13 Ιουν 2019

Τα γράμματα του Δαβίδ

Σοφία Προκοπίδου


«Θέλω να σας ρωτήσω, αν διαβάζετε με απόλαυση τη λογοτεχνία. Έτσι, με προσοχή, χωρίς να βιάζεστε, γλυκαίνοντας με την κάθε λέξη και την κάθε έκφραση την ψυχή σας. Ξέρετε να απολαμβάνετε το άρωμα της κάθε λέξης και την ομορφιά που μεταφέρει ο συγγραφέας; Έτσι διαβάζω εγώ τη λογοτεχνία, και σας ρωτάω επειδή απλά θέλω να καταλάβετε, πίσω από τις λέξεις, πολύ περισσότερα από αυτά που σας γράφω…», διάβασε φωναχτά η Νίνα και ήταν το ένα από τα τέσσερα ραβασάκια που έμειναν κατά τύχη ή κατά λάθος στο άλμπουμ με τις φωτογραφίες.


Μαζί με τον Γιώργο έψαχνε φωτογραφίες από την εποχή του 1980 στο Σοχούμι, για το ένθετό του. Ο Γιώργος ερευνούσε την ελληνική κοινότητα της πόλης – την τελευταία ζωντανή ελληνική παροικία, που ανθούσε μέχρι τον πόλεμο του 1992.
«Τι είναι αυτό το γράμμα;»
«Τίποτα! Ερωτικό ραβασάκι», χαμογέλασε η Νίνα.
«Ερωτικό; Πολύ ενδιαφέρον! Και τι ωραία καλλιγραφικά γράμματα! Και το κείμενο! Ποιητής ήταν;»
«Ούτε που ξέρω… Πάμε καλύτερα να δούμε τις φωτογραφίες που σε ενδιαφέρουν, γι’ αυτές δεν ήρθες;» Τον διέκοψε απότομα και ήταν έτοιμη να μιλήσει για ό,τι ήθελε ο Γιώργος, εκτός από τα προσωπικά της. Τα προσωπικά της πάντα ήταν μυστικά θέματα, κανένας δεν της τα άγγιζε.
Η Νίνα έφτασε σε μια ηλικία που πλέον δεν την ένοιαζε το μέλλον της αλλά μόνο το παρελθόν. Μάλλον την ένοιαζε μόνο το μέλλον του γιου της, του Φίλιππου, και των εγγονών της. Το δικό της παρελθόν είχε τώρα μεγάλη σημασία και της φαινόταν σαν να ήταν μέλλον. Πολλές αναμνήσεις και πολλές σκέψεις. Δεν σκόπευε να γράψει κανένα βιβλίο, αλλά οι αναμνήσεις της έφερναν χαρά και νοσταλγία, που της γέμιζαν την ψυχή.
Στη ζωή της είχε γνωρίσει πολλούς ανθρώπους. Ήταν μια ξεχωριστή προσωπικότητα, μια δραστήρια Ελληνίδα στο Σουχούμι. Το σπίτι της ήταν πάντα γεμάτο κόσμο. Εκεί πάρθηκαν πολλές αποφάσεις για την πορεία της ελληνικής κοινότητας. Ως γυναίκα, είχε μία γοητεία και πολλοί άνδρες την είχαν ερωτευτεί. Η Νίνα όλο περίμενε τον μεγάλο έρωτα της ζωής της και τελικά άργησε να παντρευτεί, την πήραν τα χρόνια. Μετά, έστω αργά, παντρεύτηκε έναν ζωντόχηρο από τη Μόσχα, φυσικά Πόντιος κι αυτός. Δεν κράτησε ο γάμος, χώρισαν. Ευτυχώς της έμεινε το παιδί. Ο μονάκριβος Φίλιππος. Τον μεγάλωσε, τον σπούδασε, τον καμάρωνε τώρα. Έγινε δικηγόρος στην Αθήνα, αφού πρώτα τελείωσε το ελληνικό πανεπιστήμιο. Για τη Νίνα μεγάλη σημασία είχε το παιδί της να γίνει ισότιμο μέλος της ελληνικής κοινωνίας. Κυρίως είχε μια βαθιά ικανοποίηση που ο Φίλιππος γεννήθηκε από Πόντιο πατέρα. Είχε απαγορεύσει στον εαυτό της να ερωτευτεί κάποιον ξένο άνδρα. Της μπήκε η ιδέα να μην χαλάσει το “ελληνικό” της οικογενειακό δέντρο. Ο γιος της παντρεύτηκε, δεν άργησε, πήρε το δικό του αίμα, μια Ελληνίδα Αθηναία, της έκαναν δύο εγγονάκια-κοριτσάκια. Όλα σχεδόν ήρθαν έτσι, όπως ήθελε να έρθουν στη ζωή της. Ήταν ευτυχισμένη ή τουλάχιστον έτσι πίστευε.
Μόνο που εκεί μέσα, στα πολλά γεγονότα της καθημερινότητας, κάποιες στιγμές αισθανόταν μια νοσταλγία για κάτι που δεν έγινε, κάτι που έχασε. Αισθανόταν πως κάτι δεν πήγε καλά, αλλά δεν μπορούσε να προσδιορίσει από πού προέρχεται αυτό το κενό που ένιωθε τώρα τελευταία μέσα της.
Κάποια βράδια, όταν δεν ήταν με τις εγγονές της, πήγαινε βόλτες στην παραλία του Παλαιού Φαλήρου. Εκεί έμενε. Πολλοί άνθρωποι έκαναν περίπατο στην παραλία. Η Νίνα απλά παρατηρούσε τον κόσμο. Όταν είχε παρέα κάποια γειτόνισσα, κουβέντιαζε μαζί της. Ο κόσμος έβγαινε από τα σπίτια στην παραλία για να πάρει μια πνοή πραγματικής ζωής. Φυσούσε αέρας, μύριζε θάλασσα και ακουγόταν ο ήχος καθώς έσπαγαν τα κύματα στην ακτή, δίνοντας στους ανθρώπους έναν ρυθμό που ερχόταν από τον ίδιο τον Δημιουργό. Έτσι, στην παραλία οι άνθρωποι ένιωθαν πιο ασφαλείς παρά στα διαμερίσματά τους. Κάποιοι βόλταραν χαλαρά και έδειχναν μια βαθιά ικανοποίηση για τη ζωή τους. Άλλοι έτρεχαν κάνοντας τη γυμναστική τους και πιστεύοντας ότι με τα χιλιόμετρα που κάνουν θα φτάσουν πιο γρήγορα στην ευτυχία. Άλλοι πάλι περπατούσαν με γρήγορο ρυθμό και κατεβασμένα τα κεφάλια σαν να έλεγχαν τον δρόμο τους για να μην σκοντάψουν. Ήταν αυτοί που μάλλον ακόμα έψαχναν σωστή θέση στη ζωή.
Περνούσαν πλάι της άνθρωποι, σκυλιά και γάτες, αυτοκίνητα έτρεχαν με ταχύτητα μεγάλη στη λεωφόρο, παιδιά με ποδήλατα και μπάλες έψαχναν μέρος για να παίξουν, οι καμαρωτοί χειμερινοί κολυμβητές. Στη θάλασσα, όπως πάντα, τα πλοία τεμπέλικα διέσχιζαν τον Σαρωνικό και μόνιμα οι πεινασμένοι γλάροι φώναζαν απειλητικά.
Μια φορά, ένα απόγευμα, η Νίνα, μεταξύ όλων αυτών των περαστικών, γνώρισε έναν γάτο. Ήταν απίστευτα όμορφος. Τον ονόμασε Σωτήρη. Ο γάτος αμέσως δέχτηκε και το όνομά του και την ίδια. Από τότε η Νίνα άρχισε να έρχεται στην παραλία σχεδόν κάθε μέρα και έφερνε στον Σωτήρη γατοτροφή. Ενώ τον τάιζε του μιλούσε. Όχι που δεν είχε άνθρωπο να μιλάει, αντιθέτως όλη την ημέρα συναντούσε φίλους, γιατί δεν χάθηκε αυτή η συνήθεια των Σουχουμλίδων, δεν κόπηκε, και μετά από 20 χρόνια ζωής στην Ελλάδα, συνέχιζαν να βρίσκονται συνέχεια και να τα λένε στον καφέ. Και με τις εγγονές της μιλούσε πολύ, έλεγε παραμύθια και ιστορίες. Αλλά ο Σωτήρης ήταν γάτος και γι’ αυτό ίσως μαζί του αισθανόταν περίεργη σιγουριά. Ο τόνος της φωνής γινόταν διαφορετικός και αυτά που έλεγε έρχονταν από τα βάθη της ψυχής της. Ο Σωτήρης έτρωγε την τροφή του αργά, σαν χορτάτος, μετά τριβόταν στα πόδια της, έδειχνε πως την αγαπάει, και δεν έφευγε αμέσως να βρει γάτες να παίξει. Η Νίνα το πίστευε, το αισθανόταν, πως ο Σωτήρης την αγαπάει και την περιμένει. Ακόμα και αν δεν έρθει καμιά φορά, δεν θα της θυμώσει, δεν θα σταματήσει να την περιμένει. Ναι, την αγαπάει με τη γατίσια του αγάπη. Άλλωστε, τι μπορεί να περιμένει ένας γάτος από έναν άνθρωπο; Μόνο λίγη τροφή κι ένα χάδι.
Μια μέρα, ένας κύριος, που έβλεπε την πορεία της φιλίας της Νίνας με τον Σωτήρη, είπε: «Είναι καιρός να το αποφασίσετε. Ο γάτος είναι όμορφος, πάρτε τον στο σπίτι σας αφού αγαπιόσαστε!» Η Νίνα σαν να περίμενε να της το πει κάποιος. Δεν τολμούσε. Είχε ένα κόλλημα με την καθαριότητα, ήταν και ο τέταρτος όροφος όπου έμενε: «Αν πέσει και σκοτωθεί;»
Πέρασαν δύο εβδομάδες. Μια μέρα ξύπνησε αποφασισμένη να πάρει το γατί. Το ίδιο βράδυ πήγε στην παραλία να δει τον Σωτήρη και να του πει τα νέα. Δεν τον βρήκε. «Σωτήρη!» φώναζε, αλλά δεν εμφανίστηκε ο γάτος. Βράδιασε, σκοτείνιασε, δεν ήρθε. Την τροφή που έφερε την έδωσε σε άλλες γάτες που συνάντησε.
Όταν πέρασε τη λεωφόρο για να πάει σπίτι της, είδε τη γειτόνισσα που ήξερε τον Σωτήρη. «Δεν ξέρετε πώς χθες ο Σωτήρης σκοτώθηκε; Τον πάτησε αυτοκίνητο!» είπε στενοχωρημένα η γυναίκα. Ήταν από αυτές που καταλαβαίνουν και αγαπούν τα ζώα περισσότερο από τους ανθρώπους. «Ποιός ξέρει, μπορεί να πήγαινε να σας βρει. Όλο έτρεχε και διέσχιζε τον δρόμο. Φοβόμουν πως μια μέρα θα μείνει κάτω από τις ρόδες , έτσι κι έπαθε».
Πρώτη φορά στη ζωή της η Νίνα έκλαψε για ένα ζώο. Ήταν απαρηγόρητη. Αισθανόταν ότι είχε προδώσει τον Σωτήρη. Και αν είχε το αποφασίσει νωρίτερα, θα ζούσαν καλά μέχρι τα γεράματα μαζί, σκεφτόταν. «Φοβόμουν πως θα έπεφτε από τον τέταρτο όροφο και δεν σκέφτηκα πως κάθε στιγμή κινδύνευε εκεί έξω!»


Την άλλη μέρα, πρωί-πρωί η Νίνα πήγε για καφέ στη Μίλα, που έμενε στην Καλλιθέα, φίλη της από το σχολείο, στο Σοχούμι. Η Μίλα, μετά τις σπουδές στο πανεπιστήμιο Λομονόσωφ, έμεινε πολλά χρόνια στη Μόσχα. Έκανε πανεπιστημιακή καριέρα, δίδασκε διαλεκτική φιλοσοφία, παντρεύτηκε έναν καθηγητή. Γέννησε μια κόρη. Η Μίλα ήταν μια όμορφη Ελληνίδα, ψηλή, με πράσινα μάτια. Μετανάστευσε στην Ελλάδα αργότερα, μετά τη Νίνα.
Στενοχωρημένη η Νίνα της είπε πως έχασε τον Σωτήρη. Η φίλη της ήξερε όλες τις λεπτομέρειες για τον γάτο, αλλά δεν τον είχε γνωρίσει. Η Νίνα όλο έλεγε, έλεγε, μιλούσε ενοχικά, έκλαψε στο τέλος και δεν μπορούσε να σταματήσει. Η Μίλα δεν τη λυπήθηκε, ξέσπασε: «Είσαι στα καλά σου; Κλαις για έναν γάτο που αγάπησες και του έχεις κάνει παρέα μόνο τρεις μήνες και δεν σου έκανε καμιά αίσθηση ο θάνατος του Δαβίδ στο τροχαίο; Ο καημένος ο Δαβίδ που έριξε ποτάμι δάκρυα για σένα, έγραψε χιλιόμετρα γράμματα για σένα κι εσύ – τίποτα! Τι άνθρωπος είσαι; Τόσο σκληρή!» Η Νίνα αμέσως σώπασε. Δεν απάντησε στο ξέσπασμα της Μίλας. Για να αλλάξει την κουβέντα, ρώτησε για το διδακτορικό της κόρης της, που έμενε ακόμα στη Μόσχα. «Τι θέλεις να μου πεις; ότι δεν με απασχολεί το διδακτορικό της Ειρηνούλας μου!», είπε η Μίλα. «Μάνα της είμαι και το μόνο που εύχομαι – τύχη μόνο να έχει! Ευτυχισμένη γυναίκα να γίνει, να αγαπάει και να αγαπιέται!»


Η Νίνα γύρισε στο Παλιό Φάληρο με ταξί. Ξοδεύτηκε για να φτάσει σπίτι πιο γρήγορα. Πήρε τα μεσημεριανά της φάρμακα για τη χολή και την πίεση και ξάπλωσε. Και θυμήθηκε τον Δαβίδ. Ο Δαβίδ! Τι θα τον έκανα; Οκτώ χρόνια μικρότερος και Γεωργιανός, ενώ εγώ μόνο Έλληνα ήθελα, σκέφτηκε και κοιμήθηκε.
Ο Δαβίδ ερωτεύτηκε τη Νίνα παράφορα όταν, ένα καλοκαίρι, την γνώρισε σε μια έκθεση ζωγραφικής στο Σουχούμι. Αρχικά της έστελνε ραβασάκια που τα άφηνε στο ταμείο της, σ’ ένα πολυκατάστημα όπου εργαζόταν η Νίνα. Όταν τέλειωσαν οι διακοπές του κι έφυγε στην Τιφλίδα, σχεδόν κάθε μέρα της έστελνε γράμματα. Τα γράμματα ήταν σε ροζ φακέλους, με μικρογραφίες πάνω που έκανε ο ίδιος. Καρδούλες, τριανταφυλλάκια, πρόσωπα, διάφορα λουλούδια. Η Νίνα τα γράμματα τα μάζευε σ’ ένα κουτί από καινούρια ιταλικά παπούτσια, αγορασμένα στη μαύρη αγορά. Όταν γέμισε το κουτί, διάλεξε έναν μεγάλο άδειο τενεκέ από ελιές με ζωγραφισμένη μια ξανθιά Ελληνίδα και την ελληνική σημαία. Οι ελιές ήταν από την Ελλάδα φυσικά, τις αγόρασε και αυτές στη μαύρη αγορά, πληρώνοντας τον μισό της μισθό. Φαγώθηκαν αργά-αργά για περισσότερη απόλαυση. Η κάθε ελιά που έμπαινε στο στόμα και μετά κατέβαινε στο στομάχι με κουκούτσια ή χωρίς, ήταν μια δυνατή επαφή με την Πατρίδα, με έναν κόσμο άγνωστο αλλά πολύ αγαπητό και ποθητό. Ο τενεκές με την ξανθιά Ελληνίδα στόλιζε την κουζίνα της για πολλά χρόνια. «Έτσι είναι η πραγματικές Ελληνίδες, ξανθιές, όχι σαν εμένα που είμαι μελαχρινή και κοντή», έλεγε καμαρώνοντας την ξανθιά στον τενεκέ. Ο τενεκές έγινε «ερωτοκιβώτιο». Εκεί μάζευε τα ερωτικά γράμματα του Δαβίδ και δεν τα διάβαζε όλα. Την είχε κουράσει η παθολογική του εμμονή να την παντρευτεί.
Μια μέρα έφτασε στο Σουχούμι η μάνα του. «Δεν πειράζει που είσαι μεγαλύτερη, παρ’ τον! Το παιδί μου υποφέρει από έρωτα για σένα. Και αν δεν τον αγαπάς θα τον συνηθίσεις και θα τον αγαπήσεις με το πέρασμα του χρόνου», της είπε. «Οι οικογένειά μας έχει κύρος, έχουμε χρήματα», συμπλήρωσε, αλλά με μια ελπίδα να πει το όχι η Νίνα, γιατί κατά βάθος δεν θα μπορούσε να συμπαθήσει καμιά γυναίκα που θα ήθελε ο γιος της. Η Νίνα πεισμάτωσε ακόμα πιο πολύ. Δεν μπορούσε να πει στη μητέρα του Δαβίδ ότι, εκτός από τη διαφορά της ηλικίας, είναι και το θέμα της εθνικότητας. Ο Δαβίδ δεν είναι Έλληνας, είναι Γεωργιανός. Πώς να τον παντρευτεί; Ήθελε να παντρευτεί μόνο Έλληνα.
Μετά από έναν χρόνο ο Δαβίδ σκοτώθηκε σε αυτοκινητικό δυστύχημα, καθώς γύριζε από έναν γάμο. Η Νίνα το έμαθε πολλούς μήνες αργότερα, αφού πρώτα έπαψε να λαμβάνει τα γράμματά του. Όταν το έμαθε στενοχωρήθηκε, σαν να έχασε έναν γείτονα που δεν τον ήξερε πολύ καλά και που ποτέ δεν είχε μπει στο σπίτι του. Τον τενεκέ με τα γράμματα τον μετέφερε στην αποθήκη.
Πέρασαν τα χρόνια, παντρεύτηκε, χώρισε, μεγάλωσε και ο Φίλιππος. Ήταν περίπου 14 χρονών, όταν την ρώτησε για τα γράμματα που βρήκε στην αποθήκη. «Μαμά, έκαψες καρδιές! Διάβασα μερικά γράμματα, συγνώμη!» Είχαν καλή σχέση, ο ένας ζούσε για τον άλλον. Τότε η Νίνα έφερε από την αποθήκη τον τενεκέ με τα γράμματα και του είπε: «Αν θέλεις διάβασέ τα ή να τα διαβάσουμε μαζί». Κάθισαν πολλές ώρες μέχρι που ο Φίλιππος κουράστηκε, την φίλησε στο μάγουλο και πήγε για ύπνο. Πέταξε μόνο: «Καληνύχτα, μανούλα».
Τι την έπιασε μετά; Ξαφνικά σηκώθηκε, μάζεψε όλα τα γράμματα, τα έβαλε πίσω στον τενεκέ, βγήκε έξω στο σκοτάδι της νύχτας και τα άφησε στο καλάθι των σκουπιδιών, στο πάρκο.


Ο Κόλια, κάθε μέρα, από τις τέσσερις το πρωί, μάζευε τα σκουπίδια στο κεντρικό πάρκο και μετά στο σπίτι ασχολιόταν με την κηπουρική. Είχε ένα περιβόλι με μανταρίνια. Τον χειμώνα πουλούσε τα μανταρίνια στη Μόσχα. Ήταν πολύ ακριβά φρούτα, χριστουγεννιάτικα κι εξωτικά. Στον ελεύθερο χρόνο του διάβαζε βιβλία. Μπορεί να έχει διαβάσει και όλα τα βιβλία της τοπικής βιβλιοθήκης, αλλά δεν του άρεζε να συζητάει για τη λογοτεχνία. Διάβαζε για να περνάει ευχάριστα την ώρα του. Ζούσε πολλές ζωές μέσω των ιστοριών που διάβαζε, έλεγε: «Εγώ δεν έχω ερωτευτεί μόνο μια φορά, αλλά πάρα πολλές φορές! Εγώ δεν σκότωσα, άλλα υπήρξα δολοφόνος!» Και όταν έβλεπε την απορία των φίλων του, διευκρίνιζε: «Αφού για όλα αυτά διαβάζω στα βιβλία, είναι σαν να τα έζησα και στην πραγματικότητα!»
Ο Κόλια αμέσως πρόσεξε τον τενεκέ, με την όμορφη γυναίκα ζωγραφισμένη πάνω και την γαλανόλευκη σημαία. Τον άνοιξε από περιέργεια, κοίταξε με προσοχή μέσα στον τενεκέ. Μπορούσε να έχει και εκρηκτικά. Όταν είδε πως ήταν γεμάτος γράμματα, τον μάζεψε αμέσως. Δεν είχε δικαίωμα -και από τον νόμο- να τον φορτώσει στο σκουπιδιάρικο. Μέσα στις υποχρεώσεις του ήταν, να μαζεύει τη βρωμιά της πόλης, να παρατηρεί ό,τι ύποπτο συμβαίνει στο πάρκο και οτιδήποτε ύποπτο πετιέται στα σκουπίδια.
Τα γράμματα δεν τα πήγε στην υπηρεσία αμέσως, όπως θα έπρεπε, αλλά τα έφερε σπίτι του και το βράδυ όταν τελείωσε όλες τις δουλειές, άρχισε ένα - ένα να τα διαβάζει. Ήρθε η γυναίκα του να δει γιατί δεν κοιμάται, έπιασε κι αυτή ένα γράμμα και δεν μπορούσε να ξεκολλήσει. Έτσι, οι δυο τους διάβαζαν μέχρι τα ξημερώματα. Συγκλονισμένοι πήγαν να κοιμηθούν. Κανένας δεν μιλούσε, μόνο ο Κόλια είπε: «Τέτοιον έρωτα! Μόνο στα βιβλία διάβαζα για τέτοιον έρωτα. Θα ήθελα να γνωρίσω αυτήν τη γυναίκα!»
Την άλλη μέρα πήγε τα γράμματα στον προϊστάμενο της υπηρεσίας και σε μια εβδομάδα τα γράμματα έφτασαν στον Δήμαρχο, κατά το τυπικό. Όλη η πόλη μιλούσε γι’ αυτήν τη μονόπλευρη αλληλογραφία του ερωτευμένου άνδρα από την Τιφλίδα με μια συμπολίτισσά τους. Όλοι πλέον ήξεραν ποια είναι, αφού στον κάθε φάκελο είχε το όνομα και το επίθετο της Νίνας. Στις γυναίκες, που διάβαζαν τα γράμματα του Δαβίδ, δεν άρεσε η ασυγκίνητη Νίνα. «Και ποια είναι; Μα τέτοιος έρωτας!» Αντίθετα οι άνδρες σχεδόν την θαύμαζαν. Μετά κάλεσαν τη Νίνα να πάει στον αντιδήμαρχο. Πήγε ξαφνιασμένη, προσπαθούσε να μαντέψει τι την θέλει.
Ο αντιδήμαρχος έβγαλε στο τραπέζι τα γράμματα του Δαβίδ χωρίς τον τενεκέ. Ήταν τακτοποιημένα σ’ ένα χάρτινο μεγάλο κουτί και της είπε: «Συγνώμη, αλλά ήθελα να σας γνωρίσω. Συγχωρήστε με, αλλά διάβασα μερικά γράμματα. Εσείς τα πετάξατε. Αυτό σημαίνει ότι δεν ανήκουν πια σε σας. Έγιναν σκουπίδια και ανήκουν στη μάνδρα. Ο αποστολέας σάς αγάπησε πολύ, φαίνεται. Συγνώμη και πάλι, αλλά να σας πω… τα ερωτικά γράμματα δεν τα πετάμε στα σκουπίδια. Έπρεπε να τα είχατε κάψει, μόνον έτσι εξαφανίζονται. Με τη φωτιά!»
Η Νίνα πήρε αγκαλιά το κουτί με τα γράμματα κι έφυγε ντροπιασμένη. Στον δρόμο σκεφτόταν πού να βάλει φωτιά να τα κάψει. Το Σάββατο με τον Φίλιππο έφυγαν στο χωριό, στη θεία της. Εκεί όλο το κουτί το άδειασε στον φούρνο, όπου έψηνε η θεία ψωμί και πίτες. «Μην τα καις όλα μαζί, άφησέ τα να τα κάψω εγώ ένα-ένα, κάθε φορά ανάβοντας τον φούρνο» είπε η θεία, αλλά ήταν αργά.


Ξύπνησε από τον μεσημεριανό ύπνο και την κατέλαβε πάλι η θλίψη. Θυμήθηκε τον Σωτήρη, που την κοιτούσε μέσα στα μάτια σαν να διάβαζε την ψυχή της. Το βράδυ έβγαλε τις παλιές φωτογραφίες να δει τον γιο της όταν ήταν ακόμα μικρός. Εκεί που κοιτούσε τις φωτογραφίες, έπεσαν τέσσερα φύλλα από ένα σχολικό τετράδιο. Ήταν γραμμένα με στύλο, με μπλε μελάνη και με στρωτά καλλιγραφικά γράμματα. Ήταν τα ερωτικά ραβασάκια που της έστελνε ο Δαβίδ όταν την πρωτοείδε. Η αλήθεια είναι, ότι ποτέ δεν τα διάβασε προσεκτικά, έριχνε μόνο ένα βλέμμα στο κείμενο κι αυτό ήταν. Τώρα που έχασε τον Σωτήρη-τον γάτο, για πρώτη φορά ήθελε να τα διαβάσει και να θυμηθεί κάποιον που δεν ήθελε να γνωρίσει, που δεν του μίλησε ποτέ και ποτέ δεν του έγραψε.


«Σήμερα είναι 7 Ιουλίου. Ξεκίνησα από το σπίτι μου στις επτά το πρωί και περίμενα να σας δώσω το γράμμα μου, αλλά δεν ξέρω αν τελικά έφτασε στα χέρια σας. Το επίθετό μου είναι Μπερουλάβα και ονομάζομαι Δαβίδ. Ξέρετε γιατί γράφω σε σας; Θέλω πολύ να μάθω το όνομά σας! Ελπίζω πως θα μου το πείτε. Αν επιθυμείτε να μου πείτε το όνομά σας, γράψτε μου λίγα λόγια και στείλτε τα στη διεύθυνση: «Σουχούμι, κεντρικό ταχυδρομείο “σε αναμονή”. Πιστέψτε με, στη διάρκεια της χρονιάς, κάθε δεκαπενθήμερο θα πηγαίνω στο ταχυδρομείο με την ελπίδα να πάρω έστω ένα σημείωμα από σας. Γράψτε μου έστω μια φορά, σας παρακαλώ πάρα πολύ!»


«Συνέχεια σας σκέφτομαι, η εικόνα σας είναι μπροστά μου και δεν μπορώ να κάνω τίποτα για να την εξαφανίσω. Κάντε κάτι, για να μην σας χάσω. Σας παρακαλώ πολύ!»


«Κάθομαι στο παγκάκι στη γωνία των οδών Λένιν και Στάλιν. Σας σκέφτομαι συνέχεια. Κορίτσι μου, τι θα κάνετε με αυτό το γράμμα μου; Θα το πετάξετε στα πόδια των περαστικών; θα το σκίσετε; Καλύτερα το τελευταίο, να το σκίσετε! Αλλά ελπίζω ότι θα το κρύψετε, θα το διαβάσετε στον ελεύθερό σας χρόνο, έτσι, έστω για λόγους ανθρωπιάς…»


«Μήπως δεν έχετε δικαίωμα να κρατάτε τέτοια γράμματα ή μήπως λαμβάνετε πιο ωραία γράμματα από κάποιον άλλον; Εις το… ήθελα να γράψω «Εις το επανιδείν…
Αλλά αυτό δεν ταιριάζει στην περίπτωσή μας, έτσι δεν είναι; Και ποιος ξέρει, κάποτε μια μέρα, χρόνια μετά, θα περάσω από τη δουλειά σας, έτσι απλά, να δω πώς είσαστε και αν διατηρήσατε την ομορφιά και τη φρεσκάδα σας».


«Θέλω να σας ρωτήσω, αν διαβάζετε με απόλαυση τη λογοτεχνία. Έτσι, με προσοχή, χωρίς να βιάζεστε, γλυκαίνοντας με την κάθε λέξη και την κάθε έκφραση την ψυχή σας. Ξέρετε να απολαμβάνετε το άρωμα της κάθε λέξης και την ομορφιά που μεταφέρει ο συγγραφέας; Έτσι διαβάζω εγώ τη λογοτεχνία, και σας ρωτάω επειδή απλά θέλω να καταλάβετε, πίσω από τις λέξεις, πολύ περισσότερα από αυτά που σας γράφω…»


«Λόγω τιμής, πάνω από μια ώρα έγραφα, ενώ καθόμουν στο παγκάκι στο πάρκο. Μετά το διάβασα και το έσκισα. Το καημένο μου το πρώτο γράμμα! Αυτό που σας το έδωσα... Αν ήταν γράμμα αυτό; Δεν ξέρω αν το σκίσατε σε μικρά κομματάκια. Όμως διαισθάνομαι πως είναι κάπου πεταμένο στον δρόμο και το πατάνε αδιάφοροι περαστικοί και τώρα βρώμισε από τις λάσπες και τη σκόνη και σβήστηκαν οι περισσότερες λέξεις. Αλλά να ξέρετε, γράφοντάς το, προσπάθησα τόσο πολύ να μεταφέρω όλα τα συναισθήματά μου για σας…»


«Αχ, έκανα ίσως λάθος, μήπως σας ενοχλώ με την παρουσία μου έστω εξ αποστάσεως; Ξέρετε τι σκεφτόμουν εγώ σήμερα (29/07) όπως στεκόμουν απέναντι από το ταμείο σας; Όλο φοβόμουν πως θα κάνετε λάθος στις συναλλαγές. Αλήθεια, φοβόμουν να μην κάνετε κανένα λάθος κόβοντας αποδείξεις…»


«Μήπως νομίζετε πως παρόμοια γράμματα γράφω και σε άλλες; Να ξέρετε ότι με πολύ καθαρή καρδιά γράφω σε σας. Να ξέρετε πως πίστεψα σε σας και πιστεύω ότι μια μέρα θα με καταλάβετε, χωρίς λόγια. Ακόμα δεν ξέρω το όνομά σας και ποια είσαστε. Μήπως να ρωτήσω κάποιον άλλον για σας; Να μάθω για σας; Με τίποτα! Σας είδα και αυτό μου αρκεί. Μου αρκεί που είστε εσείς, που ζείτε μαζί μου σε αυτόν τον κόσμο, μου αρκεί που γράφω σε σας».


«Ακούστε, περίπου εδώ και έναν μήνα βρίσκομαι στο Σουχούμι. Αύριο 30/07 είναι η τελευταία μου μέρα. Από το πρωί ως το βράδυ θα περπατώ στην πόλη. Αστείο δεν είναι; Όλη η σκέψη μου είναι - εσείς. Σε τι φταίω εγώ; Σας είδα και δεν μπορώ να σας ξεχάσω».


«Μην ανησυχείτε δεν θα σας δημιουργήσω προβλήματα και δεν θα έρχομαι πια. Αν ήξερα πως είστε ελεύθερη (να μην σας προσβάλει αυτή η λέξη) και ότι έστω λίγο με συμπαθείτε, θα έκανα τα πάντα για να σας κερδίσω, να σας κάνω ευτυχισμένη! Τι κρίμα που δεν με γνωρίσατε!»


«Ίσως είναι καλύτερα και για σας και για μένα. Αλλά ομολογώ ότι ήμουν μαζί σας απόλυτα ειλικρινής, δεν έκρυψα τίποτα. Αν είχα καταλάβει πως σας προσβάλω και σας ενοχλώ και περιορίζω την ελευθερία σας, δεν θα σας ενοχλούσα ποτέ, αλλά μου δώσατε μια ελπίδα, γι’ αυτό συνέχισα να γράφω. Ούτε εγώ, ούτε κανένας άνδρας μπορεί να σας αγγίζει από συμφέρον, από πόθο. Αυτό δεν πρέπει να συμβεί ποτέ!»


«Ελληνίδα! Αν ξέρατε πώς το είπατε όταν συστηθήκαμε. Εγώ αισθάνθηκα μια ζεστασιά στην ψυχή μου, κάτι πολύ δικό μου αισθάνθηκα σε σας».


«Φεύγω… Θα σας παρακαλούσα για κάτι. Στο διπλανό σουπερμάρκετ εργάζεται η θεία μου, την λένε Τατιάνα Γ. Σας παρακαλώ, καμιά φορά να πάτε από κει, έστω απλά να την δείτε, έστω από μακριά και μετά φύγετε. Κάντε το για μένα. Γιατί ακριβώς αυτό έκανα κι εγώ για σας για δύο εβδομάδες. Τέσσερις - πέντε φορές περνούσα από τη δουλειά σας μόνο και μόνο να σας δω. Φεύγω, αλλά να ξέρετε, την εικόνα σας δεν θα την ξεχάσω ποτέ. Θα την βλέπω με την ψυχή μου, γιατί όλος ο κόσμος μού φαίνεται τώρα ωραίος και ευτυχισμένος. Κι εγώ το μόνο που εύχομαι είναι να είστε ευτυχισμένη!»


«Κορίτσι μου, θα σας γράφω.! Μη μου το στερείτε, μου αρκεί μόνο να ξέρω ότι θα λαμβάνετε και θα διαβάζετε τα γράμματά μου!».


Ο χρόνος δεν έσβησε ούτε τη μελάνη ούτε τη φρεσκάδα των γραμμάτων. Η ψυχή της Νίνας πλημμύρισε με αγάπη για τον αποστολέα που δεν τον θυμόταν καν. Μόνο το όνομα του: Δαβίδ. Χάρηκε όμως τόσο πολύ που σώθηκαν έστω αυτά! Λυπήθηκε για τα γράμματα που βρήκαν το τέλος τους στον κάδο με τα σκουπίδια. Της ήρθε η επιθυμία να διαβάσει τώρα και αυτά, που έκαψε στον φούρνο της θείας της. «Αύριο να πάω να φωτοτυπήσω τα ραβασάκια που σώθηκαν, στην περίπτωση που θα χαθούν, να έχω αντίγραφα», σκέφτηκε και της ήρθε να κλάψει. Να κλάψει με λυγμούς. Δεν θυμόταν πότε τελευταία έκλαψε έτσι, σαν μικρό παιδί. Ίσως και ποτέ. Ένιωσε πως το στόμα της, από τον θυμό και τη λύπη, κατέβηκε κάτω στο πηγούνι, και το πρόσωπό της ασχήμυνε. Το είδε στον καθρέπτη απέναντι, αλλά την παρατήρηση αυτήν την έκανε με λυγμούς και δεν ήξερε τελικά αν τα δάκρυά της ήταν για τον χαμό του Σωτήρη ή για την αγάπη που δεν έζησε...

****
Το δίηγημα μου άπό το συλογικό βιβλίο "Εκ του μη όντος" , εκδοσεις ΤΥΡΦΗ.

5 Ιουν 2019

150 χρόνια "οδύσσειας" και η πρώτη επίσκεψη στην Ήπειρο του Ρώσου Σεργκέι Πιντσούκ- Γαλάνη, δισέγγονου του Ηπειρώτη Ιωάννη Γαλάνη


«Είχα μια ανεξήγητη νοσταλγία να δω μια μέρα την ορεινή περιοχή των προγόνων μου, ήθελα να επισκεφτώ την Ήπειρο» αφηγείται στο Αθηναϊκό- Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων ο Ρώσος ιστορικός και συγγραφέας, Σεργκέι Πιντσούκ - Γαλάνη(ς), 51 ετών, που για πρώτη φορά στη ζωή του επισκέφτηκε πριν δυο εβδομάδες την Ελλάδα και την Ήπειρο.


   «Δεν ήξερα ότι κατάγομαι από Έλληνα, τον Ιωάννη Γαλάνη, όμως έχω μεγαλώσει με αρχαιοελληνικούς μύθους. Έχω στο αρχείο μου μια φωτογραφία όπου είμαι 10 χρόνων, τυλιγμένος με άσπρο σεντόνι, παριστάνω τον Πάτροκλο... Και τα αγαπημένα μου εφηβικά βιβλία ήταν η "Οδύσσεια" και η "Ιλιάδα" του Ομήρου, στη μετάφραση στη ρωσική γλώσσα» λέει στη συνέντευξή του στο ΑΠΕ-ΜΠΕ.
   Στην ίδια ηλικία, των 10 χρόνων, συνεχίζει, για πρώτη φορά παρατήρησε την αγαπημένη του γιαγιά, Παρασκευή, να μιλάει με μια γειτόνισσα μια άγνωστη γλώσσα. «Τη ρώτησα και μου είπε: "Ελληνικά μίλαγα, παιδί μου. Εμείς, Σεριόζα (σ.σ. το υποκοριστικό του Σεργκέι) είμαστε Έλληνες, αλλά δεν το φωνάζουμε, γιατί ο πατέρας σου είναι μέλος του κομμουνιστικού κόμματος και αξιωματούχος στον στρατό... Μπορεί να τον διώξουν από το κόμμα και από την υπηρεσία, αν μαθευτεί!» είπε αυστηρά. Πιστεύω, από τότε είχα σβήσει από τη μνήμη μου για δεκαετίες την αποκάλυψη της καταγωγής μου. 
   Πολύ αργότερα, «όταν μεγάλωσα κι έμενα πλέον στη Μόσχα, η γιαγιά Παρασκευή είχε πεθάνει εκεί που ζούσε, στο ελληνικό χωριό μας, τη Σαρτανά της Μαριούπολης κι εγώ είδα ένα όνειρο. Σε αυτό το όνειρο, η γιαγιά Παρασκευή εμφανίστηκε με μαύρο φόρεμα και μαύρο μαντήλι (ενώ ντυνόταν πάντα με χρωματιστά φουστάνια). Με πήρε από το χέρι... Περπατήσαμε κάποιες ορεινές διαδρομές, μέχρι που εμφανίστηκε ένα παλιό νεκροταφείο με σταυρούς. Οι επιγραφές στους τάφους ήταν σε μια γλώσσα άγνωστη για μένα. Άγγιξα τις κρύες και άψυχες πέτρες. Θυμάμαι την προσεκτική ματιά της γιαγιάς μου. Πίσω από το νεκροταφείο ξεκίνησε μια απότομη κάθοδο από το βουνό. Μπροστά μου ήταν πόλη με κόκκινες κεραμοσκεπές, πάνω από τις οποίες έπλεαν τα σύννεφα» λέει.
   Το όνειρο τον συγκλόνισε. «Από τότε στράφηκα συνειδητά στην αναζήτηση της ιστορίας της ελληνικής μου οικογένειας, που με οδήγησε στην έρευνα της ιστορίας των εθελοντών Ελλήνων, της Ελληνικής Λεγεώνας, που πάλεψαν ηρωικά στην πλευρά της Ρωσικής Αυτοκρατορίας στο Κριμαϊκό πόλεμο, στα μέσα του 19ου αιώνα» εξομολογείται.
   Ο Σεργκέι έμαθε ότι οι προγονοί των γονιών του και από δυο πλευρές ήταν ελληνικής καταγωγής.

   «Ο ένας προπάππους μου, Ιωάννης Γαλάνης, ήταν από την Ήπειρο, από την πόλη των Ιωαννίνων. Ηπειρώτης από την κριμαϊκή πόλη Μπαλακλάβα και ο άλλος, ο Θεόδωρος (Φιόντορ) Καραντινό (σ) από τη Μαριούπολη. Το ουκρανικό επίθετο Πιντσούκ το πήρε από την μητέρα μου ο πατέρας Γαλανός, για να μην έχει προβλήματα στη σταδιοδρομία του. Την εποχή του 1953 ο φόβος των σταλινικών διώξεων δεν είχε περάσει» σημειώνει.


   Στην αναζήτηση της ιστορικής αλήθειας και την αποκατάσταση της εθνικής μνήμης και της ταυτότητας της καταγωγής των προγόνων του, ο Σεργκέι Γαλάνη αφιέρωσε πάνω από δέκα χρόνια, μελετώντας τα ιστορικά έγγραφα στο Κρατικό Ιστορικό - Πολεμικό Αρχείο της Μόσχας. 

    Η ιστορία του Ιωάννη Γαλάνη και ένα ιδιαίτερο όνειρο αφύπνισης
   Ο προ -προπάππους του Σεργκέι, Ιωάννης Γαλάνης (1825-1890), καταγόταν από την Ήπειρο και συγκεκριμένα από την πόλη των Ιωαννίνων. Η ελληνική εξέγερση το 1854, στην οποία συμμετείχε, ξεκίνησε στην Ήπειρο και τη Θεσσαλία. Αφού άγρια συνετρίβη από τους Τούρκους, ο Ιωάννης, μαζί με τους εθελοντές από διάφορες περιοχές της Ελλάδας, προσχώρησε στα ρωσικά στρατεύματα και στη συνέχεια βρέθηκε στον Δούναβη.
   Στην Tulcea (πόλη στην σημερινή Ρουμανία), προσφέρθηκε εθελοντικά για μια επιχείρηση υπό τη διοίκηση του υπολοχαγού του Ελληνικού Βασιλικού Στρατού, Αριστείδη Χρυσοβέργη. Για περισσότερο από δύο χρόνια βρισκόταν στον πόλεμο. Ηρωικά υπεράσπισε τη Σεβαστούπολη της Κριμαίας.
   «Ο προπάππους μου, ως υπήκοος της οθωμανικής αυτοκρατορίας, δεν μπορούσε να επιστρέψει στην πατρίδα του -αναπόφευκτα, τον περίμενε φυλακή ή θάνατος. Έτσι, το 1857, ο Ιωάννης με τους άλλους Έλληνες συμπατριώτες του, εγκαταστάθηκε στις εκτάσεις γης του Μητροπολίτη Ιγνατίου, κοντά στην πόλη Μαριούπολη. Εκεί παντρεύτηκε μια ντόπια Ελληνίδα, την Χαριτίνη, εκεί έχτισε το σπίτι του και άφησε τις ρίζες του να απλώνονται στην ξενιτιά... Από αυτόν τον απόγονο ξεκίνησε η φαμίλια μας» λέει ο Σεργκέι.
   «Για αυτό ήθελα να επισκεφτώ την Ήπειρο, για να δω με τα μάτια μου όλα αυτά, που έβλεπε πριν 150 χρόνια ο Ιωάννης Γαλάνης, αφήνοντας την πατρίδα για πάντα...» 
   Όταν πριν δυο εβδομάδες, στο πρώτο του ταξίδι στην Ελλάδα και την Ήπειρο, ανέβηκε στο Κάστρο, ανατολικά από το πιο ανυψωμένο σημείο της πόλης...
   «Είδα την ίδια πόλη από το παλιό μου όνειρο, με το ίδιο τοπίο. Την ονειρική εικόνα της Ηπείρου κουβαλούσα στην καρδιά μου για πολλά χρόνια, μέχρι που έγινε πραγματικότητα το ταξίδι αυτό!» λέει με μεγάλη χαρά.
    Στο ταξίδι αυτό τον βοήθησε ο φίλος του, ιστορικός Αγαθάγγελος Γκιουρτζίδης, με τον οποίο τα τελευταία χρόνια συνεργαζόταν στο θέμα της έρευνας της ιστορίας της Ελληνικής Λεγεώνας της Κριμαίας.
   Βλέποντας το επίθετό σου στις πινακίδες των δρόμων μιας πόλης που δεν έχεις ξαναεπισκεφτεί


   Ο Σεργκέι Γαλάνη βρέθηκε πρώτη φορά στην Ελλάδα με την αφορμή της ανακάλυψης του λάβαρου του Ελληνικού Πεζικού Συντάγματος 1779--1796 στο Μουσείο Ερμιτάζ και της παράδοσης του πιστού αντιγράφου του στο Εθνικό Ιστορικό Μουσείο στην Αθήνα, που πραγματοποιήθηκε σε μια ειδική εκδήλωση στις 10 Μαΐου.
   Μαζί με φίλους, ταξίδεψε οδικώς από την Αττική στα Γιάννενα.
   «Η πατρίδα των προγόνων μου είναι μια όμορφη ορεινή περιοχή. Κατά τη γνώμη μου, η λέξη "μεγαλοπρεπής" είναι η πιο κατάλληλη για αυτό τον τόπο» σημειώνει.
    Ο Σεργκέι Γαλάνη, στο σύντομο ταξίδι του στα Γιάννενα, δεν κατάφερε να βρει κάποια ή κάποιον συγγενή του: «Το μόνο, όταν έβλεπα το επίθετό μου, γραμμένο στις πινακίδες των οδών, η ψυχή μου γέμιζε με αίσθημα ανακούφισης, έτσι όπως αισθάνεται το μικρο παιδί, όταν σφιχταγκαλιάζει τη μητέρα του» λέει.
   Μιλώντας για τα μελλοντικά σχέδια, γνωστοποιεί ότι γράφει νέο μυθιστόρημα, στο οποίο ο ήρωάς του, είναι ένας Βούλγαρος, που προσπαθεί να φύγει από την σοσιαλιστική κλειστή χώρα του στην καπιταλιστική Ελλάδα, την εποχή του 1951. «Θέλω να εκδώσω επίσης τόμο με τις έρευνές μου για τους Έλληνες της Μπαλακλάβα (Κριμαία). Σκέφτηκα επίσης ότι θα μπορούσα να προσφέρω και στην προώθηση του τουρισμού στη Ρωσία. Να έρθουν οι Ρώσοι στην ιστορική μου πατρίδα, την Ήπειρο. Να μάθουν για τα υπέροχα βυζαντινά και τα άλλα μνημεία της περιοχής, την ιστορία του τόπου, να απολαύσουν τα μοναδικά τοπία, τα όμορφα χωριά και την ντόπια κουζίνα» επισημαίνει.
   Ο Σεργκέι Πιντσούκ Γαλάνης γεννήθηκε το 1968. Είναι απόγονος του Ηπειρώτη Ιωάννη Γαλάνη με καταγωγή από τα Γιάννενα, πολέμαρχου του Κριμαϊκού πολέμου του 1853-1856, ο οποίος, στη συνέχεια έμεινε στην Ρωσία.

   Ο Σεργκέι Γαλάνης το 1993 αποφοίτησε από τη σχολή φιλολογίας και δημοσιογραφίας του Κρατικού Πανεπιστήμιου Βαλτικής Εμμανουήλ Καντ. Στη συνέχεια ολοκλήρωσε μεταπτυχιακές σπουδές στο Ινστιτούτο Στρατηγικών Μελετών της Ρωσίας. Στην αρχή της σταδιοδρομίας του εργάστηκε σε μεγάλες ενεργειακές εταιρίες, έπειτα πέρασε στην υπηρεσία του Υπουργείου Εξωτερικών της Ρωσίας. Υπηρέτησε στη ρωσική διπλωματική αντιπροσωπεία στην Ουκρανία.
   Το αντικείμενο των επιστημονικών ενδιαφερόντων του, είναι πολιτική και στρατιωτική ιστορία, γεωπολιτική, εθνογραφία. Έχει δημοσιεύσει άρθρα στο ρωσικό και ξένο τύπο (ΗΠΑ, Ηνωμένο Βασίλειο, Ελλάδα, Ουκρανία). Όπως και επιστημονικά άρθρα αφιερωμένα στα ζητήματα στρατιωτικής ιστορίας, ελληνορωσικών σχέσεων και διεθνών σχέσεων στα Βαλκάνια κατά τους 18-19 αιώνες. Είναι μέλος του Κέντρου Ελληνορωσικών Ιστορικών Ερευνών (ΚΕΡΙΕ), μέλος Δ.Σ. του Συνδέσμου Φιλίας Ρωσίας-Ελλάδας-Κύπρου «Φιλία».
   Έχει γράψει και εκδώσει τα έξης βιβλία: 
   «Ελληνικό πεζικό σύνταγμα της Μπαλακλάβας στο πρώτο τέταρτο του 19 αιώνα» // στο συλλογικό έργο «Οι Έλληνες της Μπαλακλάβας και της Σεβαστούπολης» - Μόσχα, Ίνδρικ, 2013.
   «Ο λοχαγός Χρυσοβέργης» - μυθιστόρημα, Μόσχα, Πόντβιγκ, 2015. «Ο λοχαγός Χρυσοβέργης» - μυθιστόρημα, Χάρκοφ, Φόλιο, 2013.
   «Κριμαϊκός πόλεμος και η οδύσσεια της Ελληνικής Λεγεώνας» - μονογραφία, Μόσχα, Βέτσε, 2016.
   «Το βαλκανικό αστέρι του κόμη Ιγνάτιεφ»: μυθιστόρημα - Μόσχα, Βέτσε, 2018. «1000 χρόνια μαζί: τα καθοριστικά σημεία ιστορίας Ρωσίας και Ελλάδας»: Μόσχα, 2018 (ομαδικό έργο).
   «Οι Έλληνες της Ρωσίας: δρόμος προς την αναγέννηση (Δοκίμια της ιστορίας ελληνικού κοινωνικού κινήματος στην Ρωσία 1917-2017)» - Ρωσόφ-Ντόν, Ωμέγα Πριντ, 2019.
   Σοφία Προκοπίδου



Οι γάτες της Zήνας

  Η Ζήνα και οι γάτες της - Εκτός που τον βρήκα αγκαλιά με την οικιακή μας βοηθό, αργότερα μαθαίνω, ότι έχει σχέση εδώ και πέντε μήνες ...