10 Δεκ 2020

Η καρδιά της Λίζας . Διήγημα.

 

Στο παγωμένο ισόγειο του Νοσοκομείου, εκεί που είναι οι νεκροθάλαμοι, όλα κυλούσαν αργά. Λογικό είναι, εδώ δεν βιάζεται κανείς πιά. Μόνο ο Παναγιώτης είχε άγχος, χτύπησε ανυπόμονα τρεις φόρες το κουδούνι, μέχρι που άνοιξε η πόρτα και είδε «τον γιατρό των νεκρών». Ήταν ένας κοντός και αδύνατος, με μεγάλα γυαλιά σε μαύρο χοντρό σκελετό, άντρας που  έμοιαζε με φοβισμένο πιτσιρίκο, έναν κακό μαθητή που κάθε φορά ξεχνούσε το μάθημα. Έτσι,  ήρθε στον Παναγιώτη, ο χαρακτηρισμός «ανόητο πιτσιρίκι», παρόλο που σταμάτησε να χαρακτηρίζει τους ανθρώπους από την πρώτη ματιά, είχε αρκετές περιπτώσεις, όταν γνωρίζοντας κάποιον πιο καλά άλλαζε εντελώς την πρώτη του άποψη. Του άρεσέ τόσο πολύ αυτή η απότομη χαρά της ανακάλυψης του «κακού», όπως αρχικά πίστευε σε έναν «καλό άνθρωπο», όπως αποδεικνύονταν στην πράξη. Αλλά αντιθέτως, η απογοήτευση ήταν και είναι πάντα ένα μεγάλο πλήγμα. Πιστεύεις ότι έχεις μπροστά σου έναν  καλό άνθρωπο,  και σου βγαίνει μισάνθρωπος…

Αυτόν τον αγέλαστο γιατρό τελικά  τον  συμπάθησε. Στο διάδρομο προς το γραφείο του, στο μικρό αθόρυβο χώρο του νεκροτομείου, κατάλαβε ότι η συμπάθεια δημιουργήθηκε από το μαύρο σκελετό των γυαλιών του. Ήταν σαν της μητέρας του, της Λίζας, που φορούσα γυαλιά από μικρή, και αν όχι ακριβώς από μικρή, από τα εφηβικά της χρόνια. Ο Παναγιώτης το πρώτο που θυμόταν από μητέρα του, ήταν τα χοντρά της γυαλιά με  μαύρο σκελετό. Θυμόταν πίσω από τα τζάμια των γυαλιών  τα κάστανα της μάτια, σαν δυο γυαλιστερές ελιές, πάντα δακρυσμένα από συνεχόμενες συγκινήσεις.

-Συλλυπητήρια, συλλυπητήρια, αλλά πρέπει να μιλήσουμε! είπε βιαστικά ο γιατρός. Πρέπει να υπογράψετε κάποια έγγραφα, αλλά πρώτα να σας εξηγήσω...

- Θα υπογράψουμε, ότι πείτε, απλά στεναχωριόμαστε όλοι, που δεν μπορούμε να κάνουμε την κηδεία όπως πρέπει, ξέρετε εμείς τους νεκρούς τους σεβόμαστε, είναι μέρος της ζωής μας, τους έχουμε σαν ζωντανούς…

- Ξέρω, ξέρω και εγώ ανήκω στους δικούς σας, αφού οι γονείς μου είχαν έρθει με το πρώτο βαπόρι από την Ρωσία, πριν τον πόλεμο, το 1939. Εγώ βέβαια δεν είχα γεννηθεί ακόμα, αλλά καταλαβαίνω... Ξέρετε, βρισκόμαστε σε μία περίεργη κατάσταση, έχουμε επιδημία και δεν είναι τα πράγματα τόσο συνηθισμένα. Μάλλον είναι όλα κάπως ασυνήθιστα, έλεγε ο γιατρός κοιτάζοντας την πόρτα, σαν να περίμενε κάποιων που θα τον καταλάβαινε καλύτερα.

- Η μητέρα μου, πολύ κρίμα, έφυγε σε ηλικία μόλις 71 ετών, πριν δύο μήνες γιορτάσαμε τα γενέθλια της. Είχε την καρδιά της για πολλά χρόνια, από τα νιάτα πρόσεχε τη διατροφή της, έπαιρνε τα φάρμακα, και εμείς την προσέχαμε, δεν περιμέναμε ότι θα καταρρεύσει. Ήταν καλά...

- Την παρακολουθούσε ένας φίλος - καρδιολόγος. Το είδα στα χαρτιά. Αλλά κύριε μου… Πως σας λένε; Αχ ναι, είδα την ταυτότητα σας- Παναγιώτης! Εδώ, που θα υπογράψεις Παναγιώτη, γράφει ότι πέθανε από κορονοϊό.
- Γιατί; Αφού και ο γιατρός πάνω στο νοσοκομείο είπε ότι ήταν έμφραγμα. Ήταν το τρίτο έμφραγμα!
- Άλλα διαγνώστηκε και από covid.. Πρέπει να γράψουμε ότι πέθανε από κορονοϊό για να μπορέσετε να την πάρετε από δω, να την κηδέψετε.

Ξαφνικά του βγήκε όλη η κούραση της ημέρας  από τη δουλειά στο συνεργείο του.  Παρόλο που ο κόσμος υπάκουε και ήσυχα όλοι καθόντουσαν στα σπίτια τους, ο Παναγιώτης δε σταμάτησε να επιδιορθώνει τα αυτοκίνητα. Έμεινε σε απομακρυσμένο μέρος στα προάστια της πόλης , και το συνεργείο του ήταν δίπλα στο σπίτι, κανένας δεν μπορούσε να τον απαγόρεψε να δουλεύει. Ο ξαφνικός θάνατος της μητέρας του, της Λίζας,  του ήρθε πολύ βαριά, δεν περίμενε ότι θα στεναχωριόταν  τόσο πολύ, γιατί η μητέρα του εδώ και χρόνια πηγαινοερχόταν στο νοσοκομείο. Κάθε φορά στο τραπέζι που καθόντουσαν όλοι για φαγητό, πρώτα  σχολιάζανε την υγεία της. Η καρδιά της Λίζας ήταν το κύριο θέμα της συζήτησης στην ευρύτερη οικογένεια τους, έφτανε ακόμα στα ανίψια και τα ξαδέλφια . Όλοι μιλούσαν για την καρδιά της σαν να ήταν ένα μωρό η καρδιά της Λίζας. Το δεύτερο θέμα προς συζήτηση  ήταν το βάρος της. Η Λίζα ήτανε γεμάτη. Χοντρούλα από μικρή, όλος ο κόσμος έτσι την θυμόταν. Γεματούλα νόστιμη, με μαλλιά καρέ, μάτια μεγάλα που φαίνονταν πιο μικρά, λόγω των γυλιών μυωπίας. Και αυτά τα γυαλιά πάντα είχαν  χοντρό μαύρο σκελετό.
Η Λίζα στην ζωή της πριν το ερχομό στην Ελλάδα, σπούδασε νοσηλευτική. Μετά τις σπουδές διορίστηκε στο Υγειονομικό - επιδημιολογικό σταθμό της πόλης. Εκεί δούλεψε πάνω από 10 χρόνια, μέχρι που έφυγε στην Ελλάδα με τον δεκάχρονο τότε Παναγιώτη  και τον άνδρα της.
«Τι ειρωνεία, η μητέρα τόσα χρόνια να  παλεύει κατά των επιδημιών  και τώρα λόγω μιας επιδημίας δεν μπορούμε να την θάψουμε ανθρώπινα με όλες τις τιμές», σκέφτηκε ο Παναγιώτης και δάκρυσε  χωρίς να το θέλει. Δεν ήταν να κλαίει κανείς  μπροστά στον άγνωστο άνθρωπο, στη νεκρή ζώνη  όπου όλα είναι στεγνά και κρύα.
- Γιος είστε… λογικό είναι… μην ντρέπεστε, ελάτε να υπογράψουμε, να τελειώσουμε και αύριο κάνετε την κηδεία.
Εκείνη την στιγμή τον έπνιξε το άδικο,  και αυτό το πήρε από τη μάνα του, που    όταν ένιωθε αδικημένη ανέβαζε τη φωνή της. Και στη συζήτηση αν κάποιος επέμενε στην αδικία με κάποια επιχειρήματα, επέμενε στωικά. Κανείς δεν θύμωνε μαζί της, γιατί η Λίζα είχε το ταλέντο να συμμετέχει στις ζωές των άλλων  με αγάπη και πράξεις. Ήταν  νοσοκόμα όλων των συγγενών και φίλων.

Του ήρθε μία επιθυμία για απόρριψη, να μαλώσει με αυτόν τον κοντό και ακόμα να  τον χτυπήσει, ναι- στο κεφάλι, να σκίσει το κεφάλι του χοντροκέφαλου. Μετά συνήλθε: «Τέτοιες βλακείες σκέφτομαι μόνο και μόνο γιατί η μάνα ξαφνικά πέθανε από κορονοϊό ενώ πιστεύαμε ότι μια μέρα θα φεύγει από καρδιά. Όλοι έτσι και αλλιώς ξέρουν από τι πέθανε!»
- Και αν δεν υπογράψω, γιατρέ, δεν θα μου δώσετε τη μάνα;
- Σας είπα, έτσι είναι ο νόμος, είμαστε σε καραντίνα, σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης στη χώρα, στον Πλανήτη ολόκληρο! Από όσα ξέρετε, έχουμε επιδημία, τα πράγματα είναι πολύ δύσκολα, δεν αποφασίζω εγώ …Πρέπει να υπογράψουμε το έγγραφο. Ότι πέθανε από τον κορονοϊό . Πολλοί πέθαναν από κορονοιό και η  μητέρα σας ίσως και να  ζούσε, αν δεν είχαμε τον ιό…

Ο «γιατρός» ξαφνικά σαν να ψήλωσε, θύμωσε. Έβγαλε με  το  μικρό χεράκι του τα μεγάλα του γυαλιά με χοντρό μαύρο σκελετό και τα ακούμπησε στο γραφείο. Ο Παναγιώτης είδε τα άχρωμα  μάτια του. Ο σκελετός του έφερνε μία βαρύτητα και έντονο χρώμα στο βλέμμα, και με το που έβγαλε τα γυαλιά, έγινε ένας άλλος άνθρωπος. Από  έφηβο τώρα έμοιαζε με  κουρασμένο γεροντάκι.
- Ακούστε, σας λέω υπογράψτε τώρα και να τελειώνουμε!

Στον Παναγιώτη ήρθε μια εικόνα της Λίζας, με σταυρωμένα χέρια στο στήθος, με τα μαύρα γυαλιά, τη μακριά φούστα σαν τη θεούσα που δεν ήτανε. Πίστευε  στο Θεό,  αλλά δεν πήγαινε στην εκκλησία κάθε Κυριακή, σαν τις γειτόνισσες της. Η Λίζα περισσότερο προσευχόταν στο σπίτι. Είχε εικόνες δικές της, που τις  μιλούσε και ζητούσε βοήθεια όταν χρειάζονταν. Προσευχόταν για τον Παναγιώτη, για όλα τα παιδιά γενικά και για όλους που είχαν ανάγκη.
- Έλα παιδί μου, έλα Γιώτη μου, υπέγραψε να τελειώσουμε με την ανοησία, σαν να άκουσε ο Παναγιώτης τη φωνή της μάνας. Δεν έχει νόημα πια  από τί πέθανα ...Τόσα χρόνια μιλάγαμε για την αρρώστια μου, την καρδιά μου, το πάχος μου... Και αν καταξιώθηκα να πεθάνω από καρδιά; Τι να κάνουμε; Θάμασε, όταν με ρωτούσαν «τι κάνεις;», εγώ αντί να λέω «καλά», έλεγα όλη την ιστορία της καρδιάς μου και για το βάρος που δεν έφευγε... Όλο παράπονα ήμουν…Πως με αντέχατε; Τώρα το καταλαβαίνω, αλλά είναι αργά, μα τόσο αργά που ούτε συγγνώμη δεν μπορώ να ζητήσω.
Την συγγνώμη θα τη ζητούσα από εσένα γιέ μου. Μόνο τον εαυτό μου σκεφτόμουν, μόνο την καρδιά μου. Δεν σε άφησα να παντρευτείς την κοπέλα που αγάπησες, αυτήν την Ρωσίδα που ήρθε στους γείτονες για διακοπές. Συγνώμη αγόρι μου, συγνώμη, αφού έβλεπα ότι την αγάπησες, αλλά, ξέρεις, γιατί δε στο επέτρεψα; Γιατί έβλεπα επίσης ότι αυτό το κορίτσι δεν σε αγάπησε το ίδιο. Εγώ το είδα. Εσύ δεν το έβλεπες. Αυτό το κορίτσι ήθελε αποκούμπι, να βολευτεί ήθελε, δεν είχε  κανέναν να στηριχθεί γι’ αυτό σε ήθελε, για να μείνει  στην Ελλάδα. Το είδα αγόρι μου και  γι’ αυτό είπα «όχι». Κι εσύ- τι καλό παιδί που είσαι - δεν πήγες κόντρα, συμφώνησες . Και αφού συμφώνησες, ξέρεις τι σκέφτηκα; Άρα δεν την αγαπάει τόσο πολύ, ώστε να κάνει το δικό του- να πάει κόντρα στη μάνα. Εντάξει, ο πατέρας σου δεν έλεγε τίποτα ποτέ, σιωπηλός όλη τη ζωή του,  σαν μουγκός. Θα μπορούσες να έχεις τώρα παιδάκια. Εγγόνια .. Άιντε Παναγιώτη, άιντε Γιώτη υπέγραψε να τελειώνουμε!  Είχα μάθει όλες τις επιδημιολογικές αρρώστιες, αυτός είναι ένας καινούριος ιός, δεν τον ξέρω…», τελείωσε ο μονόλογος της μάνας, που άκουγε μόνο ο Παναγιώτης.
Ο Παναγιώτης πάντα την άκουγε. Θα μπορούσε κανείς να πει ότι ήτανε ένας «μαμάκιας», αλλά δεν ήτανε αυτό, ήταν ότι αγαπούσε τη μητέρα του, την αγαπούσε και την στήριζε, ήτανε πάντα δίπλα της.
Η Λίζα είχε την καρδιά, αυτό το θυμάται από μικρός, τόσο μικρός που ακόμα δεν είχε πάει στο σχολείο που όλοι μιλάγανε ότι η Λίζα «έχει καρδιά»…Και αν θα σταματήσει  να χτυπάει η καρδιά σημαίνει θάνατος. Αυτός ο φόβος της απώλειας της μαμάς, είχε ριζώσει στην ψυχή του. Ο φόβος, για το ότι  μια μέρα η μάνα του μπορεί να πεθάνει, γιατί «έχει καρδιά». Εύχονταν να συμβεί όταν ο ίδιος θα αποκτούσε δική του  οικογένεια και παιδιά. Αλλά στα σαράντα πέντε του χρόνια δεν είχε δική του οικογένεια και παιδιά.

- Καλά, δώστε να υπογράψω, και να πάρω τη μητέρα μου σπίτι.
- Θα υπόγραψες, αλλά τη μάνα σου δεν θα την πάρεις. Αύριο θα ρθείτε να την πάρετε από δω απευθείας για το νεκροταφείο. Δεν πρέπει να πάει σπίτι...
- Μα η γιαγιά μας είπε ότι πρέπει να ξενυχτήσουμε μαζί της, να κάνουμε το έθιμο, θα την διαβάσουμε μόνοι μας, αφού ούτε η εκκλησία είναι ανοιχτή, ούτε ο παπάς δουλεύει… Να καθίσουμε δίπλα της. Είναι το έθιμο- δεν το αλλάζουμε!
- Το καταλαβαίνω, ξέρω πως γίνονται οι κηδείες, αλλά έχουμε καραντίνα, το καταλαβαίνεις; Είμαστε σε  κατάσταση έκτακτη ανάγκης. Όλα άλλαξαν  δεν μπορείς να πάρεις έναν νεκρό με κορονοιο σπίτι, μπορείτε να μολυνθείτε όλοι.
- Δώστε την για να μείνει σπίτι μια τελευταία νύχτα…
-Αυτό δεν γίνεται ούτε να το σκεφτείς, ούτε να το επιδιώξεις, ούτε να  προσπαθήσεις να βρεις κανέναν αρχίατρο ή  πολιτικό! Να σου πω κάτι, έχω δουλειά και αν δεν θα ακούσεις τι σου λέω, θα πάρεις τη μάνα σου στο τέλος της καραντίνας ε «με καρδιά» και  «με κορονοϊό» και ακόμα να σου πω το χειρότερο, μπορούμε να μη την   δώσουμε, να την θάψουμε εκεί που ξέρουμε. Και ακόμη, να μην τη θάψουμε, να την κάψουμε και να σου δώσουμε στο τέλος ένα δοχείο με τη στάχτη της. Αυτό ορίζει  ο νόμος της έκτακτης ανάγκης.

Ο Παναγιώτης αισθάνθηκε σαν  παιδάκι που βρέθηκε σε ένα παραμύθι με έναν κακό ήρωα με γυαλιά σε χοντρό μαύρο σκελετό που κατά περίεργη σύμπτωση ήταν  σαν τα γυαλιά  που φορούσε η μητέρα του. «Είπε θα την κάνει στάχτη και δεν θα  έχω καμιά ελπίδα να την θάψω, όπως το θέλει η παράδοση, με μοιρολόγια, με το μνημόσυνο τραπέζι με όλους τους συγγενείς, με πολλά φαγητά, το κρασί, να μιλάνε όλοι για τη μητέρα…»

Άρχισε να βραδιάζει. Ο Παναγιώτης αισθάνθηκε ξαφνικό πόνο στο στήθος. «Μήπως πήρα τον πόνο της καρδιάς της μητέρας, με την στενοχώρια  του χαμού της και  της κηδείας;», σκέφτηκε.
- Εντάξει, αύριο θα έρθουμε να την πάρουμε, κάπου το μεσημέρι.
-Ελάτε  όποτε θέλετε...

Του Παναγιώτης όταν επισκεύαζε αυτοκίνητα, πάντα κάτι σκεφτόταν πέρα από τα αυτοκίνητα, ζάντες, μοτέρ, λάστιχα, φρένα… Ανέλυε τα γεγονότα της ζωής του, τα γεγονότα στην γειτονιά  του, στην πόλη και στην ολόκληρη τη χώρα και τον κόσμο γενικά. Και απορούσε- παντού  τα ίδια γεγονότα. Όλοι σαν να χάζεψαν. Οι άνθρωποι έλεγαν τα ίδια, πως μένουν σπίτια, τι χαζά κάνουν για να περνάει η ώρα, τι βιβλία διαβάζουν, και αν δεν διαβάζουν-πια γυμναστική κάνουν. Ένιωθε ότι είναι μέρος όλου αυτού του τρομερού παιχνιδιού. Φοβόταν να πάει στο κέντρο της πόλης. Για πρώτη φορά, μετά από το δημοτικό σχολείο, φοβόταν τη κοινωνία και  τους ανθρώπους. Στο δημοτικό  τον κυνηγούσε ένας μεγαλύτερες μαθητής, μαζί του και οι φίλοι του. Ήταν πρώτη χρόνια που πήγε στο σχολείο στην Ελλάδα. Τα παιδιά τον κορόιδευαν, αλλά μετά σταμάτησαν,  ήταν πολύ  καλός στα μαθηματικά, που δεν χρειαζόταν να μιλάει, μόνο να αναλύει... Ο μαθητής από τη πρώτη γυμνασίου που τον κυνηγούσε , τον έδερνε, τον έκλεβε,  απειλούσε να τον σκοτώσει, αν το έλεγε πουθενά... Κανείς δεν τον υπερασπίστηκε, ενώ η δασκάλα δεν το πήρε ποτέ χαμπάρι. Μόνο η μάνα.

Η Λίζα ήρθε αμέσως στο σχολείο, δεν πήγε στο διευθυντή, μπήκε στην τάξη στο διάλειμμα, φώναξε το όνομα του μαθητή. Όλοι είδαν τα γυαλιά με τον μαύρο χοντρό σκελετό που  την έκαναν να μοιάζει δασκάλα, ακόμα και διευθύντρια. Φώναξε τον μαθητή και του μίλησε. Κανείς δεν ήξερε  τι του είπε, αλλά ο κακός, μετά από αυτό, ούτε   ήθελε να «σκοτώσει» τον μικρό Γιώτη, ούτε και τον κοίταξε ξανά.
Ο Παναγιώτης ρωτούσε πολλές φορές τη Λίζα, τι του είπε και την άκουσε. Η Λίζα δεν του έλεγε. Μόνο όταν πήγε στο στρατό, του είπε  να προσέχει και να μην αφήσει κανέναν να τον πειράξει. «Θα είμαι μακριά, δεν θα μπορέσω να σε βοηθήσω!» του είπε.
- Καλά μάνα! Φτάνει πια, μεγάλωσα! Αλήθεια, πες μου επιτέλους, με πιο τρόπο εκφόβησες  το παιδί, τότε στο δημοτικό που ήμουν, και με άφησε στην ησυχία;
- Τίποτα ... Του είπα την αλήθεια. Πως το λέγανε;
- Γιάννη. Ήταν πρώτη γυμνασίου.
- Του είπα: «Γιαννάκη, είμαι η μαμά του Παναγιώτη. Έχω άρρωστη καρδιά, και όταν βλέπω το γιο μου να κλαίει, η καρδιά μου σταματάει να χτυπάει και αυτό σημαίνει ότι πεθαίνω, γι’ αυτό, σε παρακαλώ πολύ, μην πειράζεις άλλο τον Γιώτη. Δεν είναι απλά ένα παιδί, είναι ο γιος μου, που κρατάει την καρδιά μου ζωντανή».

--

Η κηδεία της Λίζας έγινε  «στα κλεφτά». Μόνο ο Παναγιώτης με τον πατέρα του, όπως πάντα σιωπηλό, σαν να ήταν μουγκός. Ήρθε και ένας γείτονας να βοηθήσει. Τα λουλούδια ήταν λίγα, μόνο δύο μπουκέτα, και αυτά τα βρήκανε τυχαία. Βοήθησε και  η ψηλή βροχή τόσο ήσυχη βροχή και περιέργως λυτρωτική.
Το μνημόσυνο τραπέζι ήταν ένα απλό καθημερινό γεύμα, δεν υπήρχε κανείς εκτός από την οικογένεια. Τα λόγια ήτανε περιττά. Ο Παναγιώτης έβγαλε απ’ την τσέπη του σακακιού του τα λαστιχένια γάντια και τη μαύρη μάσκα που δεν την έβαλε στο πρόσωπο, την είχε ξεχάσει στη τσέπη. Μαζί με όλα τα αξεσουάρ της καραντίνας, έπεσαν από την τσέπη  του τα γυαλιά μυωπίας της Λίζας, που του έδωσε ο γιατρός, λέγοντας: «Σχεδόν ίδιο σκελετό γυαλιών είχαμε με τη μητέρα σας…»

Σοφία Προκοπίδου. 2020.


Οι γάτες της Zήνας

  Η Ζήνα και οι γάτες της - Εκτός που τον βρήκα αγκαλιά με την οικιακή μας βοηθό, αργότερα μαθαίνω, ότι έχει σχέση εδώ και πέντε μήνες ...