
Ο ανακριτής Νικόλαϊ Νικολαγεβίτς φαινόταν ευγενικός άνθρωπος. Όταν μιλούσε, δεν ανέβαζε την φωνή του. Ήταν αξιωματικός της ΚGB, ενώ έμοιαζε τραγουδιστής οπερέτας. Είχε μια ελιά στο αριστερό του μάγουλο και το πρόσωπο του - υπερβολικά όμορφο με λεπτά χαρακτηριστικά, θύμιζε γυναικείο πρόσωπο. Ο Αχιλλέας μόλις τον είδε, χάρηκε, έβλεπε απέναντι του ένα συμπαθητικό άνθρωπο και πίστεψε ότι η επίσκεψη του θα είναι σύντομη. Δεν περίμενε ότι αυτήν την ημέρα της ζωής του θα απογοητευόταν πολύ, τόσο πολύ που θα αλλάζει γνώμη για πολλά πράματα που είχε πιστέψει στη ζωή του. Η ημέρα αυτή έκοψε ριζικά και το σοβιετικό «πατριωτισμό» του. Δεν ήξερε ακόμα ο Αχιλλέας όταν έβλεπε το λεπτό πρόσωπο του ανακριτή, ότι σε λίγο θα απαρνηθεί πολλά πράγματα. Και η απογοήτευση του θα του έφερνε μια μελαγχολία παράξενη- αυτήν που νιώθει κανείς όταν αποχαιρετάει κάτι που τον έκανε ευτυχισμένο.
Ο ανακριτής με το γυναικείο πρόσωπο τον κράτησε περίπου έξι ώρες, σχεδόν έκαναν το οκτάωρο, ενώ ο Αχιλλέας υπολόγιζε ότι θα λείψει μια ώρα το πολύ. Είχε πάρει και άδεια μόνο για δυο ώρες από το διευθυντή του σχολείου.
Η ανάκριση έμοιαζε με ένα λογοπαίγνιο - όλη η κουβέντα όλες τις ώρες ήταν ίδια και το ανεξήγητο για τον Αχιλλέα ήταν ότι συνέχεια επαναλαμβανόταν. Δεν χωρούσε το μυαλό του ότι ένας σοβαρός άνθρωπος, όπως ήταν ο ανακριτής μπορούσε να παίζει μαζί του και να ρωτάει τα ίδια και τα ίδια, σα να μην είχε πάρει χαμπάρι ότι έχει απέναντι του έναν «κύριο», άνθρωπο ιδιοφυή με όραμα, έναν περήφανο Έλληνα που ποτέ δεν λέει χαζά, λέει αλήθεια και του αρέσει το δίκαιο.
- Πείτε μου πόσα άτομα ήταν στην οργάνωση σας;
- Ακριβώς δεν ξέρω, περίπου διακόσια.
- Ποιανού ήταν η ιδέα;
- Δική μου. Από μικρός ήθελα κάτι να κάνω για τον λαό μας, τους γκρέκους.
- Τι σκοπεύατε;
- Να κρατάμε τις παραδόσεις μας, Προσέχαμε τη νεολαία μας.
- Τα χρήματα από πού τα παίρνατε;
- Χέρι – χέρι, σπίτι – σπίτι, μαζεύαμε. Κάποιοι που ήταν πιο άνετοι οικονομικά – γιατροί, έμποροι, δίνανε περισσότερο.
- Με ποιους από το εξωτερικό έχετε επαφή;
- Με κανέναν.
- Τα χρήματα για τους Έλληνες κομμουνιστές που θα τα στέλνατε;
- Θα τα στέλναμε μέσω του υπουργείου εξωτερικών της ΕΣΣΔ, πιστεύω θα μας βοηθούσε το υπουργείο. Κομμουνιστική χώρα είμαστε, δεν πρέπει να βοηθάμε και τους Έλληνες κομμουνιστές που υποφέρουν από τη χούντα;
-Ποιός σας έδωσε την ιδέα να το κάνετε;
- Μόνοι μας το σκεφτήκαμε.
- Δεν λέτε την αλήθεια, είχατε σχέση με την Ελλάδα, και σας χρηματοδοτούσαν απ’ εκεί!
- Όχι, δεν έχουμε, ούτε είχαμε σχέση με το εξωτερικό, ούτε με την Ελλάδα είχαμε. Μόνο να βοηθήσουμε θέλουμε, δεν ζητάγαμε βοήθεια!
Ο διάλογος αυτός επαναλαμβανόταν ξανά και ξανά. Ο Αχιλλέας παρατήρησε ότι ο ανακριτής δεν σημείωνε τίποτα, μόνο ρωτούσε και τις απαντήσεις σα να μην τις άκουγε. Ο ανακριτής τώρα περισσότερο έμοιαζε με ένα κακό παιδί που δε σταματά να κοροϊδεύει, γιατί του άρεσε να βασανίζει τους άλλους.
Κάποια στιγμή ο Αχιλλέας αισθάνθηκε ότι θα πέσει κάτω στο πάτωμα, ζαλίστηκε, ήταν στα πρόθημα της λιποθυμίας. Αλλά έκανε ότι μπορούσε και άντεξε, δεν έπεσε. Η καρδιά του άρχισε να κτυπάει παράξενα, σαν να ήθελε να βγει έξω, αφήνοντας το σώμα στα χέρια του ανακριτή. Ήδη είχε βραδιάσει και ο Νικολάϊ Νικολάγεβίτς με την ελιά στο μάγουλο πάλι έμοιαζε σα γυναίκα, αλλά μια πρόστυχη γυναίκα που προσπαθούσε να παγιδέψει έναν άνδρα. Ο Αχιλλέας σιχαινόταν τέτοιες γυναίκες.
Το ίδιο βράδυ, όταν γύρισε σπίτι, ταπεινωμένους και άδειος, πριν κοιμηθεί σκέφτηκε, ότι στην ουσία η ζωή του ήταν γεμάτη με πολλά ψέματα που τα πίστευε και τα υποστήριζε με πάθος και τα παρουσίαζε ως αλήθειες. Ομολόγησε στον εαυτό του, ότι είχε δημιουργήσει με το μυαλό του μια εικόνα πολύ αισιόδοξη για τον εαυτό του και τη ζωή του, αλλά δεν ήταν έτσι, «Τίποτα δεν ήταν όπως το πιστεύαμε… Δεν είναι ζωή εδώ, δεν έχουν θεό αυτοί οι άνθρωποι, να φύγουμε στην Ελλάδα, μόλις μπορέσουμε!»- σκέφτηκε και κοιμήθηκε. Το πρωί θυμήθηκε το μπερδεμένο όνειρο που έβλεπε και τον ταλαιπώρησε αρκετά: με μια γυναίκα που έμοιαζε του Νικολάί Νικολάγεβιτς που τον μαστίγωνε φωνάζοντας: «Ομολόγησε πως δεν είσαι γκρέκ, πες την αλήθεια, είσαι ένας Εβραίος - πράκτορας των αμερικανών, δεν θα πας ποτέ στην Ελλάδα, στη φυλακή είναι η θέση σου, προδότη!».
«Είναι η συνέχεια του εφιάλτη που έζησα χθες ξύπνιος», συμπέρανε ο Αχιλλέας και δεν είπε τίποτα στην γυναίκα του, τη Μάρω, που ήξερε από τα όνειρα, τα ερμήνευε καλά και κάπου – κάπου διάβαζε και φλιτζάνι.
Τελικά, κανένας δεν μπήκε στη φυλακή. Είναι άγνωστο γιατί δεν συνέλαβαν κανέναν Έλληνα. Την ίδια περίοδο όποιος έλεγε κάτι κατά της εξουσία ταυτόχρονα χαρακτηρίζονταν αντικαθεστωτικός και τον περίμενε η φυλάκη, ή ως «σχιζοφρενή» τον περίμενε το τρελλοκομείο για έξι τουλάχιστον μήνες.
Ο Αχιλλέας σκέφτηκε τότε ότι ίσως δεν τους πείραξαν οι καγκεμπίτες γιατί η οργάνωση τους πήγε να βοηθήσει του κομμουνιστές, βασανισμένους απ’ τους χουντικούς. Δε συνέφερε την ΕΣΣΔ να τιμωρήσει κάποιους ρωμαίους –«γκρέκους», που έδειξαν με το παραπάνω τη συμπαράσταση τους στο λαό της Ελλάδας και ήταν κατά της Χούντας, άρα κατά και των ΗΠΑ. «Το ταίμινγκ- όπως λέτε εσείς σήμερα ήταν καλό για μας, διαφορετικά θα είχαμε σαπίσει στις φυλακές για πολιτικούς κρατούμενους. Είχαμε τον Άγιο μας!- έλεγε ο Αχιλλέας στην Αντιγόνα πολλά χρόνια μετά.
Μετά από αυτήν την περιπέτεια τον Αχιλλέα , ως έναν απ’ τους αρχηγούς τον «μετέθεσαν» ψηλά στα βουνά, σε ένα απομακρυσμένο γεωργιανό χωρίο, να διδάσκει εκεί στα παιδιά που είχαν μεγάλη ανάγκη από δασκάλους. Ήταν την εποχή που ο Αχιλλέας ετοιμαζόταν να αναλάβει τη θέση του προϊσταμένου της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης στην πόλη του. Το ορεινό χωριό βρισκόταν μακριά από την πόλη και την οικογένεια του. Τρία χρόνια δούλεψε εκεί, μέχρι που ένας παλιός φίλος και συμφοιτητής του από το υπουργείο παιδείας της Γεωργίας τον βοήθησε να μεταθέσει πίσω στην πόλη.
Ο Αχιλλέας ποτέ δεν είπε ότι θυσίασε την καριέρα του για το λαό του, δεν μετάνιωσε ποτέ για την «Παιδαγωγική Εταιρία». Βασικά ποτέ δεν μετάνιωνε, ίσα, ίσα έλεγε: «Τώρα άνοιξα τα μάτια μου και βλέπω καθαρά. Είχαμε πολλές ψευδαισθήσεις, πολλά ψέματα. Είμαστε σαν τον Προμηθέα, δεμένοι με αλυσίδες σ αυτόν τον Καύκασο. Θα έρθει η ώρα, θα φύγουμε όλοι στην Ελλάδα, και τότε θα μας ψάχνουν οι Ρώσοι, οι Γεωργιανοί και όλοι οι άλλοι, αλλά θα είναι πια αργά».
Έτσι και έγινε, αλλά χρειαστήκαν να περάσουν ακόμα 25 χρόνια...
Sofia Prokopidou, απο το βιβλίο μου "Μιά βαλίτσα μαύρο χαβιαρι"
Θεσσαλονικη, 2011