21 Μαρ 2019

Η πτήση των ευτυχισμένων ανθρώπων

Οι επιβάτες για την πτήση της Μόσχας ήταν μετρημένοι. Δεν χρειάστηκε χρόνος και προσπάθεια να τους δει όλους. Τους κοίταξε διακριτικά έναν-έναν από ’κει που καθόταν, δίπλα στην πύλη εξόδου, έτοιμη και ταχτοποιημένη με τη μικρή βαλίτσα της και το διαβατήριο στο χέρι. Δεν άνοιξε το τάμπλετ, ούτε το βιβλίο για να μην ξεχαστεί πάλι και συμβεί κάτι ανάποδο…. Για να περάσει η ώρα, η Νάντια αποφάσισε να μελετήσει τους συνεπιβάτες της, κάνοντας δικά της σενάρια για τις ζωές των άλλων. Ήθελε να δει πώς νιώθουν οι άνθρωποι που σε λίγα λεπτά θα πετούν στον ουρανό. Της άρεζε να γράφει σενάρια με το μυαλό της, κοιτάζοντας αγνώστους. Έτυχε, κάποιες φορές, να βγουν αληθινά. Είχε την ικανότητα να βλέπει πέρα από την επιφάνεια. Πολλές φορές όμως έπεφτε έξω και μετά ντρεπόταν και σκεφτόταν απολογητικά: «Κοίτα να δεις, έκανα λάθος…εκπέμπεις τέτοια μητρότητα, αυτάρκεια, πίστεψα πως είσαι παντρεμένη, έχεις ευτυχισμένο γάμο και τουλάχιστον τρία παιδιά!» είπε σε μια συμπαθέστατη κυρία που γνώρισε σε μια παρέα. H νέα φίλη της ομολόγησε πως δεν είχε παντρευτεί ποτέ της και πως ένιωθε αφόρητη μοναξιά… «Μα γιατί δείχνει ευτυχισμένη ενώ πιστεύει πως δεν είναι; Πώς γίνεται αυτό;» αναρωτιόταν και δεν μπορούσε να καταλάβει πού τελικά βρίσκονται και αποτυπώνονται τα σημάδια της ευτυχίας στον άνθρωπο. Στα μάτια σίγουρα, εκεί μέσα δεν μπορείς να κρύψεις τίποτα… Και τώρα, κοιτάζοντας τους επιβάτες, έψαχνε να βρει αυτούς που ήταν ευτυχισμένοι. Σε στιγμές αναμονής, ειδικά σε ουρές ή σε πτήσεις όπου οι άνθρωποι γίνονται υπάκουοι, σιωπηλοί, αληθινοί, αφημένοι στην τύχη, στη μοίρα.. Σε λίγο απογειώνονταν για ένα ταξίδι. Όλοι έβαζαν αναγκαστικά τη ζωή τους σε κίνδυνο…

Στην αρχαιότητα, ο φόβος του ταξιδιώτη ήταν αλλιώτικος. Ο φόβος του ήταν μια συνήθεια… Άφηνε τη ζωή του στο θέλημα του Θεού που μόνο αυτός ήξερε για τη συνέχεια του καθενός… Τα χρόνια τα παλιά, τα ιστορικά, οι άνθρωποι δεν ανέβαιναν ποτέ στον ουρανό. Πετούσαν μόνο στα όνειρά τους …

Πέρασε τρέχοντας δίπλα της ένα τρίχρονο αγόρι. Έφτασε στο κέντρο της αίθουσας και πέταξε στη μέση το αυτοκινητάκι του. Μετά γύρισε στη μητέρα του ζητώντας γκρινιάρικα το τάμπλετ της. Του το έδωσε. Ο μικρός αμέσως σοβάρεψε. Κάθισε ικανοποιημένος σε μια θέση δίπλα. Άνοιξε το τάμπλετ με μια άνεση και γνώση, σαν να το είχε μάθει από την ώρα της σύλληψής του στη μήτρα και άρχισε να σερφάρει. Η έκφραση του προσώπου του αλλοιώθηκε. Τώρα έμοιαζε πώς θα γίνει μετά από 15-20 χρόνια. Νεαρός άνδρας. Η μητέρα του παιδιού σηκώθηκε κουρασμένα, πήγε και μάζεψε το πεταμένο αυτοκινητάκι…Όταν γύρισε του είπε: «Αγάπη μου, δεν πετάμε τα παιχνιδάκια, καλά;» Το τρίχρονο την κοίταξε αφηρημένα και πάτησε με δύναμη το τάμπλετ, δίνοντας να καταλάβει ότι το πραγματικό του παιχνίδι είναι μόνο αυτό… Μια κοπέλα όρθια γέλασε δυνατά με μεγάλο ενθουσιασμό. Μάλλον κάτι καλό άκουσε στο κινητό που μιλούσε πολύ ώρα. Όλοι γύρισαν να δουν ποιά γελά. Έδειξαν ενοχλημένοι από την υπερβολική χαρά της. Είχε χαλάσει τη σιωπή της αναμονής. Με τα διαβατήρια στα χέρια, περίμεναν όλοι να περάσουν τα σύνορα μεταξύ γης και ουρανού.
Θυμήθηκε τους πρόσφυγες καθιστούς στο χώμα στην Ειδομένη. Πήγε από κει μια μέρα με την Αγγέλα για να βοηθήσουν τους εθελοντές. Τους λυπήθηκε τόσο πολύ, σφίχτηκε η καρδιά της, η ψυχή της πόνεσε και τα μάτια της δάκρυσαν. Πριν μήνες, την άνοιξη, όταν ήρθαν οι πρώτοι πρόσφυγες στη Θεσσαλονίκη σαν τα αποδημητικά πουλιά που έχασαν την ικανότητα να «διαβάζουν» τον χάρτη του ουρανού, πέρασε μαζί με τον φίλο της, τον Νίκο, από την Αριστοτέλους για να τους δουν. Το πρόσωπο του Νίκου αμέσως σκοτείνιασε, δεν είπε τίποτα. Ήταν ζωγράφος που λάτρευε την τέχνη της αρχαίας Ανατολής. Είχε πάει στη Συρία τις εποχές της ειρήνης.
Η Νάντια ήθελε κάτι καλό να πει στους ανθρώπους αυτούς που, αν και άγνωστοι, ήταν σαν να τους ήξερε όλους και δεν χρειαζόταν καμιά κουβέντα. Την ίδια μέρα έγραψε ένα ποίημα.

Ήρθαν σπίτι μου Πρόσφυγες.
Δεν κτύπησαν την πόρτα μου
Στην καρδιά μου κτύπησαν.
Ξαπλωμένοι στο τσιμέντο
Της Αριστοτέλους
Σκεπασμένοι με δέντρα
Του πάρκου
Στη σκιά της Αρχαίας αγοράς,
Δεν μιλούσαν
Μόνο με κοιτούσαν
Με βλέμματα μου είπαν
Την ιστορία τους.
Τους κοιτούσα κι εγώ
Με το μάτια μου τους είπα:
Τα ξέρω όλα, να μην ανησυχείτε.
Τα πέρασα.
Ο φόβος της φυγής μου έμενε ακόμα.
Τους είπα επίσης
Ότι είμαι και εγώ
Από τη Συρία
Και ίσως από το Ιράκ,
Την Τουρκία,
Τη Ρωσία, Ουκρανία…
Αλλά δεν θυμάμαι ακριβώς.
Τους είπα κι ένα μυστικό:
ότι δεν μπορούν να φύγουν αλλού.
Οι δρόμοι μπερδεύτηκαν και δεν οδηγούν πουθενά
Σε αυτήν τη γη να πάνε.
Μόνο αν έβγαζαν φτερά
Στον ουρανό να πετάξουν
Εκεί, που δεν υπάρχει πατρίδα
Εκεί θα βρουν τον Θεό Παντοδύναμο
Ξέρει μόνο αυτός να τους δώσει ζωή και ειρήνη.
----
Τους κοιτούσα με στόμα κλειστό
Δεν είχα λόγια να πω...

«Καλό το ποίημά σου! Αλλά τι τον ήθελες τον Θεό στο ποίημα; Το χάλασες!» της είπε η φίλη της, η Νατάσα, που έλεγε πως δεν πίστευε στον Θεό. Αλλά η Νάντια ήξερε - δεν υπάρχουν άθεοι άνθρωποι. «Μπορείς να γεννηθείς χωρίς πατέρα; Κάποιον πατέρα θα έχεις, ακόμη και αν δεν τον ξέρεις!» απάντησε. Η Νατάσα δεν ακούει τέτοιες κουβέντες, της φαίνονται αστείες… Η απάντησή της είναι μόνο ένα χαμόγελο, από αυτά που στέλνεις για να κόψεις τη συζήτηση.

Τότε στην Ειδομένη, ένα-ένα κοιτούσε τα πρόσωπα των ανθρώπων που ήταν ξαπλωμένοι και καθιστοί στο χώμα. Παρατήρησε ότι γυναίκες, άνδρες , παιδιά και κάποιοι ηλικιωμένοι έδειχναν ήρεμοι κι ευτυχισμένοι. Στην αρχή σκέφτηκε ότι, από ευγένεια, δείχνουν στους Έλληνες, που ήρθαν να τους βοηθήσουν, ότι είναι καλά, να μην ανησυχούν γι’ αυτούς τόσο πολύ. Τα προσφυγόπουλα ήταν όλα με ένα χαμόγελο. Η Νάντια περίμενε να δει ανθρώπους δυστυχείς και λασπωμένους μετά τη βροχή, κρυωμένους. Στον δρόμο όλο σκεφτόταν πώς θα τους αντικρίσει. Τελικά είδε ανθρώπους περήφανους. Μια γυναίκα την κοίταξε στα μάτια. «Και αυτή είναι καλά, μέσα της έχει ευτυχία που ζει. Νιώθει ηρωίδα αφού κατάφερε κι έφυγε από τον θάνατο, τον πόλεμο», σκέφτηκε. Η λάσπη και η βροχή δεν ήταν τίποτα το φοβερό γι’ αυτούς. Τώρα όλοι αγαπούσαν ακόμα και τη λάσπη, ήξεραν, μόλις βγει ο ήλιος, θα στεγνώσει, θα γίνει σκόνη. Ένιωσε τότε σαν να ήταν συνδεμένη με έναν μακρύ ομφάλιο λώρο με όλους τους ανθρώπους γύρω που ήταν ευτυχισμένοι μέσα στην υγρή λάσπη.
Στην επιστροφή η Αγγέλα ήταν πολύ κουρασμένη, όλο έλεγε πως τους λυπάται πολύ αυτούς τους ανθρώπους που είναι στο πουθενά και πόσο δύστυχοι είναι. Δεν της αντιμίλησε. «Μα ήταν ευτυχισμένοι, τα πρόσωπά τους με ανοιχτά βλέμματα χωρίς φόβο πια.. Έμειναν ζωντανοί, αυτό είναι όλο - να μείνεις ζωντανός!» σκέφτηκε, αλλά δεν είπε τίποτα στη φίλη της, την άφησε να στενοχωριέται γιατί έτσι η Αγγέλα αισθανόταν ότι συμμετείχε στον πόνο των άλλων.

Είχε μετρήσει σχεδόν όλους τους επιβάτες σαν να ήταν υπάλληλος της αεροπορικής εταιρίας. Της φάνηκε αστείο αυτή η εμμονή που είχε να μετρά τους επιβάτες της πτήσης. Ήταν 50, αλλά μπορεί και λίγο παραπάνω, σε αεροπλάνο των 300 θέσεων. «Άραγε συμφέρει να μεταφέρεις τόσο λίγα άτομα;» σκέφτηκε, ενώ στην ουσία ποτέ δεν ήξερε να μετρά κέρδη.

Στην Ειδομένη είχε γνωρίσει ένα κορίτσι περίπου 12 χρονών. «Πάμε στη Γερμανία. Εκεί μας περιμένουν, θα έχουμε από την αρχή επιδόματα, βοήθεια μέχρι να μάθουμε γερμανικά και μετά οι γονείς μου θα δουλέψουν, ενώ εγώ κι ο μικρότερός μου αδελφός, αμέσως μόλις φτάσουμε, θα πάμε σχολείο!» έλεγε κάνοντας όνειρα. Μιλούσαν στα γαλλικά που ήξερε το κοριτσάκι από τη Συρία. Και η Νάντια ήξερε πολύ καλά γαλλικά, τα οποία σπούδασε στο φιλολογικό τμήμα του Κρατικού Πανεπιστημίου του Πιατιγκόρσκ. Την δωδεκάχρονη την έλεγαν Σάρα, σαν την προγιαγιά της Νάντιας. Δεν την θυμόταν καλά, αλλά θυμόταν τις χειροποίητες κούκλες που της είχε φτιάξει. Έπαιζε μ’ αυτές πολλά χρόνια, μέχρι που μεγάλωσε. Και οι τέσσερις κούκλες ήταν κορίτσια, αλλά με διάφορα φορέματα και διαφορετικούς χαρακτήρες. «Σε κάποιο κουτί, στην αποθήκη του σπιτιού στη Ρωσία, πρέπει να είναι ξεχασμένες… Να πάω εκεί να τις βρω, να τις φέρω στην Ελλάδα!» σκέφτηκε. Η Σάρα την ρώτησε αν έχει παιδιά, ήταν έξυπνο και χαριτωμένο κορίτσι, δεν είχε χάσει ούτε τη μητέρα της ούτε τον πατέρα, ούτε τα αδέλφια. Όλη η οικογένεια ήταν μαζί. «Ναι, έχω, δυο παιδιά, αλλά είναι μεγαλύτερα από σένα. Κορίτσι και αγόρι. Και τα δυο σπουδάζουν», απάντησε.

-----
Κοίταξε γύρω της. Πίσω από την τζαμαρία του αεροδρομίου φαίνονταν τα αεροπλάνα που τα εφοδίαζαν με καύσιμα. Έδειχναν σαν γουρουνάκια καθαρά, χαριτωμένα. Πράγματι τα αεροπλάνα έχουν μια μορφή που γαληνεύει το μάτι, τη στρογγυλάδα, που τα κάνει χαριτωμένα. Εκεί που στέκονται αθώα στο έδαφος, ξαφνικά βάζουν τη δύναμή τους, ανεβαίνουν σαν πούπουλα στον ουρανό και πάνε σφαίρα, σκίζοντας τα σύννεφα και το χρόνο... Το αθώο αεροπλάνο γίνεται ένα κλειστοφοβικό όχημα που μεταφέρει φοβισμένους ανθρώπους από μια άκρη της Γης στην άλλη.
Από τον φόβο της πτήσης κάθε φορά η Νάντια κάτι ξεχνούσε. Μια φορά το διαβατήριο, άλλη μια φορά ξέχασε να ξυπνήσει στην ώρα της, πριν χρόνια κατάφερε να χάσει ακόμα και την πτήση ενώ ήταν ήδη στο αεροδρόμιο. Ήταν και το τραγικό δυστύχημα. Πριν πολλά χρόνια, το καλοκαίρι στο Άντλερ, έπεσε λίγα μέτρα μακριά από την κεντρική πλαζ το αεροπλάνο μετά την απογείωση. Ήταν γεμάτο ευτυχισμένους, ξεκούραστους, μαυρισμένους από τον ήλιο ανθρώπους, παραθεριστές που επέστρεφαν σπίτια τους από το καλύτερο θέρετρο της χώρας. Ο τρόμος στην πόλη ήταν μεγάλος και οδυνηρός . Πήγε με τους φίλους στην παραλία να δει την τραγωδία. Η θάλασσα ήταν γαλήνια, χωρίς κύματα. Μια τρομακτική σιωπή παντού. Η πλαζ άδεια. Ακόμα και οι γλαροί εξαφανίστηκαν. Μέσα στη θάλασσα, πεντακόσια μέτρα μακριά από την ακτή, έπλεαν πολλά σκάφη. Έψαχναν για τυχόν επιζώντες. Λίγοι άνθρωποι έρχονταν στην παραλία και γρήγορα έφευγαν. Κανείς δεν ήθελε να πιστέψει πως περίπου 300 άνθρωποι χάθηκαν σε μια στιγμή μέσα στα σκοτεινά νερά της Μαύρης Θάλασσας. Για πρώτη φορά τότε, δεκαπέντε χρονών κορίτσι, συνειδητοποίησε πως η ζωή μπορεί να αλλάξει σε ένα δευτερόλεπτο και ότι είναι ματαιόδοξο να νομίζει κανείς ότι μπορεί να την κουμαντάρει ... Δεν είχε δει ποτέ πόλεμο. Η καλή τύχη της γενιάς της. Δεν άντεχε τον πόλεμο ούτε στο σινεμά, ούτε στη λογοτεχνία… Μια φορά, στην ποιητική βραδιά ξέσπασε σε λυγμούς όταν απάγγειλε ένα ποίημα του Σίμονωβ με τίτλο: «Περίμενέ με» … ήταν το γράμμα ενός στρατιώτη από το μέτωπο στην αγαπημένη του. Έτσι άδοξα κατέβηκε από τη σκηνή. Μετά ντρεπόταν για την αδυναμία και την ευαισθησία της. Μπορεί να ήταν και το όνειρο που είδε έξι χρονών κοριτσάκι. Ένα φρικτό όνειρο, δεν ξεχνιόταν. Μαζί με τον αδελφό της, που τον είχε στην πλάτη, έφευγε από τον θάνατο. Την κυνηγούσαν φασίστες πάνω σ’ ένα τεράστιο όχημα. Ήταν ένα τρακτέρ. Οι φασίστες με κράνη ήθελαν να τους σκοτώσουν με αυτόματα όπλα. Ο μικρότερος αδελφός της, από φόβο, έσφιξε με τα χεράκια του τον λαιμό της. Θυμάται, ο φόβος της σφαίρας ήταν μεγαλύτερος από την ασφυξία. Τον φόβο αυτόν στο όνειρο, η Νάντια δεν τον ξεχνούσε για πολλά χρόνια, τον ξεπέρασε μόνο όταν μεγάλωσε και γέννησε το πρώτο της παιδί. Τελικά όλη η διαδρομή της ζωής του ανθρώπου γίνεται γύρω από τον φόβο του θανάτου. Συνέχεια κάνουμε κύκλους, ενώ νομίζουμε ότι πάμε κάπου ευθεία. Ένα, δύο, τρία, τέσσερα.. Μια βλέπουμε νότια, μια βόρεια, μια ανατολικά , μια δυτικά…Δεν έχει τέλος, όμως.

Στο αεροπλάνο η Νάντια συνήθως καθόταν στον διάδρομο γιατί αυτό της έδινε περισσότερη αίσθηση ελευθερίας. Θυσίαζε τη θέση στο παράθυρο με θέα τον ουρανό και τα ωραία πυκνά σύννεφα που μοιάζουν βουνά και παρχάρια... Οι περίπου πενήντα επιβάτες σκορπίστηκαν στο άδειο αεροπλάνο…Το αεροπλάνο γρήγορα ανέβηκε στο απέραντο του ουρανού και σταθεροποίησε την ταχύτητά του. «Ο δρόμος για τον Παράδεισο από ’δώ πάνω, από τα σύννεφα, είναι πιο κοντινός», σκέφτηκε κι έκλεισε τα μάτια. Στην ίδια σειρά, στο παράθυρο, καθόταν ένας νεαρός με μουστάκια και γένια. Διάβαζε ένα βιβλίο. Μισάνοιξε το αριστερό της μάτι να δει καλά τον τριχωτό νεαρό. Δεν έμοιαζε ούτε με αναρχικό - επαναστάτη, ούτε τον έλεγες μάγκα, ούτε ιερέα . Ο νεαρός έπιασε το κρυμμένο της βλέμμα, γύρισε και της χαμογέλασε. «Έχει ωραίο χαμόγελο, πρέπει να ’νε καλό παιδί,» σκέφτηκε και αποκοιμήθηκε...

Πέρασε περίπου μια ώρα και την ξύπνησε ο νεαρός. Την άγγιξε τρυφερά στον ώμο, ζητώντας να τον αφήσει να βγει από τη θέση, να πάει τουαλέτα. Όταν γύρισε της είπε: «Ξανά σας ζητώ συγγνώμη, που σας ξύπνησα, κοιμόσασταν πολύ καλά, σας είδα, αλλά έπρεπε να βγω. Με λένε Νικόλα, εσάς;
-Νάντια.
-Από πού προέρχεται;
-Από το Ναντέζντα.
-Ακόμα πιο σπάνιο, πρώτη φορά το ακούω...
- Είναι ρώσικο όνομα.
-Ααα, είπε ο νεαρός. Κατάλαβα, είσαστε Ρωσίδα!
-Όχι, είμαι Ελληνίδα που γεννήθηκα στη Ρωσία.
Ο Νικόλας χαμογέλασε συγκαταβατικά. Η Νάντια δεν είχε όρεξη για συζήτηση, αλλά είπε να του εξηγήσει τι σημαίνει το όνομά της:
-Το Νάντια είναι από Ναντέζντα, που σημαίνει Ελπίδα.
- Γιατί δεν το αλλάξατε; Μπορούσατε να το αλλάξετε!
- Ναι, αλλά όταν πήρα την ιθαγένεια, το κράτησα. Το «Ελπίδα» είναι ωραίο, αλλά ασυνήθιστο για μένα όνομα, κράτησα αυτό που συνήθισα από μικρή. Όλος ο κόσμος με ξέρει «Νάντια», δεν ήθελα να είμαι κάποια άλλη.
-Σίγουρα, είναι πιο εύκολο να έχουμε ονόματα με τα οποία μας φώναζαν όταν ήμασταν μικρά, τότε δεν χανόμαστε, είμαστε πιο ασφαλείς, πιο ευτυχισμένοι, είπε ο νεαρός .

Χαμογέλασε στον νεαρό, που όλα τα καταλάβαινε σωστά. Έβγαλε από την τσάντα τη μάσκα και την έβαλε στο πρόσωπο. Αμέσως δημιουργήθηκε «τοπικό» σκοτάδι. Ένα σκοτάδι που μπορεί να φύγει, μόλις το θελήσεις. Ένιωσε ευτυχισμένη που θα κοιμάται, ενώ το αεροπλάνο, θα συνεχίζει να σκίζει τον ουρανό με ταχύτατα «φωτός», να την πάει γρήγορα στον προορισμό της.




------
Σοφία Προκοπιδου, Θεσσαλονίκη, 2016.10.10



Οι γάτες της Zήνας

  Η Ζήνα και οι γάτες της - Εκτός που τον βρήκα αγκαλιά με την οικιακή μας βοηθό, αργότερα μαθαίνω, ότι έχει σχέση εδώ και πέντε μήνες ...