1 Φεβ 2021

Μυστική οργάνωση «Παιδαγωγική Εταιρία»

 Ο ανακριτής Νικόλαϊ Νικολαγεβίτς φαινόταν ευγενικός άνθρωπος. Όταν μιλούσε, δεν ανέβαζε τη φωνή του. Ήταν αξιωματικός της ΚGB, ενώ έμοιαζε τραγουδιστής οπερέτας. Είχε μια ελιά στο αριστερό του μάγουλο και το πρόσωπό του ήταν υπερβολικά όμορφο, με λεπτά χαρακτηριστικά, θυμίζοντας γυναικείο πρόσωπο. Ο Αχιλλέας, μόλις τον είδε, χάρηκε, έβλεπε απέναντί του έναν συμπαθητικό άνθρωπο και πίστεψε ότι η επίσκεψή του θα ήταν σύντομη. Δεν περίμενε ότι αυτή την ημέρα της ζωής του θα απογοητευόταν πολύ, τόσο πολύ, ώστε να αλλάξει γνώμη για πολλά πράματα που είχε πιστέψει στη ζωή του. Η ημέρα αυτή ανέκοψε ριζικά και τον σοβιετικό “πατριωτισμό” του. Δεν ήξερε ακόμα ο Αχιλλέας, όταν αντίκρισε το λεπτό πρόσωπο του ανακριτή, ότι σε λίγο θα απαρνιόταν πολλά πράγματα. Και η απογοήτευσή του θα του έφερνε μια μελαγχολία παράξενη, σαν αυτή που νιώθει κανείς όταν αποχαιρετάει κάτι που τον έκανε ευτυχισμένο άνθρωπο.

Ο Αχιλλέας μαζί με τους φίλους του είχε ιδρύσει μια μυστική οργάνωση των Ελλήνων. Αυτό έγινε την εποχή του 1970. Την ονόμασαν «Παιδαγωγική Εταιρία», με πρότυπο τη «Φιλική εταιρία» του 1814, στην Οδησσό. Τα μέλη της εταιρίας, όλοι Έλληνες - Πόντιοι, δεν σκόπευαν σε τίποτα το επαναστατικό και ποτέ δεν στόχευσαν προφανώς στην ανατροπή του σοβιετικού καθεστώτος. Ήθελαν απλά να κρατήσουν πιο δυνατές τις σχέσεις των ποντίων μεταξύ τους και το βασικό, να αλληλοβοηθούνται. Οι στόχοι της «Παιδαγωγικής Εταιρίας» ήταν γνήσιοι και αθώοι, κανένας δεν ασκούσε κριτική κατά του κόμματος και των μελών της «Κεντρικής Επιτροπής» ή του ίδιου του «Προέδρου».

Ο Αχιλλέας βασίστηκε στην εμπειρία της «Φιλικής Εταιρίας» και η δομή της οργάνωσής τους ήταν σαν αυτή, της «Φιλικής». Το κάθε μέλος γνώριζε αυτοπροσώπως μόνο πέντε άτομα, ενώ όλοι οι εγγεγραμμένοι ήταν πάνω από 200. Ο Αχιλλέας και οι φίλοι του δεν είχαν καμιά σύνδεση με την Ελλάδα. Ίσως γι αυτό η ΚGB άργησε να τους ανακαλύψει...

«Απλά, θέλαμε να κρατήσουμε δυνατούς τους δεσμούς μεταξύ μας και να προσέχουμε τη νεολαία. Η οργάνωσή μας δεν επέτρεπε μικτούς γάμους, πρόσεχε τις κοπέλες να μη φοράνε κοντές φούστες – τότε, στη Δύση, είχε γίνει η σεξουαλική επανάσταση, που τα ίχνη της έφταναν μέχρι και στην ΕΣΣΔ. Ελευθερία χωρίς όρια, ναρκωτικά, ροκ μουσική κ.λπ. … Εμείς θέλαμε οι νέοι μας να συμπεριφέρονται σεμνά, σύμφωνα με την ηθική, τα ήθη και έθιμα των Ποντίων. Και μπορώ να πω ότι είχαμε ελάχιστες περιπτώσεις που κάναμε παρατήρηση στις κοπέλες μας. Όλες τους ήταν καλές, διατηρούσαν την αθωότητά τους μέχρι τον γάμο», έλεγε ο Αχιλλέας στην Αντιγόνα, και έφτανε στον κύριο στόχο της Οργάνωσης: «Ο βασικός στόχος μας ήταν να αποκαλύπτουμε ταλέντα μεταξύ των νέων και να τους βοηθάμε. Αν ήταν από φτωχές οικογένειες, χορηγούσαμε χρήματα για τις σπουδές τους».

Κάθε χρόνο, ο Αχιλλέας και οι φίλοι της «Παιδαγωγικής Εταιρίας» οργάνωναν πανηγύρι σε υπαίθριους χώρους, ψηλά στα βουνά του Καυκάσου, μακριά από τα μάτια των περίεργων ανθρώπων. Στο πανηγύρι - «πικνίκ» μαζεύονταν εκατοντάδες πόντιοι και διασκέδαζαν μαζί τις ημέρες των εθνικών γιορτών της Ελλάδος. Στην αρχή του πανηγυριού, πάντα έβγαινε ένας ομιλητής με μικρή εισήγηση για τα γεγονότα της επετείου, είτε ήταν «25η Μαρτίου» είτε η ημέρα του «Όχι». Τραγουδούσαν συνήθως ελληνικά τραγούδια, που μάθαιναν από τις ελληνικές ραδιοφωνικές εκπομπές, που κρυφάκουγαν. Στη χώρα ήταν απαγορευμένο ν’ ακούς ξένους ραδιοφωνικούς σταθμούς. Από αυτές τις εκπομπές το μουσικό ελληνικό συγκρότημα «Συρτάκι» αντέγραφε τα τραγούδια. Τις άγνωστες ελληνικές λέξεις τις έγραφαν όπως τις άκουγαν, χωρίς να καταλαβαίνουν και πολλά. Αλλά το ένστικτό τους, έτσι και αλλιώς, δεν τους πρόδιδε, και στην ερμηνεία του τραγουδιού δεν έκαναν ποτέ λάθη.

Μια χρονιά, στο πανηγύρι, έστησαν ένα τεράστιο πανό με ζωγραφισμένο τον Παρθενώνα. Ήταν έργο του Όμηρου Μουστίδη. Πετυχημένη ζωγραφιά, σαν να ήταν πραγματικός Παρθενώνας. Ο Όμηρος αποτύπωσε ακόμα και την κλίση των κολονών του ναού στον μουσαμά, διαστάσεων 10 επί 8 μέτρα. Περίπου διακόσια άτομα φωτογραφήθηκαν ομαδικά μπροστά στον “Παρθενώνα”. Αν δεν φαινόντουσαν τα δέντρα και το δάσος από τις άκρες του πανό και το δάπεδο, που ήταν ένας χορταρένιος λόφος, θα έλεγε κανείς ότι ήταν πραγματική φωτογράφιση πάνω στην Ακρόπολη της Αθήνας. Η Αντιγόνα, όταν είδε αυτή τη φωτογραφία σε μια έκθεση από το αρχείο του Ηρακλή Παπουνίδη, το πρώτο που ρώτησε ήταν: «πώς το 1972 βρέθηκαν τόσοι πολύ Πόντιοι μαζεμένοι στην Αθήνα;» Ο Ηρακλής ξελιγώθηκε στα γέλια, της είπε να κοιτάξει προσεκτικά τη φωτογραφία, και τότε η Αντιγόνα πρόσεξε και τα δέντρα και το δάσος που “έβγαιναν” από τον ζωγραφισμένο ουρανό της Αθήνας, που σκέπαζε τη ζωγραφισμένη Ακρόπολη. Πρόσεξε ακόμα και τον λόφο με το βελούδινο χόρτο όπου, καθιστοί, πόζαραν οι περήφανοι καυκάσιοι έλληνες.

Ακόμα και σήμερα ο Αχιλλέας αναρωτιέται πώς αποκαλύφθηκε η «Παιδαγωγική Εταιρία», και ποιος τους είχε προδώσει στην ΚGB. Δεν τολμούσε να υποψιαστεί κανέναν. «Θα μπορούσε να το κάνει οποιοσδήποτε, οι άνθρωποι δεν είναι τέλειοι, μεταξύ μας υπήρχαν και φοβισμένοι, αλλά δεν ήθελα να πιστέψω ότι μόνοι μας “αυτοκτονήσαμε”. Θέλω να ελπίζω ότι μας βρήκαν τυχαία. Αυτά συμβαίνουν! Η ΚGB μας διέλυσε το 1976», ιστορούσε ο Αχιλλέας στην Αντιγόνα, για την πιο επικίνδυνη για τη ζωή του περιπέτεια.

Σε όλη τη Γεωργία άρχισαν να καλούν στα τοπικά γραφεία της ΚGB τους Έλληνες, με την κατηγορία της «αντικαθεστωτικής δραστηριότητας». Το μόνο που υποψιαζόταν ο Αχιλλέας ήταν ότι τον αποκαλυπτικό ρόλο έπαιξε η προσπάθεια της μυστικής οργάνωσής τους να βοηθήσουν τους κομμουνιστές στην Ελλάδα που βρέθηκαν στις φυλακές. Αυτό γινόταν το 1970-71, την περίοδο των «Τσέρνιε Παλκόβνικι», δηλαδή των μαύρων συνταγματαρχών. Από τις σοβιετικές εφημερίδες έμαθαν ότι οι κομμουνιστές στην Ελλάδα είχαν εξοριστεί στα απομακρυσμένα νησιά, ότι πολλοί απ’ αυτούς υπέφεραν στις φυλακές. Κανένα μέλος της «Παιδαγωγικής Εταιρίας» δεν μπορούσε να παρακολουθεί σιωπηλά τα θλιβερά αυτά γεγονότα, και αποφάσισαν να βοηθήσουν τους κομμουνιστές, στέλνοντας σ’ αυτούς και στις οικογένειές τους χρήματα. Τα χρήματα τα μάζευαν από χωριό σε χωριό, από πόλη σε πόλη, και τελικά συγκέντρωσαν ένα σεβαστό ποσό – ήταν πεντακόσια ρούβλια, με μέσο μισθό εξήντα ρούβλια. Τα χρήματα αυτά ποτέ δεν έφτασαν στην Ελλάδα. Η ΚGB γρήγορα έβαλε φρένο στην πρωτοβουλία των «γκρέκων» και άρχισαν να παρακολουθούν τον Αχιλλέα και τους φίλους του. Στην ΕΣΣΔ απαγορευόταν οποιαδήποτε πρωτοβουλία πολιτών, αν ήταν εκτός κομματικής γραμμής.

Η ανάκριση έμοιαζε με ένα λογοπαίγνιο. Όλη η κουβέντα, όλες τις ώρες, ήταν ίδια και το ανεξήγητο για τον Αχιλλέα ήταν ότι συνέχεια επαναλαμβανόταν. Δεν χωρούσε στο μυαλό του ότι ένας σοβαρός άνθρωπος, όπως ήταν ο ανακριτής, μπορούσε να παίζει μαζί του και να ρωτάει τα ίδια και τα ίδια, σα να μην είχε πάρει χαμπάρι ότι έχει απέναντί του έναν κύριο, έναν άνθρωπο σοβαρό, με όραμα, έναν περήφανο Έλληνα που ποτέ δεν λέει ψέματα, λέει τη αλήθεια και προσπαθεί να είναι δίκαιος.

– Πείτε μου πόσα άτομα ήταν στην οργάνωσή σας;

– Ακριβώς δεν ξέρω, περίπου διακόσια.

– Ποιανού ήταν η ιδέα;

– Δική μου. Από μικρός ήθελα κάτι να κάνω για τον λαό μας, τους γκρέκους.

– Τι σκοπεύατε;

– Να κρατάμε τις παραδόσεις μας. Προσέχαμε τη νεολαία μας.

– Τα χρήματα από πού τα παίρνατε;

– Χέρι-χέρι, σπίτι-σπίτι, μαζεύαμε. Κάποιοι που ήταν πιο άνετοι οικονομικά – γιατροί, έμποροι, δίνανε περισσότερα.

– Με ποιους από το εξωτερικό έχετε επαφή;

– Με κανέναν.

– Τα χρήματα για τους Έλληνες κομμουνιστές πού θα τα στέλνατε;

– Θα τα στέλναμε μέσω του υπουργείου εξωτερικών της ΕΣΣΔ, πιστεύω θα μας βοηθούσε το υπουργείο. Κομμουνιστική χώρα είμαστε, δεν πρέπει να βοηθάμε και τους Έλληνες κομμουνιστές που υποφέρουν από τη χούντα;

– Ποιός σας έδωσε την ιδέα να το κάνετε;

– Μόνοι μας το σκεφτήκαμε.

– Δεν λέτε την αλήθεια, είχατε σχέση με την Ελλάδα και σας χρηματοδοτούσαν απ’ εκεί!

– Όχι, δεν έχουμε, ούτε είχαμε σχέση με το εξωτερικό, ούτε με την Ελλάδα είχαμε. Μόνο να βοηθήσουμε θέλουμε, δεν ζητάγαμε βοήθεια!

Ο διάλογος αυτός με τις ίδιες ερωτήσεις επαναλαμβανόταν. Ο ανακριτής δεν σημείωνε τίποτα, μόνο ρωτούσε και τις απαντήσεις σα να μην τις άκουγε. Ο Αχιλλέας έβλεπε πως τώρα περισσότερο έμοιαζε με ένα κακό παιδί που δε σταματά να κοροϊδεύει, γιατί του άρεζε να βασανίζει τους άλλους.

Κάποια στιγμή αισθάνθηκε πως ζαλίστηκε, θα έπεφτε κάτω στο πάτωμα, ήταν στα πρόθυρα της λιποθυμίας. Αλλά έκανε ό,τι μπορούσε και άντεξε, δεν έπεσε. Η καρδιά του άρχισε να κτυπάει παράξενα, σαν να ήθελε να βγει έξω, αφήνοντας το σώμα στα χέρια του ανακριτή. Βράδιασε και ο Νικολάι Νικολάγεβιτς, με την ελιά στο μάγουλο, πάλι έμοιαζε με γυναίκα, μια πρόστυχη γυναίκα, που προσπαθούσε να παγιδέψει έναν άνδρα. Ο Αχιλλέας σιχαινόταν τέτοιες γυναίκες.

Το ίδιο βράδυ, όταν γύρισε σπίτι ταπεινωμένος και άδειος, πριν κοιμηθεί, σκέφτηκε ότι στην ουσία η ζωή του ήταν γεμάτη με ψέματα. Ομολόγησε στον εαυτό του ότι είχε δημιουργήσει με το μυαλό του μια εικόνα πολύ αισιόδοξη για τον ίδιο και τη ζωή του.

«Τίποτα δεν ήταν όπως το πιστεύαμε… Δεν είναι ζωή εδώ, δεν έχουν θεό αυτοί οι άνθρωποι, να φύγουμε στην Ελλάδα, μόλις μπορέσουμε!» σκέφτηκε και κοιμήθηκε. Το πρωί, θυμήθηκε το μπερδεμένο όνειρο που έβλεπε και τον ταλαιπώρησε αρκετά: με μια γυναίκα, που έμοιαζε τον Νικολάι Νικολάγεβιτς, που τον μαστίγωνε φωνάζοντας: «Ομολόγησε πως είσαι πράκτορας των Αμερικανών, δεν θα πας ποτέ στην Ελλάδα, στη φυλακή είναι η θέση σου, προδότη».

«Είναι η συνέχεια του εφιάλτη που έζησα χθες ξύπνιος», συμπέρανε ο Αχιλλέας, δεν είπε τίποτα στη γυναίκα του, τη Μάρω, που ήξερε από τα όνειρα, τα ερμήνευε καλά και κάπου-κάπου διάβαζε και το φλιτζάνι.

Τελικά, κανένας δεν μπήκε στη φυλακή. Είναι άγνωστο γιατί δεν συνέλαβαν κανέναν Έλληνα. Την ίδια περίοδο, όποιος έλεγε κάτι κατά της εξουσίας ταυτόχρονα χαρακτηριζόταν αντικαθεστωτικός και τον περίμενε η φυλακή, ή, ως «σχιζοφρενή», τον περίμενε το τρελοκομείο για έξι τουλάχιστον μήνες.

Ο Αχιλλέας σκέφτηκε ότι ίσως δεν τους πείραξαν γιατί η οργάνωση ήθελε να βοηθήσει τους κομμουνιστές, βασανισμένους απ’ τους χουντικούς. Δε συνέφερε την ΕΣΣΔ να τιμωρήσει κάποιους «γκρέκους», που έδειξαν με το παραπάνω τη συμπαράστασή τους στον λαό της Ελλάδας που ήταν κατά της Χούντας, άρα κατά και των ΗΠΑ. «Το τάιμινγκ, όπως λέτε εσείς σήμερα, ήταν καλό για μας, διαφορετικά θα είχαμε σαπίσει στις φυλακές για πολιτικούς κρατούμενους. Είχαμε τον Άγιο μας!» έλεγε ο Αχιλλέας πολλά χρόνια μετά.

Σοφια Προκοπίδου

 Από το βιβλίο "Μια βαλίτσα μούρο χαβιάρι"  εκδόσεις Κυριακίδη 

 

 

 

Οι γάτες της Zήνας

  Η Ζήνα και οι γάτες της - Εκτός που τον βρήκα αγκαλιά με την οικιακή μας βοηθό, αργότερα μαθαίνω, ότι έχει σχέση εδώ και πέντε μήνες ...