26 Σεπ 2019

Ο Εδουάρδος




Επιστρέφουν άνθρωποι...
Κάποιοι ως ανάμνηση,
Άλλοι σαν το άκουσμα.
Μερικοί σε φωτογραφία.
Πολύ λίγοι – οι ίδιοι,
όπως έφευγαν.
Όχι ακριβώς,
ίσως, θα φορούν το ρούχο ανάποδα ,
το καπέλο στραβά,
θα έχουν μια τρύπα στο παντελόνι,
και τα μαλλιά αχτένιστα ξηρά…

Αλλά το βλέμμα θα είναι το ίδιο
με θαμμένη μέσα την αγάπη… 



Αυτήν τη φορά η Λένα θα πήγαινε στην Κριμαία σ’ ένα συνέδριο ιστορίας. Δεν είχε απευθείας πτήσεις, μόνο με ανταπόκριση μέσω του Ροστόφ ή της Μόσχας. Επέλεξε το Ροστόβ, που ήταν πιο κοντά στην Κριμαία, αλλά χρειαζόταν ολόκληρες 10 ώρες να περιμένει σ’ ένα μικρό επαρχιακό αεροδρόμιο μέχρι την πτήση για τη Συμφερούπολη. Αυτή η δεκάωρη αναμονή την προβλημάτισε. Σκέφτηκε να μην πάει καθόλου σε αυτό το συνέδριο, αλλά ξαφνικά βρέθηκε «συνοδός». «Είναι ένας ιστορικός. Να κανονίσεις να έρθετε μαζί στο συνέδριο», είπε στο τηλέφωνο ο Ίγκορ, που οργάνωνε το συνέδριο αυτό.

Ήταν ο Αγαθάγγελος. Της είπε να μην μπερδεύεται και να τον φωνάζει απλά «Άγγελο». Ευγενέστατος, κανόνισε αμέσως τα εισιτήρια και όλες τις λεπτομέρειες του ταξιδιού.
«Δέκα ώρες αναμονής! Τι θα κάνουμε σε μια πόλη, όπως το Ροστόβ;», γκρίνιαζε η Λένα στο τηλέφωνο.
«Θα δούμε… Θα πάμε σε κάποιο μουσείο της πόλης, θα περπατήσουμε, θα πιούμε καφέ, αφού παρέα θα είμαστε, κάτι θα βρούμε να κάνουμε!», την παρηγορούσε ο Άγγελος.
Για πρώτη φορά συναντήθηκαν την ημέρα του ταξιδιού, νωρίς το πρωί στο αεροδρόμιο. Ο Άγγελος πέρασε να την πάρει με ταξί. «Κάποιον μου θυμίζει! Και το σκύψιμο του κεφαλιού του… Κάπου τον είδα! Και αυτό το βλέμμα που «σε διαβάζει»… Η Λένα έκανε την «ανασκόπησή της», παρόλο που από την πρώτη στιγμή είχε καταλάβει πως ο Άγγελος μοιάζει απόλυτα με τον Εδουάρδο! Και η μύτη του ήταν κομψή και μικρή και τα γυαλιά μυωπίας σαν του Εδουάρδου. Θα μπορούσε να είναι ο δίδυμος αδελφός του ή ο γιος του.

Σ’ ένα μισάωρο, πριν μπουν στο αεροπλάνο, η Λένα πρόλαβε να του πει πολλά για τον εαυτό της και για το ρεπορτάζ που θέλει να κάνει. Ο Άγγελος δεν μιλούσε, αλλά ήταν καλός ακροατής. Με δυο – τρεις ατάκες, της έδωσε να καταλάβει πως πολύ καλά « απορροφούσε » ό,τι του έλεγε.
«Πολύ τυχερή!» σκέφτηκε η Λένα: «Καταλαβαινόμαστε, όλα θα πάνε καλά!»

Οι αεροσυνοδοί τής φάνηκαν ωραίες νεράιδες. Μπορεί να ήταν και η καλή της διάθεση... Δεν ήθελε να κοιμηθεί, ούτε να διαβάσει. Έκλεισε τα μάτια και θυμήθηκε τον Εδουάρδο. Της ήρθε η μορφή του, αλλά θολά. Γύρισε στον Άγγελο που διάβαζε. Τον μελέτησε αδιάκριτα, αλλά με τρυφερά αισθήματα. Η καρδιά της, σταγόνα – σταγόνα γέμιζε με αγάπη. Είχε καιρό να αισθανθεί αγάπη. «Ο Αγαθάγγελος πρέπει να είναι μεγαλύτερος στην ηλικία από τον Εδουάρδο, τότε, που τον είχα δει τελευταία στην οδό Λένιν, πριν φύγω για την Ελλάδα», σκέφτηκε.
Ο Αγαθάγγελος σήκωσε το κεφάλι του από το βιβλίο και της χαμογέλασε: «Θέλεις κάτι να μου πεις;» «Όχι! Στ’ αεροπλάνα συνήθως κοιμάμαι, δεν μιλώ... Και τώρα θα κοιμηθώ! Σε πειράζει που θα κοιμηθώ;», του απάντησε χαμογελαστά κι έκλεισε τα μάτια της.

Η τελευταία φορά που μίλησε για τον Εδουάρδο ήταν πριν πέντε χρόνια, όταν σε μια παρέα γνώρισε τον φίλο του, τον κολλητό του, τον Βασίλη. Ο Βασίλης, μόλις έμαθε το ονοματεπώνυμό της, εξέφρασε έναν ενθουσιασμό: «Εσύ είσαι η πολυσυζητημένη Λένα; Μα ο φίλος μου, ο Εδουάρδος, για σένα μιλούσε συνέχεια! Ήταν ερωτευμένος μαζί σου! Άτυχος στον γάμο του…». Η Λένα τότε κοκκίνισε σαν μικρό κορίτσι: «Ποτέ δεν ήταν ερωτευμένος με μένα, ποτέ δεν κατάλαβα κάτι τέτοιο», του είπε. Ο Βασίλης επέμενε: «Αυτό δεν το ξέρεις! Δεν τολμούσε να σε πλησιάσει, γιατί εσύ παντρεύτηκες. Αυτός παντρεύτηκε μετά».
.
Αυτήν τη μέρα λυτρώθηκε. Μετά από 20 χρόνια περίπου δικαιώθηκε: «Άρα ο Εδουάρδος με αγαπούσε! Δεν ήμουν μόνο εγώ που τον σκεφτόμουνα χρόνια…»

Η Λένα ήταν δεκαεπτάχρονο κορίτσι όταν ερωτεύτηκε τον Εδουάρδο. Είχε φτιάξει στο μυαλό της ένα πολύ ωραίο σενάριο της ζωής της μαζί του. Μέσα σε αυτό έβαλε και τη μητέρα του, που και αυτήν την αγάπησε, γιατί ήταν η μητέρα του. Ήταν τα παιδιά που θα κάνανε μαζί, δεν θυμόταν πόσα παιδιά θα ήταν αυτά που θα κάνανε, δεν είχε προσδιορίσει το φύλο των παιδιών. Μέσα σε αυτό το σενάριο ήταν όλοι οι φίλοι του και οι φίλες της… Όλη η ζωή μαζί του!
Θυμήθηκε το ποίημα που του έγραψε κάποτε, αλλά δεν του το έδωσε ποτέ.

Μετά θυμήθηκε πως ο Εδουάρδος της έγραφε γράμματα όταν αυτή σπούδαζε μακριά. Το περιεχόμενο πάντα ήταν φιλικό. «Δεν πίστεψα ποτέ ότι έχει αισθήματα για μένα», ομολόγησε στον εαυτό της για πρώτη φορά. «Και γιατί να μου γράφει γράμματα; Αλλά ήθελε να αγγίξει τον κόσμο μου, εμένα…»

«Καφέ, τσάι;», άκουσε από πάνω της. Οι «νεράιδες» του αεροπλάνου κερνούσαν τους επιβάτες. Πήρε καφέ, φυσικά. Ο Αγαθάγγελος, τσάι.
«Δεν έχω εμπιστοσύνη στα αισθήματα κανενός, ούτε σε αυτών που αγαπώ», σκέφτηκε. Θυμήθηκε το γράμμα του Εδουάρδου που έφερε η Σόνια από την πατρίδα. Το έχει ακόμα, το έμαθε απ’ έξω.

«Καλημέρα, Λένα.
Μην ξαφνιάζεσαι - είμαι ο Εδουάρδος. Αποφάσισα να σου γράψω, όταν συνάντησα τη Σόνια, που έφευγε για τη Θεσσαλονίκη. Άκουσα πολλά καλά λόγια για σένα από τους κοινούς μας φίλους - την Τάνια και την οικογένειά της - αλλά δεν είχα ποτέ τη διεύθυνσή σου. Πολλοί φίλοι φεύγουν στην Ελλάδα, αλλά χωρίς την διεύθυνση, πώς μπορεί κανείς να σε βρει;
Η Σόνια μου μίλησε για σένα, για τη δουλειά σου, την οικογένειά σου. Φαντάζομαι πόσες δυσκολίες περάσατε στην αρχή! Εγώ, όπως ξέρεις, πριν τρία χρόνια εργάστηκα στο «Ελληνικό» ως εκπρόσωπος της Αεροφλότ. Έμαθα ελληνικά, για να μπορώ να διαβάζω τα αγαπημένα κόμικς και τους τίτλους στις αμερικάνικες ταινίες. Θα ήθελα πολύ να συνεχίσω την εκμάθηση της ελληνικής γλώσσας, αλλά εδώ δεν υπάρχουν εγχειρίδια, βιβλία. Κάποιοι Αθηναίοι φίλοι μου είπαν ότι θα μου στείλουν βιβλία με βάση τα αγγλικά. Θαυμάζω την ικανότητα των Ελλήνων να υπόσχονται κάτι και να το ξεχνούν την ίδια στιγμή, αλλά έτσι είναι και δεν χάνω την ελπίδα να ξαναβρεθώ μια μέρα στην Ελλάδα.
Την ώρα που σου γράφω, η Σόνια στέκεται πάνω μου και μου φωνάζει να τελειώνω γρήγορα, βιάζεται να φύγει. Μένω εκεί που ξέρεις, κοντά στο σπίτι που έμενες και το τηλέφωνό μου είναι το ίδιο, αυτό που ξέρεις. Αλλά τώρα που σου γράφω θυμήθηκα ότι ποτέ δεν είχαμε τηλεφωνηθεί. Η Ελλάδα είναι η μεγάλη μας αγάπη και όποια είδηση ή όποιος άνθρωπος έρχεται από κει, μας δίνει ιδιαίτερη χαρά. Ευχαριστώ τη Σόνια που σε βρήκαμε.
Φιλικά, Εδουάρδος.
Έχεις χαιρετίσματα από τη μητέρα μου και τον θείο μου!»

«Τον αγαπούσα πολλά χρόνια, δέκα.. δεκαπέντε… από τα 17 μου, αλλά ποτέ δεν κράτησα το χέρι του και ποτέ δεν τον φίλησα. Ούτε αυτός κράτησε το χέρι μου ούτε με φίλησε!», εξηγούσε η Λένα στη Σόνια για τη σχέση της με τον Εδουάρδο. «Πλατωνικός έρωτας. Συμβαίνει», είπε η Σόνια, που ήθελε να διαβάσει το γράμμα, να μάθει τι έγραφε ο φίλος και συνάδελφός της, ο Εδουάρδος, που τελευταία δεν ήταν καθόλου καλά ψυχολογικά, όμως ντράπηκε να το ζητήσει από τη Λένα.
«Ο Εδουάρδος κάτι έπαθε με σένα. Συνέχεια με ρωτούσε αν γνωριζόμαστε. Του έχω εξηγήσει χιλιάδες φορές πως δεν σε ξέρω καλά, ότι είσαι φίλη της αδελφής μου. Ξεχνούσε τι του έλεγα και με ρωτούσε ξανά: «Πώς είναι η Λένα τώρα; έχει μακριά ή κοντά μαλλιά; Παντρεύτηκε ξανά; είναι ακόμα όμορφη;» Του είπα: «Να πας να την δεις!» «Θα ήθελα πολύ, νοσταλγώ την Αθήνα. Τρία χρόνια δούλευα εκεί. Μ’ άρεσε η Αθήνα!». Του λέω : «Τι σχέση έχει η Αθήνα; η Λένα μένει στη Θεσσαλονίκη!» και αυτός: «Η Λένα πια με ξέχασε και δεν ξέρω αν με ήθελε ποτέ».

Το ταξίδι της Σόνιας από τη Ρωσία στη Θεσσαλονίκη το 1993 με πούλμαν γεμάτο ανθρώπους σε απόγνωση, ήταν πολύ δύσκολο. Оι περισσότεροι επιβάτες ταξίδευαν για πρώτη φορά στην Ελλάδα για να μείνουν για πάντα σ’ έναν τόπο επιθυμητό, όπου πίστευαν ότι θα ευτυχίσουν...
Στο πούλμαν αυτό, κανένας δεν ήταν τουρίστας. Το βαρύ κλίμα άγχους και φόβου, αλλά και ελπίδας, γέμιζε την ατμόσφαιρα απόγνωση. Μόνο ένα ζευγάρι νιόπαντρων ήταν ευτυχισμένο. Προστατευμένοι από την αγάπη, δεν τους φόβιζε καθόλου το άγνωστο… Όλο γελούσαν και φιλιόντουσαν κρυφά, αλλά όλοι τούς έβλεπαν και τους άκουγαν…
Αυτά τα τουριστικά πούλμαν, τα πρώτα χρόνια της μετανάστευσης, πηγαινοέρχονταν από τις χώρες της ΕΣΣΔ στην Ελλάδα σαν πύραυλοι, με δρομολόγια μακρινά. Μετέφεραν ανθρώπους και αποσκευές γεμάτες τρόφιμα - ρώσικα προϊόντα: τυριά, σαλάμια, καραμέλες. Παρόλο που ήξεραν ότι η Ελλάδα έχει τα πάντα, ήθελαν να διατηρήσουν τις μνήμες των γεύσεων και των ονομασιών των τροφίμων. Μια μεγάλη σοκολάτα «Αλιώνουσκα» μ’ ένα κορίτσι χαμογελαστό στο περιτύλιγμα - σοβιετική σοκολάτα, που μετά την κατάρρευση της ΕΣΣΔ έπαψε να είναι τόσο νόστιμη. Νοθευμένη πλέον στις φάμπρικες ζαχαροπλαστικής που πέρασαν στα χέρια των ιδιωτών. Μόνο η ετικέτα ακόμα μιλούσε στις καρδιές των χιλιάδων ανθρώπων που μεγάλωσαν με τη σοκολάτα «Αλιώνουσκα».
------

Τον Εδουάρδο η Λένα τον ερωτεύτηκε την εποχή της ταινίας του Φελίνι «Aμαργκόρτ», ταινίας για τα αληθινά αισθήματα και τους αληθινούς ανθρώπους μέσα στη φασιστική Ιταλία. Και στην ΕΣΣΔ ήταν η εποχή που στα κινηματογραφικά έργα κυριαρχούσε η νοσταλγία για τον έρωτα και την αγάπη, έργα για αληθινές, πραγματικές σχέσεις ανθρώπων μέσα στην απόλυτα «απαγορευμένη ζώνη ελευθερίας». Την ίδια χρονιά, στις 11 Σεπτεμβρίου, έγινε το πραξικόπημα στη Χιλή. Όλα αυτά σημάδεψαν τη ρομαντική 17χρονη Λένα. Διψούσε για μια ηρωική ζωή, αλλά στην ουσία διψούσε για έναν έρωτα μεγάλο.

Τον Εδουάρδο η Λένα τον ερωτεύτηκε από μόνη της. Το βέλος του ΄Ερωτα κτύπησε μόνο αυτήν και προσπέρασε τον Εδουάρδο που δεν «κατάλαβε» (όπως πίστευε) τίποτα.
Όλα έγιναν σ’ ένα συνέδριο της κομμουνιστικής νεολαίας. Η Λένα από το βήμα του συνεδρίου μιλούσε. Ήταν εισηγήτρια. Από πάνω έβλεπε ότι οι περισσότεροι στην αίθουσα με ενδιαφέρον παρακολουθούν την ομιλία της αφήνοντας στην άκρη τα βιβλία και τις εφημερίδες που διάβαζαν να περάσει η ώρα... Βλέποντας την επιτυχία της, έγινε πιο ρητορική και όταν έφτασε στο θέμα της αλληλεγγύης για τους Χιλιανούς, είδε το ειρωνικό βλέμμα του Εδουάρδου πίσω από τα χοντρά γυαλιά μυωπίας. Φαινόταν ότι ήταν αδιάφορος για όλα αυτά που έλεγε η Λένα με το πάθος μιας ακτιβίστριας. Την φρέναρε η αδιαφορία του. Σταμάτησε - έκανε παύση και ξαφνικά αισθάνθηκε πως λούζεται από πάνω μέχρι κάτω με μια περίεργη δύναμη που την απογείωνε. Την ίδια στιγμή αισθάνθηκε ότι όλα αυτά που λέει από το βήμα για το μέλλον της κομμουνιστικής νεολαίας, τον αγώνα κατά του παγκόσμιου ιμπεριαλισμού είναι τόσο μακριά από την πραγματική ζωή, αδιάφορα για την ίδια. Στην ουσία δεν άντεχε τον ψεύτικο κόσμο γύρω από το Κόμμα και τον Μπρέζνιεφ. ΄Ολα αυτά τα ψέματα που έλεγε η Λένα, αναγκαστικά, από το βήμα του συνεδρίου, η ψύχη της δεν τα άντεξε. Βρήκε τον Εδουάρδο, που φανερά δεν συμφωνούσε κι έμεινε εκεί, μαζί του. Κάπως έτσι έγινε.
Ξαφνικά έχασε την αυτοπεποίθησή της. Σώπασε. Όλοι περίμεναν να τελειώσει την ομιλία της, αλλά η Λένα δεν είχε ποια τη δύναμη να πει το απαραίτητο για το τέλος σύνθημα: «Ζήτω η νεολαία του ΚΚΣΕ!». Μουρμούρισε κάτι στα γρήγορα και κατέβηκε στην αίθουσα να καθίσει κάπου κοντά στον Εδουάρδο.

===
«Τι να του γράψω στην απάντηση;», σκέφτηκε. «Τι να γράψω στον άνθρωπο που τον είχα στην καρδιά μου 15 χρόνια και τώρα αδιαφορώ παντελώς;»

Άνοιξε τη γραφομηχανή της που την έφερε από τη Ρωσία, έβαλε δυο φύλλα κι ενδιάμεσα ένα καρμπόν…

«Καλημέρα Εδουάρδε!
Χάρηκα πολύ όταν η Σόνια μου έφερε το γράμμα σου! Απ’ όσο διάβασα, σε ενδιαφέρει να μάθεις πώς είμαι…. Ακριβώς τρία χρόνια πέρασαν από την ημέρα που περάσαμε τα σύνορα της Ελλάδος και ήδη βγάλαμε μικρές ρίζες, καινούριες ρίζες στον τόπο αυτόν , παρόλο που τίποτα δεν είναι σταθερό στη ζωή μου τώρα... Μαθαίνω τη νεοελληνική γλώσσα. Δουλειά δεν έχω. Βέβαια κάνω ό,τι μπορώ…. Καθαρίζω σπίτια - και τι άλλο να κάνω μέχρι να μάθω τη γλώσσα; Μην το λες σε κανέναν! Να μην το μάθουν οι μαθητές μου, γιατί με αγαπούσαν και δεν θα τους αρέσει που η καθηγήτριά τους έγινε οικιακή βοηθός στην καπιταλιστική Ελλάδα. Αλλά – ομολογώ – μέσα μου δεν ντρέπομαι καθόλου. Να σου πω, αν θα με πιστέψεις, μ’ αρέσει κιόλας! Πλένοντας τα τζάμια και τα πατώματα, νιώθω ελεύθερη. Μόνο μη με λυπάσαι! Είμαι πολύ καλά! Και δεν το λέω για να φανώ αισιόδοξη και δυνατή! Γίνεται κάτι στη ζωή μου καινούριο, που είναι για το καλύτερό μου. Το νιώθω!
Τα παιδιά μου πήγαν στο ελληνικό σχολειό και δυσκολεύονται στα μαθήματα αλλά και στην αποδοχή από τους ντόπιους μαθητές…
Χώρισα… και το ξέρεις μάλλον…
Στην Ελλάδα νιώθω πως θα κάνω πολλά πράγματα. Κάθε μέρα και καινούριοι άνθρωποι έρχονται στη ζωή μου. Δεν ξέρω πού θα με πάει. Πάντως δεν μετάνιωσα ούτε λεπτό που έφυγα. Τελειώνω το γράμμα και σε παρακαλώ δώσε χαιρετίσματα στη μητέρα σου και στον θείο σου. Θα χαρώ πολύ αν θα συνεχίσουμε την αλληλογραφία μας».

Όταν έγραψε και την τελευταία λέξη, κατάλαβε ότι όλο το γράμμα της δεν είναι καθόλου ειλικρινές. Στην ουσία θα ήθελε να του γράψει κάτι άλλο. Να του γράψει ένα άλλο γράμμα το οποίο θα ξεκινούσε με το υποκοριστικό του όνομα:
«Καλημέρα Έντικ! Με ξάφνιασε πολύ το γράμμα σου μετά από τόσα χρόνια.
Κάποτε πήγαινα με το αστικό λεωφορείο στο αεροδρόμιο μόνο για να σε δω. Τότε, όταν έγινες διευθυντής. Πήγαινα στο αεροδρόμιο για να σε βρω τάχα τυχαία, σου έλεγα ψέματα πως ξεπροβόδιζα κάποιον ή ήρθα να υποδεχτώ κάποιους συγγενείς. Έλεγα και άλλα χαζά για να συμπληρώσω τη σιωπή που κρατούσες εσύ… Μόνο με κοιτούσες με περιέργεια. Σαν να με λυπόσουν. Το θυμάμαι! Εγώ αισθανόμουν άβολα, αλλά δεν είχα τη δύναμη να φύγω. Ντρεπόμουν που σε ενοχλούσα, αλλά δεν έφευγα. Ήθελα να είμαι πάντα δίπλα σου, όσο περισσότερο μπορούσα. Να βλέπω τα μάτια σου πίσω από τα χοντρά γυαλιά μυωπίας. Και το χαμόγελό σου! Ήταν το ωραιότερο χαμόγελο στη ζωή μου! Αλλά εσύ, ίσως μου χαμογελούσες από ευγένεια. Έβλεπες ένα ερωτευμένο κορίτσι και της χαμογελούσες.
Ξέρεις, η ζωή μου στην Ελλάδα είναι εύκολη και δύσκολη ταυτοχρόνως. Εύκολη γιατί τώρα ξέρω τι θέλω και ζω σε παρόντα χρόνο. Αν με ρωτήσεις: «Τι θέλεις να κάνεις στο εξής;», θα απαντήσω: «Τίποτα παρά να σταθώ στα πόδια μου στη νέα μου ζωή! Έλα, αν θέλεις, να μας δεις και ίσως γνωριστούμε από την αρχή, γιατί ούτε εσύ με ξέρεις ούτε εγώ σε έμαθα ποτέ».
Το γράμμα αυτό το έγραψε νοερά – δεν το μετέφερε στο χαρτί …
Στην Ελλάδα ήταν σε μια άλλη ζωή που σαν το ποτάμι με ανοιξιάτικα νερά την παρέσυρε και το μόνο που μπορούσε να κάνει, ήταν να κρατηθεί να μην πνιγεί… Μετά έμαθε καλά να κολυμπά στα ορμητικά νερά, αλλά αυτό έγινε πολύ αργότερα, όταν σκλήρυνε… Ο Εδουάρδος πλέον δεν χωρούσε σε όλα αυτά που έφτιαχνε η Λένα, δεν χωρούσε και στα όνειρά της. «Καλύτερα έτσι, να μείνουμε φίλοι δι’ αλληλογραφίας», είπε στον εαυτό της.

Το γράμμα δεν πήγε στον Εδουάρδο με το ταχυδρομείο, το πρόλαβε η Σόνια: «Μην το στέλνεις! Θα το πάω εγώ. Σε 20 μέρες θα επιστρέψω και θα τον δω. Θα του πω από κοντά τα νέα σου» .
Η Σόνια έφυγε με το πούλμαν σε είκοσι μέρες. «Θα είμαι Δευτέρα εκεί, ίσως Τρίτη – Τετάρτη τον επισκεφθώ και θα του το παραδώσω», της υποσχέθηκε.

Πέρασε παραπάνω από μια εβδομάδα. Ένα βράδυ ενώ έπλενε τα πιάτα, κτύπησε το τηλέφωνο. Το σήκωσε με βρεγμένα χέρια. Ήταν η Σόνια: «Λένα μου! Ο Εδουάρδος δεν πήρε το γράμμα σου! Δεν πρόλαβε να το διαβάσει … Εγώ έφτασα τη Δευτέρα και αυτός…. Δεν θα το πιστέψεις! Αυτός πέθανε ξαφνικά από έμφραγμα την Κυριακή! Συγνώμη Λένα! Συγνώμη!», φώναζε στο ακουστικό η Σόνια. «Κλείνω! Είναι πολύ ακριβές οι κλήσεις από εδώ.»
Το ακουστικό γλίστρησε από τα βρεγμένα της χεριά. Το έπιασε. Γύρισε στην κουζίνα και συνέχισε να πλένει τα πιάτα. Ήθελε να κλάψει, αλλά δεν είχε δάκρυα.
Έπιασε τη βαριά κατσαρόλα, τη γύρισε ανάποδα για να την τρίψει απ’ έξω. ΄Ανοιξε στο τέρμα τη βρύση. Τα νερά έτρεξαν πάνω στην κατσαρόλα. Βράχηκε η μπλούζα της, έφτασαν οι σταγόνες μέχρι το πρόσωπό της. Υγράθηκαν τα χείλη και τα μάγουλά της.
«Γιατί η Σόνια μου ζήτησε συγνώμη;» Έπιασε την πετσέτα να σκουπίσει τα πιάτα, αλλά σκούπισε πρώτα το πρόσωπό της. «Σε πόσες μέρες πάει ένα γράμμα εκεί; Μια βδομάδα το πολύ. Θα μπορούσε να τον προλάβει το γράμμα μου με το ταχυδρομείο, αλλά πρώτα έλαβε αυτό το γράμμα που του έστειλα με τις θυμωμένες μου σκέψεις…»
Άνοιξε το ντουλάπι και άρχισε να ταχτοποιεί τα πιάτα και τα ποτήρια. «Δεν διάβασε το γράμμα μου. Πέθανε μια μέρα πριν φτάσει το γράμμα μου! Καλύτερα που δεν το διάβασε, γιατί ήταν ένα ψεύτικο γράμμα. Στην ουσία δεν ήθελα να πάρει από μένα κανένα γράμμα. Άργησε πολύ να με βρει!»
==

Οι αεροσυνοδοί ανακοίνωσαν ότι το αεροπλάνο ετοιμάζεται για την προσγείωση. Η Λένα «έφυγε» από τις αναμνήσεις της, γύρισε στον νεαρό άνδρα- συνεπιβάτη της, στον Αγαθάγγελο, που ακόμα διάβαζε.

-Άγγελε πιστεύεις στον έρωτα; ρώτησε.
-Ναι, πιστεύω.
- Και; Ήσουν ή είσαι ερωτευμένος;
Δεν της απάντησε αμέσως. Μετά από λίγα λεπτά είπε:
-Συνήθως ερωτευόμαστε λάθος ανθρώπους…
- Λάθος; Γιατί συμβαίνει αυτό;
- Δεν ξέρω…
- Απασχολεί πολύ την ανθρωπότητα. Εννοώ ο έρωτας. Μόνο γι’ αυτόν ζούμε, λένε…
Ο Άγγελος δεν απάντησε. Κοιτούσε επίμονα το βιβλίο του, σαν να ήθελε από κει να βρει την απάντηση και να την διαβάσει συλλαβιστά.
-Μπορεί στην ουσία να μη συμβαίνει τίποτα και να είναι μια ιδέα, ένα αίσθημα που δημιουργούμε μέσα μας οι ίδιοι. Δημιουργούμε έναν έρωτα σαν τη μουσική για να μας συνοδεύει στη ζωή που δεν αντέχεται χωρίς αγάπη, είπε.

Η Λένα γύρισε το βλέμμα της στην αεροσυνοδό που έκανε προσεκτικό έλεγχο στους επιβάτες, αν δέθηκαν με τις ζώνες ασφαλείας.

- Έχεις δίκαιο. Είναι σαν τη μουσική που μας γεμίζει την ψυχή. Και δεν μπορούμε να περιμένουμε από τη μουσική τίποτα παρά μόνο να υπάρχει για να την ακούμε.

Η αεροσυνοδός ήταν πολύ επίμονη στον έλεγχο και είχε δίκιο, γιατί όταν πλησίασε τη Λένα και τον Άγγελο, οι δυο τους ακόμα δεν είχαν δέσει τις ζώνες τους… Η αεροσυνοδός στεκόταν μπροστά μέχρι που έβαλαν τις ζώνες. Ήθελε να βεβαιωθεί ότι είναι ασφαλείς αυτοί οι δύο, που δεν άκουσαν τις εντολές του πιλότου.

Θεσσαλονίκη, 2016

auhtor Σοφία_Προκοπίδου 



Οι γάτες της Zήνας

  Η Ζήνα και οι γάτες της - Εκτός που τον βρήκα αγκαλιά με την οικιακή μας βοηθό, αργότερα μαθαίνω, ότι έχει σχέση εδώ και πέντε μήνες ...