12 Απρ 2019

Ένα γράμμα του 1942 για την προσφυγιά στην Κατοχή



«Είμαι η τραγική γυναίκα της Καλαμαριάς, που βρέθηκε στην ανάγκη, να χωρισθή από το παιδί της, για να μη το βλέπη να μαραζώνη και να λυώνη από την πείνα, τη στέρηση και την ανέχεια. Είμαι εκείνη, που το παιδί της βρίσκεται την ώρα τούτη στα χέρια σου. Κράτησε το. Προστάτευσε το. Χάρισέ του ένα ελάχιστο μέρος από τις φροντίδες σου... »
To γράμμα της μάνας της, από το οποίο προέρχεται το παραπάνω απόσπασμα με δατήρηση της ορθογραφίας, κρατούσε σφικτά η τετράχρονη Ελένη Πασαχίδου, που μαζί με τα άλλα παιδιά έφτασαν από τη Καλαμαριά στην Κοζάνη τον Μάρτιο του 1942, με αυτοκίνητα του Ερυθρού Σταύρου.
«Δεν ήξερα τι έγραφε το γράμμα, το μόνο που μου είπε η μητέρα ήταν "Το γράμμα θα δώσεις στη γυναίκα, που θα σε ταΐσει και θα σε φροντίσει, τη νέα μητέρα σου, μέχρι που θα έρθω να σε πάρω"...» αφηγείται στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η ογδονταδυάχρονη σήμερα Ελένη Κυριμοπούλου, το γένος Πασαχίδου, ένα από τα -τότε- παιδιά, που σώθηκαν τα χρόνια του πολέμου από την πείνα και τις αρρώστιες, αλλάζοντας στέγη. Τη συναντήσαμε στην εκδήλωση τιμής και ευγνωμοσύνης για τη φιλοξενία 120 παιδιών της Καλαμαριάς στα χωριά της Μακεδονίας στη διάρκεια της Κατοχής, που πραγματοποιήθηκε πρόσφατα στο Δημοτικό Θέατρο «Μελίνα Μερκούρη».
Με αφετηρία αυτή την "άγνωστη" μέχρι πρότινος προσωπική ιστορία, το ΑΠΕ-ΜΠΕ αναζήτησε περισσότερα στοιχεία για εκείνες τις μέρες, τα οποία επιβεβαιώνουν την ανθρώπινη ανάγκη για αλληλεγγύη. Από τον Μάρτιο του 1942 ξεκίνησαν οι αποστολές παιδιών, με λεωφορεία, φορτηγά και τραίνα με τη συνοδεία της προϊσταμένης εθελοντριών του Ερυθρού Σταυρού, Ελίζας Κυδωνάκη, και άλλων εθελοντών. Τα παιδάκια ήταν κυρίως προσφυγικής καταγωγής, από έξι έως 15 χρονών» λέει στη συνέντευξη του στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο πρόεδρος του Ιστορικού Αρχείου Προσφυγικού Ελληνισμού (Ι.Α.Π.Ε.) τα τελευταία 12 χρόνια, Σωτήρης Γεωργιάδης.
«Μας έφεραν με το αυτοκίνητο του Ερυθρού Σταυρού, μας κατέβασαν στην πλατεία, φώναξαν τους ντόπιους κάτοικους να έρθουν, ζήτησαν να μας πάρουν στα σπίτια τους, προσωρινά, να μην πεθάνουμε, είπαν» εξιστορεί η κυρία Κυριμοπούλου. Ο Δημήτρης Φόρης, όταν είδε τη μικρή Ελένη (Πασαχίδου τότε), τη λυπήθηκε, ήταν το μικρότερο από όλα τα παιδιά, μόνο με ένα βρακάκι, τυλιγμένη με σεντόνι. «Δεν θυμάμαι γιατί δεν είχα ρούχα όμως, τι είχα πάθει... Θυμάμαι μόνο το χαμόγελο του Δημήτρη Φόρη, του δημοδιδασκάλου, που με πήρε στην οικογένεια του. Ο ίδιος είχε πέντε παιδιά να ταΐσει» συνεχίζει και μας δείχνει ένα μικροσκοπικό απόκομμα από την τοπική εφημερίδα που έγραφε μετά: «(...) Ο δημοδιδάσκαλος, Δημήτρης Φόρης, ο ενθουσιώδης αυτός Κοζανίτης έδωσε πρώτος το παράδειγμα για αλτρουισμό, με δακρυσμένα μάτια αγκάλιασε την μικρούλα. Και την πήρε για όλη την διάρκεια του πολέμου σπίτι του...».
Ο πρόεδρος του Αρχείου Προσφυγικού Ελληνισμού, Σωτήρης Γεωργιάδης, επισημάνει τη μέγιστη σημασία της έρευνάς τους, που βρίσκεται ακόμα στην εξέλιξη: «Το αξιοσημείωτο είναι ότι τα παιδιά φιλοξενήθηκαν στις προσφυγικές οικογένειες. Και οι κάτοικοι δεν δίστασαν ούτε στιγμή να ανταποκριθούν στην έκκληση για τη σωτηρία των παιδιών» λέει και συνεχίζει: «Χάρη στην αυταπάρνηση και την αλληλεγγύη αυτών των ανθρώπων, εκατοντάδες παιδιά σώθηκαν από την πείνα και τις ασθένειες που έφερε η σκληρή γερμανική Κατοχή. Κορυφαία είναι η περίπτωση του Μεσιανού Γιαννιτσών Πέλλας, στο οποίο φιλοξενήθηκαν 33 παιδιά από 40 οικογένειες. Πολλά παιδιά  φιλοξενήθηκαν στην Πτολεμαΐδα και σε χωριά της Εορδαίας Κοζάνης (όπως τα Κομνηνά, η Πεντάβρυσος, ο Περδίκκας, ο Άγιος Χριστόφορος), στην  πόλη της Κοζάνης και στο γειτονικό χωριό Χαραυγή».

Η Ελένη Κυριμοπούλου επιμένει ότι αυτή η δραματική περιπέτεια της ζωής της, την εμπλούτισε ως άνθρωπο, έφερε στη ζωή της ανθρώπους που έγιναν κάτι περισσότερο από συγγενείς: «Ο κύριος Φόρης, ανακοίνωσε στα παιδιά του, που ήταν μεγαλύτερα στην ηλικία, "σας έφερα τη μικρότερη αδελφούλα σας, να τη φροντίζετε με αγάπη!"», μας λέει με φωνή δυνατή η ογδονταδυάχρονη, παρόλη την ηλικία της και προσθέτει: «Μη με ακούτε που σήμερα μιλάω γρήγορα και δυνατά, τότε δεν μιλούσα, κάτι είχα πάθει και όλοι πίστεψαν ότι είμαι βουβή».
Από σιωπηλό κοριτσάκι, μεγαλώνοντας, έγινε ζωηρό παιδί, άρχισε να μιλάει, να παίζει, και όπως λέει: «Βρήκα τη λαλιά μου από την πολλή αγάπη που πήρα από αυτούς τους εξαιρετικούς ανθρώπους».

Μετά από ένα χρόνο ήρθαν με αυτοκίνητο του Ερυθρού Σταυρού να την πάρουν, να την πάνε πίσω στην οικογένεια της... «Μόλις τους είδα, κρύφτηκα. Δεν με βρήκαν, δεν ήθελα να φύγω από από το σπίτι, που ένιωθα ότι είναι δικιά μου οικογένεια. Έτσι, έμεινα μαζί τους άλλα τρία χρόνια, μετά τον πόλεμο, ήρθε η μητέρα μου η ίδια να με πάρει. Μου εξήγησαν, ότι είναι η μαμά μου, μόνο τότε δέχτηκα να πάω μαζί της. Η καλοσύνη της οικογενείας Φόρη με συνόδευε σε όλη τη ζωή μου» λέει η Ελένη Κυριμοπούλου που έχει κάνει οικογένεια, έχει δυο δικά της παιδιά και εγγόνια. Αυτό δεν την εμποδίζει κάθε χρόνο στις γιορτές, να πηγαίνει στη Κοζάνη. «Όταν έφυγαν από τη ζωή ο Δημήτρης Φόρης και η σύζυγος του, συνέχισα να κρατάω στενές επαφές με τα παιδιά τους, ενώ σήμερα συναντιόμαστε τακτικά με τα εγγόνια τους... Ακόμα θυμάμαι τα χεριά της "μαμάς" Ελένης Φόρη, που με χάιδευε το κεφάλι, όταν μου έπλεκε τα μαλλιά» είπε στο τέλος.
Ο μεγάλος συγγραφέας Μπέρτολτ Μπρεχτ έγραφε στο «Τραγούδι της Αλληλεγγύης»: «…η πείνα είναι ντροπή». «Ντροπή είναι να μείνεις άπραγος μπροστά στην πείνα και τη στέρηση των παιδιών του λαού σου» λέει η ιστορικός του Αρχείου Προσφυγικού Ελληνισμού, Ελένη Ιωαννίδου, μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ και τονίζει την αξιοπρεπή απόφαση των προσφύγων να αλληλοβοηθούνται, να μην υπάρχουν απώλειες από την πείνα: «Στη διάρκεια της γερμανικής Κατοχής, ο χειμώνας του 1941-42 έθεσε επιτακτικά το ζήτημα της επιβίωσης στην Θεσσαλονίκη, την Καλαμαριά, την Αθήνα, τον Πειραιά, πολύ περισσότερο για τα 1000 παιδιά μικρά ορφανά και τα παιδιά των άπορων οικογενειών. Στην Καλαμαριά και τη Θεσσαλονίκη ο Ελληνικός Ερυθρός Σταυρός, σε συνεργασία με το ποντιακό σωματείο «Εύξεινος Λέσχη» και προσωπικότητες όπως ο γιατρός Θεοφύλακτος Θεοφυλάκτου, ο εθνογράφος Μιχάλης Μεταλλείδης και η Σοφία Ασλανίδου, απέστειλε περίπου σε χωριά της Κεντρικής και Δυτικής Μακεδονίας. Τα παιδάκια ήταν κυρίως προσφυγικής καταγωγής, από 6 έως 15 χρονών».
Το γράμμα της μητέρας προ την μητέρα ήταν γραμμένο από τον άνδρα
«"Είσαι γυναίκα και ξέρω, πως με νοιώθεις απόλυτα. Γι αυτό δεν γράφω περισσότερα. Τα δάκρυα τρέχουν ποτάμι απ’ τα μάτια μου και οι λυγμοί με πνίγουν. Αφήνω το μικρό μου το παιδί στις στοργικές φροντίδες σου και περιμένω να του δώσης τη δυνατότητα να ζήση για το καλό της Μάννας του, για το καλό της Μάννας μας Ελλάδας. Κι εμείς οι δυο μαννάδες θα ευγνωμονούμε πάντα την αθάνατη Ελληνίδα, την τιμημένη γυναίκα της Πτολεμαΐδος" (σ.σ. έχει διατηρηθεί η ορθογραφία). Η ευγνωμονούσα Μάνα της Καλαμαριάς είναι το απόσπασμα από "Το γραμμα της μάνας της Καλαμαριάς", που δεν ήταν γραμμένο από καμιά μάνα, τα χρόνια εκείνα οι περισσότερες ήταν αναλφάβητες» λέει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η ιστορικός Ελένη Ιωννίδου.
Μαθαίνουμε πώς ένας άνθρωπος του πνεύματος υψώνει την πραγματικότητα με ένα υπέροχο κείμενο. Τα γράμματα που φύλαγαν τα παιδιά στις τσέπες τους, για να τα παραδώσουν και να διαβαστούν από τις μητέρες στις οικογένειες, που θα φιλοξενηθούν, ήταν γραμμένο από έναν άνδρα –τον Μιχάλη Μεταλλείδη. «Ο διανοούμενος λαογράφος Πόντιος, σκέφτηκε, ίσως, να ομορφύνει τη βαριά ιστορία αποχαιρετισμένου παιδιών από τις μητέρες τους» λέει κα Ιωαννίδου και προσθέτει: «Σε μια τραγική στιγμή, έρχεται στο φως ένα γραμμα ποιητικό, που δίνει μια λύτρωση, συγκίνηση και βοηθάει στην επιχείρηση της διάσωσης παιδιών, στα χρόνια της κατοχής του 1942».
Συνεργασία του Ι.Α.Π.Ε. με την Έδρα Ποντιακών Σπουδών του ΑΠΘ
Η έρευνα του Ι.Α.Π.Ε. για τα παιδιά της Καλαμαριάς που σωθήκαν χάρη στην αλληλεγγύη, βασίστηκε στη συνεργασία με τους φοιτητές, που παρακολουθούν μαθήματα ποντιακής ιστορίας στην Έδρα Ποντιακών Σπουδών του ΑΠΘ (χορηγία του Ιδρύματος Ιβάν Σαββίδη). Στην συνέντευξη στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο επίκουρος καθηγητής, Κυριάκος Χατζηκυριακίδης, είπε: «Στην έρευνα συμμετείχαν 20 φοιτητές από τη Σχολή Ιστορίας και Αρχαιολογίας, αλλά και των άλλων Σχολών, που παρακολουθούν τα μαθήματα της Έδρας. Για μας είναι πολύ σημαντικό, οι φοιτητές να κάνουν την έρευνα με ζωντανή επαφή με πρωτότυπο υλικό. Πριν ενάμιση χρόνο ξεκινήσαμε, πραγματοποιούμε και σήμερα μια τιτάνια ιστορική έρευνα γύρω από το θέμα σε χωριά της Μακεδονίας, συγκεντρώνοντας μεταξύ άλλων προφορικές μαρτυρίες».
«Όλα ξεκίνησαν με τα αρχεία την Εύξεινου Λέσχης Ποντίων Θεσσαλονίκης, όπου βρέθηκαν οι καταστάσεις με τα ονόματα των παιδιών και "ανάδοχων" οικογενειών», συνεχίζει ο κ. Χατζηκυριακίδης. «Πολλοί από αυτούς που έσωσαν τα παιδιά δεν είναι πια στη ζωή, και συνομιλούμε πλέον με τους απογόνους τους, δηλαδή με παιδιά τους, που δέχτηκαν τα άπορα παιδιά ως αδελφάκια».
Οι απογόνοι αυτών των οικογενειών νιώθουν περηφάνια για τους παππούδες και γονείς τους. Η Δέσποινα Σπυριδοπούλου από τη Σεβάστια Σκύδρας, γράφει στη σελίδα του Αρχείου Προσφυγικού Ελληνισμού: «Παρόλη τη φτώχεια τους και τον μεγάλο αριθμό παιδιών που είχαν συγκριτικά με σήμερα δεν δίστασαν να απλώσουν το χέρι στον συνάνθρωπό τους. Δυστυχώς δεν ζουν σήμερα οι παππούδες μας, ώστε να έχουμε περισσότερες πληροφορίες». Ενώ η Ευδοξία Γρηγοριάδου συμπληρώνει: «Ένα από τα παιδιά αυτά, φιλοξενήθηκε στο σπίτι της μητέρας μου...Δυστυχώς δεν ζει η μητέρα μου,που κράτησε οικογενειακούς δεσμούς χρονιά μετά, με το αγόρι που φιλοξένησαν τότε. Προσφυγές οι ίδιοι, που δεν ξεχάσαν τι σημαίνει η λέξη αλληλεγγύη».
Η εκδήλωση που πραγματοποιήθηκε στις 30 Μαρτίου, στην Καλαμαριά, αποτέλεσε την πρώτη δημοσιοποίηση των πορισμάτων του ερευνητικού προγράμματος του Ι.Α.Π.Ε. και της Έδρας Ποντιακών Σπουδών, μετά από επισκέψεις στα χωριά και συλλογή αρχειακών τεκμηρίων και προφορικών μαρτυριών από τους ηλικιωμένους κατοίκους των χωριών, όσο και από άτομα που ως παιδιά είχαν βιώσει την εμπειρία της φιλοξενίας αυτής.
«Στο μέλλον, σε έναν χρόνο, σκοπεύουμε να εκδώσουμε ένα βιβλίο με αφηγήσεις και φωτογραφίες και ντοκουμέντα, που θα είναι θα αποτελούν φόρο τιμής στους Έλληνες – προσφυγές και ντόπιους που έδειξαν την απόλυτη ανθρωπιά στα χρόνια του πολέμου»: η ιστορικός του Ι.Α.Π.Ε., Μαρία Καζαντζίδου, μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, επισήμανε ακόμη την αλληλεγγύη του Έλληνα προς πρόσφυγες: «Ακούστηκε ότι σήμερα οι άνθρωποι αποξενώθηκαν...Θέλω να διαφωνήσω σε αυτό. Όλοι γνωρίζουμε την αλληλεγγύη που έδειξαν οι ελληνικές οικογένειες στη κρίση στα Βαλκάνια, πριν 20 χρόνια φιλοξένησαν στα σπίτια τους παιδιά, που κινδύνευαν από τη πείνα αλλά και αδέσποτες σφαίρες. Σήμερα στην επικαιρότητα ήρθε και η αλληλέγγυα στάση των Ελλήνων προς τους προσφυγές από Μέση Ανατολή. Η σημερινή ελληνική φιλοξενία και η ζέστη αγκαλιά, θεραπεύει τις ψυχές ανθρώπων που ψάχνουν νέα πατρίδα».
Σοφία Προκοπίδου


Ακολουθεί το κείμενο του γράμματος:
Η Μάνα της Καλαμάριας στη γυναίκα που θα προστατεύει το παιδί της
«Σε σένα, όποια κι αν είσαι, σε σένα που άπλωσες αυθόρμητα το στοργικό σου χέρι για να αγκαλιάζης το ξενιτεμένο μου μικρό, σε σένα, γυναίκα, φέρνω την ώρα τούτη τη σκέψη μου, το νου μου, το λογισμό μου. Είμαι η τραγική γυναίκα της Καλαμαριάς, που βρέθηκε στην ανάγκη, να χωρισθή από το παιδί της, για να μη το βλέπη να μαραζώνη και να λυώνη από την πείνα, τη στέρηση και την ανέχεια. Είμαι εκείνη, που το παιδί της βρίσκεται την ώρα τούτη στα χέρια σου. Κράτησε το. Προστάτευσε το. Χάρισέ του ένα ελάχιστο μέρος από τις φροντίδες σου. Γλύκανέ τον όσο μπορείς του χωρισμού του τον πόνο. Μη ταυ αρνηθής το χάδι σου, αφού η μοίρα τόφερε να στερηθή το δικό μου. Δίπλα στις χαρούμενες φωνούλες των παιδιών σου (άνέχης), άφηνε να ακούεται ελεύθερα το παραπονιάρικο τιτίβισμα του σπουργιτιού μου. Είναι παιδί… Και αν είσαι μάννα, θα ξέρης βέβαια, πως το παιδί ζη πιο πολύ χωρίς το ξεροκόμματο, μα πολύ λίγο χωρίς αγάπη, χάδι, φιλί… Νανούρισε το στα γόνατά σου και σκύβε κάπου – κάπου να αφουγκρασθής το χτυποκάρδι του. Κι αν μέσα στον ανήσυχό του ύπνο με θυμηθή κι εμένα, κι αν μέσα στο παραμίλημά του ακούσης να φωνάξη το όνομά μου, αγκάλιασε το για μένα γλυκά – γλυκά, χωρίς να το ξυπνήσης, για να του μείνη η ψευδαίσθηση, ότι εκείνη που το γέννησε, εκείνη που σπαρταρά στη θύμησή του, είναι κοντά του πάντα. Είσαι γυναίκα και ξέρω, πως με νοιώθεις απόλυτα. Γι αυτό δεν γράφω περισσότερα. Τα δάκρυα τρέχουν ποτάμι απ’ τα μάτια μου και οι λυγμοί με πνίγουν. Αφήνω το μικρό μου το παιδί στις στοργικές φροντίδες σου και περι¬μένω να του δώσης τη δυνατότητα να ζήση για το καλό της Μάννας του, για το καλό της Μάννας μας Ελλάδας. Κι εμείς οι δυο μαννάδες θα ευγνωμονούμε πάντα την αθάνατη Ελληνίδα, την τιμημένη γυναίκα»
Η ευγνωμονούσα Μάννα της Καλαμαριάς” 
Υπογραφή
 (Θεσσαλονίκη, Μάρτιος 1942)
  Μιχ. Μεταλλειδης



«Μια βαλίτσα μαύρο χαβιάρι», βιβλιοκριτική (ομιλία) της Τατιάνας Τριανταφυλλίδου *



Η πρώτη φορά που κράτησα στα χέρια μου το βιβλίο της Σοφίας ήταν το 2013, όταν και έγινε η πρώτη παρουσίαση του βιβλίου. Εκεί το προμηθεύτηκα και εννοείται πως ζήτησα και αυτόγραφο.


Αυτές τις μέρες, με αφορμή τη σημερινή εκδήλωση, το ξαναδιάβασα το βιβλίο της Σοφίας για να είμαι προετοιμασμένη καλύτερα για τη σημερινή μου παρουσία εδώ. Διαβάζοντας το λοιπόν διαπίστωσα δύο πράγματα. Το πρώτο ήταν ότι το βιβλίο της Σοφίας είναι σαν το κρασί, όσο παλαιώνει γίνεται όλο και πιο εύγευστο και ο λόγος της αποκτά περισσότερη αξία. Το δεύτερο που διαπίστωσα διαβάζοντάς το ξανά ότι μου ανατέθηκε πολύ δύσκολο έργο και η δυσκολία έγκειται στο να μιλήσω για το έργο αυτό μέσα σε λίγα λεπτά μόνο.
Ως Τατιάνα, ως Τάνια μπορώ να μιλάω για το βιβλίο αυτό ώρες, πολλές ώρες. Διότι το βιβλίο αυτό, αυτή η μικρή βαλίτσα, κρύβει μέσα της εκτός από το χαβιάρι μια ολόκληρη εποχή, εποχή, παιδί της οποίας είναι η Σοφία, είμαι εγώ, είστε εσείς, αλλά είναι και οι γονείς μας, όπως και οι γονείς της ηρωίδας του έργου, της Αντιγόνας, Ο Βάνια και η Βάλια.
Συνεπώς όπως καταλαβαίνετε το βιβλίο αυτό ξύπνησε μέσα μου τις δικές μου αναμνήσεις, αναμνήσεις από το δικό μου ταξίδι για την Ελλάδα, το ταξίδι των γονέων μου, το ταξίδι δύο ολόκληρων γενεών. Αλλά ας αφήσω τις εντυπώσεις της Τάνιας στην άκρη. Και ας δω το θέμα ως φιλόλογος, επαγγελματικά, διατηρώντας τις αποστάσεις σε βαθμό που είναι δυνατό.
Εκτιμώ και πιστεύω ότι το βιβλίο «Μια βαλίτσα μαύρο χαβιάρι» της Σοφίας Προκοπίδου αλλά και συνολικά το λογοτεχνικό της έργο ήρθε για να μείνει στην ελληνική λογοτεχνία, και θα έχει ιδιαίτερη θέση στο μέλλον.
Από πού προκύπτει αυτή η πεποίθηση μου; Από το κείμενο του βιβλίου.
Γιατί το βιβλίο «Μια βαλίτσα μαύρο χαβιάρι» είναι ένα βιβλίο ανθρωποκεντρικό με φόντο τα ιστορικά γεγονότα. Και προορίζεται, πιστεύω, κυρίως για τους αναγνώστες του μέλλοντος, διότι εμείς που είμαστε σήμερα εδώ, οι αναγνώστες του σήμερα, είμαστε μάρτυρες αυτής της σελίδας της ιστορίας. Οι επόμενες γενιές θα μαθαίνουν σχετικά με αυτήν τη σελίδα της ιστορίας μέσα από τα σχολικά Εγχειρίδια της Σύγχρονης Ιστορίας της Ελλάδος και ίσως το κεφαλαίο αυτό να λέγεται «Το μεταναστευτικό κύμα τον Ελλήνων-Ποντίων κατά τις δεκαετίες 80-90 του 20ου αιώνα».
Τα εγχειρίδια της Ιστορίας δεν έχουν συναίσθημα, δεν καταγράφουν το γέλιο, το κλάμα, τον αυτοσαρκασμό, την περιπέτεια.
Η Σοφία Προκοπίδου επέλεξε να αφήσει ως παρακαταθήκη στους απογόνους της μια βαλίτσα, μια μαγική βαλίτσα μέσα από την οποία θα ξεπηδούν οι άνθρωποι της εποχής εκείνης, οι χαρακτήρες, τα όνειρά τους, η νοσταλγία τους, οι απογοητεύσεις τους, ο αγώνας τους. Και έτσι το βιβλίο της Σοφίας με τίτλο «Μια βαλίτσα μαύρο χαβιάρι» θα ‘ρθει να καλύψει αυτό το κενό, το κενό που δεν μπορούν από τη φύση τους να καλύψουν ούτε τα εγχειρίδια της ιστορίας ούτε και οι ιστορικές μελέτες. Διότι το βιβλίο της ανήκει στη λογοτεχνία. Και ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά της λογοτεχνίας είναι η πολυφωνία, η οποία «δίνει απεριόριστες δυνατότητες γνωριμίας και εξοικείωσης με πλήθος αξιών διαφόρων εποχών, πολιτισμών, κοινωνικών στρωμάτων και ανθρώπινων τύπων».
Όπως γνωρίζετε, αγαπητοί αναγνώστες, σήμερα πια στην Ελλάδα μιλάμε για μια λογοτεχνία που ο επιστημονικός όρος της είναι αυτός της «μεταναστευτικής λογοτεχνίας». Και η λογοτεχνία αυτή έχει μέλλον, γιατί η Ελλάδα γίνεται με την κάθε μέρα που περνάει όλο και πιο πολυπολιτισμική χώρα. Το όνομα της Σοφίας Προκοπίδου θεωρώ πως θα είναι ανάμεσα στους πιο διαβασμένους λογοτέχνες της μεταναστευτικής λογοτεχνίας. Ίσως κάποιοι κριτικοί και μελετητές θα το κατατάξουν σε υποκατηγορία, αυτής της «λογοτεχνίας των παλιννοστούντων», ποιος ξέρει;
Για μένα το έργο της Σοφίας εντάσσεται στο ρεύμα, ας μου επιτραπεί αυτή η έκφραση ποιητική αδεία, στο ρεύμα του μεταναστευτικού ρομαντισμού. Διότι το βιβλίο «Μια βαλίτσα μαύρο χαβιάρι» για μένα είναι βαθιά ρομαντικό. Έχει όλα τα στοιχεία ενός ρομαντικού έργου, όπως η πλούσια φαντασία, τρυφερότητα, ευαισθησία, και η τάση προς εξιδανίκευση. Νομίζω πως και η ίδια η Σοφία είναι βαθιά ρομαντική προσωπικότητα.

Το έργο της ήρθε για να μείνει λοιπόν όχι μόνο για τους αναγνώστες του αύριο αλλά θα αποτελέσει θεωρώ και αντικείμενο μελέτης από ερευνητές διαφόρων ειδικοτήτων, όπως γλωσσολόγους, φιλολόγους, κοινωνιολόγους, σημειολόγους κ.α. Διότι μέσα στη βαλίτσα αυτή υπάρχει πλήθος πληροφοριών. Τί να πρωτομελετήσει κανείς; Τον ίδιο τον τίτλο που παραπέμπει στο χαβιάρι; Χαβιάρι ίσον Ρωσία, χαβιάρι όμως και ίσον ακριβό, ακριβό ίσον πολύτιμο. Πολύτιμο γιατί ίσως η βαλίτσα να είναι η ψυχή μας που την ανοίγουμε στον αναγνώστη και μοιραζόμαστε με αυτόν ότι πολυτιμότερο έχουμε, τις αναμνήσεις μας, τις προσδοκίες μας, τα όνειρά μας, τη ζωή μας ολόκληρη. Να αναλύσει κανείς τους τίτλους των κεφαλαίων; Παραδείγματος χάρη, ο «Πατέρας Βάνια» που προκαλεί στον αναγνώστη το συνειρμό με τον «Θείο Βάνια» του Τσέχωφ; Ο αναγνώστης αλλά και ο επιστήμονας θα διαπιστώσει πως και η κάθε πρόταση του κειμένου κρύβει ιστορία, συχνά μακρινή, π.χ. αυτή της σταλινικής περιόδου, αλλά και συχνά πρόσφατη ιστορία, όπως τα γεγονότα της δεκαετίας του 90 του προηγούμενου αιώνα.

Οι σημειολόγοι θα μελετούν τις αναπαραστάσεις των εθνικών εικόνων, διότι το έργο έχει πλήθος αναπαραστάσεις όσο της δικής μου/ελληνικής/ποντιακής κουλτούρας, έτσι και της κουλτούρας των Άλλων/διαφορετικών/ξένων, όπως Ρώσοι, Αμπχάζιοι, Γεωργιανοί, Καζάχοι, Γερμανοί και άλλοι, αλλά και εμείς οι Έλληνες από τη Σοβιετική Ένωση και αυτοί οι Έλληνες οι ντόπιοι, τα αυτοστερεότυπα όπως π.χ. «οι ανθρωποφάγοι που ήταν πανύψηλοι, δυνατοί, με ένα κυκλικό μάτι στη μέση του μετώπου τους» στους οποίους αναφέρεται η γιαγιά Λεμόνα.
Επίσης είναι ενδιαφέρον από άποψη γλωσσολογίας το γιατί επέλεξε η συγγραφέας να γράψει το βιβλίο της στην ελληνική γλώσσα ενώ η μητρική της είναι η ρωσική.
Ο Ρώσος συγγραφέας Βλαντιμίρ Ναμπόκοφ έλεγε πως το πέρασμα από τα ρωσικά στα αγγλικά ήταν για αυτόν μια πολύ οδυνηρή διαδικασία κατά την οποία κανείς νιώθει σαν να προσπαθεί να πιάσει ένα αντικείμενο αφού έχει χάσει εφτά ή οχτώ δάχτυλα μετά από μια έκρηξη. Σύμφωνα με τους επιστήμονες που μελετούν τη γλώσσα και τον πολιτισμό «το να γράφεις σε μια ξένη γλώσσα δεν είναι ένας εύκολος δρόμος. Σημαίνει να βρίσκεσαι μόνιμα σε έναν αγώνα κατάκτησης στον οποίο δεν ξέρεις αν η γλώσσα θα είναι σύμμαχος ή αν θα σε προδώσει. Επηρεασμένη από δύο γλώσσες και από μια διπλή πραγματικότητα, η συγγραφή στην ξένη γλώσσα διαμορφώνει έναν ενδιάμεσο υβριδικό χώρο στον οποίο η μητρική και η ξένη γλώσσα όχι μόνο δεν συγκρούονται, αλλά αντιθέτως συμπληρώνουν και εμπλουτίζουν η μία την άλλη». Σε αυτό τον νέο, ενδιάμεσο χώρο ο συγγραφέας, στη δική μας περίπτωση, η συγγραφέας Σοφία Προκοπίδου, και ο αναγνώστης συναντιούνται, βλέποντας τον κόσμο ο ένας με τα μάτια του άλλου.
Κλείνοντας θα ήθελα να ευχαριστήσω τη Σοφία για το όμορφο ταξίδι στο κοινό παρελθόν μας αλλά κυρίως για την πολύτιμη κληρονομιά που αφήνει στις επόμενες γενιές. Σε ευχαριστώ, Σοφία.


-
*Τατιάνας Τριανταφυλλίδου, Επίκουρη Καθηγήτρια Έδρας για τη Ρωσική Γλώσσα και τον Πολιτισμό στη Φιλοσοφική Σχολή ΑΠΘ




Οι γάτες της Zήνας

  Η Ζήνα και οι γάτες της - Εκτός που τον βρήκα αγκαλιά με την οικιακή μας βοηθό, αργότερα μαθαίνω, ότι έχει σχέση εδώ και πέντε μήνες ...