Το πρωινό πολλές φορές τελείωνε με ένα καυγά μικρής έως μεγάλης έντασης. Στην οικογένεια της Αντιγόνα το πρωινό ήταν σαν ένα μίτινγκ με πρόεδρο τη γιαγιά Μαρία. Στο τραπέζι γεμάτο φαγητά, μαζεύονταν όλοι. Συνήθως όλοι έπιναν τσάι, ενώ ο πατέρας έτρωγε την πρωινή του σούπα. Άλλες φόρες φούστουρο με αυγά, φέτες ψωμί με βούτυρο και μαρμελάδα και ότι άλλο είχε η γιαγιά να προσφέρει… Ο καυγάς ξεκινούσε από το τίποτα… και η Αντιγόνα δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί μαλώνουν μεταξύ τους, αφού αγαπιούνται τόσο πολύ. Αργότερα μεγαλώνοντας κατάλαβε ότι ο καυγάς ήταν ένας κώδικας επικοινωνίας μεταξύ τους, και το δημιουργούσε η γιαγιά για να επισημάνει την ύπαρξη της ως οικοδέσποινας του σπιτιού και μετά ο γιος της, ο Βάνια, γιατί και αυτός ήθελε να κάνει το κουμάντο του, αλλά έλειπε από το σπίτι. Έφευγε το πρωί και γυρνούσε αργά το βράδυ. Ήταν οι δουλειές του, αλλά και οι παρέες του που δεν τον άφηναν σε ησυχία ποτέ.
Αλλά όταν μαλώνανε μεταξύ τους οι γονείς της, η Βάλια και ο Βάνια, η Αντιγόνα αυτό δεν το δεχόταν με τίποτα, αρρώσταινε από στενοχώρια. Δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί τόση ένταση, σα να ντρεπόταν να δείχνουν τα τρυφερά τους αισθήματα και μέσω του καυγά έβρισκαν μια έστω παράξενη οδό επικοινωνίας. Ότι οι γονείς της ήταν ερωτευμένοι η Αντιγόνα το έβλεπε από το γεγονός πως δεν μπορούσαν ο ένας χωρίς τον άλλον. Η μάνα της ποτέ δεν μιλούσε για το πόσο αγαπά τον Βάνια και ο Βάνια δεν έλεγε πολλά. Ήταν και οι συνθήκες τέτοιες, δεν εκδήλωναν οι άνθρωποι τα αισθήματα τους εύκολα.
Αλλά η γιαγιά Μαρία επιβεβαίωσε τον μεγάλο έρωτα των γονιών της, λέγοντας όλη την ιστορία από την αρχή.
Ο Βάνια ήταν μόλις 17 χρόνων όταν είπε στη μάνα του να σταματήσει να εργάζεται στη φάμπρικα και να κάθεται σπίτι. «Εγώ θα φροντίζω για τα πάντα»- της είπε. Δούλευε και σπούδαζε και ποτέ δεν τους έλειψαν τα χρήματα. Έγινε ο άνδρας της οικογένειας. Στα 23 αποφάσισε να παντρευτεί. Ο Βάνια ήταν παλικάρι όμορφο, ψηλό, και φινετσάτο. Είχε δερμάτινες μπότες, ένα κοστούμι κασμίρ, παλτό μακρύ και ένα ωραίο δερμάτινο μπουφάν. Και βεβαίως μερικά άσπρα πουκάμισα .. Τα ρούχα τα επέλεγε μόνος του γιατί ήθελε να ντύνεται καλά. Ήταν η δεκαετία του ’50 και οι άνθρωποι ακόμα δεν είχαν την άνεση και την πολυτέλεια να αγοράζουν ότι θέλουν, κ’ όμως ο Βάνια πάντα κατάφερνε να έχει χρήματα στη τσέπη του.
Πολλές οικογένειες τον ήθελαν για γαμπρό, αλλά ήθελαν και τη Μαρία, τη μάνα του, ως καλή συμπεθέρα. Ο Βάνια δεν μπορούσε να αποφασίσει, ποια θα ήθελε, καμία δεν έκανε την καρδιά του να σκιρτήσει.... Μάλιστα, η μια κοπέλα από αυτές που του «προξένευαν» τον ερωτεύτηκε, υπέφερε πολύ, αλλά ο Βάνια, εκεί: «μα τι θα την κάνω αφού δεν την αγαπάω!». Η μάνα του αισθανόταν ενοχή, γιατί άρχισαν να λένε ότι ο γιος της έχει μεγάλη ιδέα για τον αυτό του.
«Δεν μπορώ να αποφασίσω, αφού δε μ΄ αρέσει καμιά» - είπε ο Βάνια και έφυγε για δέκα μέρες στο Τζαμπούλ, νότια του Καζακστάν. Εκεί είχε τον ξάδελφο του, το Χρίστο Σαββουλίδη. Ο Χρίστος ήταν πολύ πιο ωραίας άνδρας από το Βάνια, αλλά όταν το βραδύ βγήκαν μαζί στο κεντρικό πάρκο για χορό, όλες οι κοπέλες κοιτούσαν τον ψηλό, ωραία ντυμένο Βάνια. Είχε και το κάτι άλλο.. ήταν και πολύ καλός στο χορό.
Χόρεψε βαλς με δυο όμορφες ρωσίδες, έπιασε κουβέντα μαζί τις, είπε και ανέκδοτα, και σχεδόν ήταν αποφασισμένος ότι με κάποια από αυτές θα γνωριστεί καλύτερα... Ο Χρίστος δεν μιλούσε πολύ, ούτε χόρεψε, αλλά επωφελήθηκε από τον επικοινωνιακό Βάνια, και γνωρίστηκε κι αυτός με μια άλλη κοπέλα.
Ξαφνικά ο Βάνια πρόσεξε μια κοντούλα με ένα απλό φτηνό λουλουδένιο φορεματάκι, που χόρευε πολύ καλά βαλς. Τα φώτα των προβολέων κάποια στιγμή έπεσαν πάνω της και ο Βάνια είδε ένα πρόσωπο που του άρεσε πολύ. Δεν κατάλαβε ακριβώς τι του άρεσε πάνω της, αλλά μια σπίθα άναψε στη κάρδια του και αισθάνθηκε ένα γλυκό χτύπημα, σαν του βαλς: ένα-δυο -τρία, ένα –δυο–τρία... Μετά του ήρθε μια αίσθηση, σα να έχει βρει κάτι πολύτιμο στη τη ζωή του, που το ήξερε από πάντα. Μετά, ένας φόβος γιατί δεν ήξερε ακόμα αν είναι για το καλό του, και μετά πάλι το κτύπημα της καρδιάς στο ρυθμό του βαλς, ένα-δυο- τρία…
Ο Βάνια απότομα άφησε την παρέα του και έτρεξε να πάρει το κορίτσι με το λουλουδένιο φόρεμα για τον επόμενο χορό.
Χόρευαν πολύ καλά, και ο Βάνια δεν βιαζόταν να ρωτήσει το όνομα της, ήθελε να απολαύσει τη στιγμή, το βαλς και το χτύπημα της καρδιάς του στο ρυθμό του βαλς...
Τον πρόλαβε το κορίτσι. «Πως σε λένε, δεν είσαι από δω;»
«Γιάννη, αλλά με φωνάζουν Βάνια. Ήρθα για μερικές ημέρες στον ξάδελφο μου το Χρίστο.»
«Αλλά είσαι ρωμαίος;»
«Α, ναι, τι άλλο!»
«Να μιλάμε ρωμαϊκά, αφού είσαι τεμέτερον!» - γέλασε η Βάλια. Τότε για πρώτη φορά ο Βάνια πρόσεξε τα γκρίζα της μάτια, που εξέπεμπαν ένα πολύ βαθύ και γλυκό φως... «Είναι όμορφη και είναι ελληνίδα!» σκέφτηκε, αλλά είναι και κοντή, θα ήθελα μια πιο ψήλη κοπέλα...».
Έπιασε τον εαυτό του πως έψαχνε κουσούρια για να μην κολλήσει στην ιδέα να τη γνωρίσει καλύτερα. Τη συνόδευσε στη θέση της, της χαμογέλασε , αλλά δεν τη ρώτησε τίποτα άλλο. Όταν επέστρεψε στην παρέα του, ρώτησε το Χρίστο, τι ξέρει για την Βαλεντίνα, με την οποία χόρευε... «Ας την, είναι ένα αγοροκόριτσο που κυκλοφορεί με ποδήλατο! Καταλαβαίνεις, αν αυτή καβαλάει ποδήλατο, δεν είναι καλό κορίτσι, «τα μετέρ κορίτσια δεν ανεβαίνουν στα ποδήλατα», Άσε που χορεύει με όλους, αλλά μπορεί και να μη είναι αγνή, έχει θάρρος και βγαίνει τα βράδια. Είναι μια κακομαθημένη, έχει τέσσερα μεγαλύτερα αδέλφια και της κάνουν τα χατίρια. Φτωχή οικογένεια, δεν είναι για σένα!»
Ο Χριστός είπε πολλά, τόσο πολλά που ο Βάνια άρχιζε να ανησυχεί, μήπως και αυτός κατά βάθος την ήθελε.
Κάποια στιγμή είδε τη Βάλια να φεύγει, έτρεξε να την προλάβει. Η Βάλια περπατούσε σπρώχνοντας το ποδήλατο της.
«Φεύγεις; Δεν θα μου αφήσεις τίποτα για ενθύμιο;» - τη ρώτησε με τσαμπουκά. Η Βάλια σταμάτησε, τον κοίταξε αυστηρά.
«Τι θέλεις να σου δώσω;»
«Κάτι!»
«Δεν έχω ούτε μαντιλάκι. Α, ναι πάρε την κλειδαριά από το ποδήλατο μου…»
«Και το κλειδί;»
« …Βρες το μόνος σου!».
Του έδωσε μια μικρή κλειδαριά, ανέβηκε στο ποδήλατο της και έγινε αέρας, εξαφανίστηκε μέσα στη νύχτα.
Δεν την είδε από τότε. Στο χορό που πήγαν με τον Χρίστο το επόμενο Σάββατό δεν ήταν εκεί, και την άλλη μέρα έφυγε στο σπίτι του, στην Ασακάροβκα. Μόλις κατέβηκε από το τρένο ένιωσε μια δυνατή «νοσταλγία» για την Βάλια. Πρώτη φορά αισθάνθηκε αυτό το γλυκό πόνο. Ήταν χειρότερος από τον πόνο που είχε όταν κόπηκε το δάχτυλο του στον τροχό, στο εργοστάσιο ξυλείας που δούλευε πριν δυο χρόνια. Ήταν ένας πόνος που δεν ήθελε να τον θεραπεύσει… ήθελε να τον ζήσει και να νιώθει πιο δυνατός.
Πέρασαν μερικοί μήνες, κι αυτός ακόμα εκεί... στη Βάλια. Για να διώξει τις σκέψεις του για τη αυτήν συνέχεια έβαζε στο μυαλό του τα λόγια του Χρίστου για «τη χαλασμένη ελληνοπούλα, που έχει θάρρος να κυκλοφορεί με ποδήλατο». Δε βοηθούσε ούτε αυτό, και η Βάλια έγινε έμμονη ιδέα.
Μια μέρα αποφάσισε να μετακομίσει, να πάει στην πόλη που έμενε η Βάλια. «Μάνα, φεύγουμε να μείνουμε στο Τζαμπούλ. Εδώ κάνει πολύ κρύο το χειμώνα και πολύ ζέστη το καλοκαίρι, ενώ εκεί όλα είναι πιο καλά. Έχει περιβόλια με μήλα , αχλάδια, βύσσινα που σου αρέσουν και δουλειές πολλές» Η Μαρία δεν αντιμίλησε, είχε εμπιστοσύνη στο γιο της. Πούλησαν το μικρό τους σπίτι, φόρτωσαν τα λίγα πράγματα τους και έφυγαν με το τρένο στα νότια.
Αναγκάστηκαν δύο εβδομάδες να μένουν στους συγγενείς τους. Πολύ γρήγορα, όμως, βρήκαν σπίτι ν’ αγοράσουν, ήταν μονοκατοικία στο κέντρο της πόλης. Μόλις μετακόμισαν, ο Βάνια ομολόγησε στη μάνα του το ενδιαφέρον του για τη Βάλια και της είπε να πάει από το σπίτι των Καραφουλιδέων να τη δει και να του πει τη γνώμη της, αν κάνει για νύφη.
Η Μαρία δεν άργησε. Με μια γνωστή της πήγε στο σπίτι της Βάλια, βρήκαν να πουν ένα μικρό ψεματάκι για να δικαιολογήσουν την παρουσία τους. Δηλαδή σα να πήγαιναν να δουν ένα σπίτι για αγορά και χάθηκαν στη περιοχή, βρέθηκαν κοντά τους και αποφάσισαν να κάνουν μια επίσκεψη για να ξεκουραστούν λίγο...» Πράγματι, η Άννα (η μητέρα της Βάλια) χάρηκε και τους δέχτηκε φιλόξενα, τους έκανε τσάι, πιάσαν κουβέντα για κοινούς γνωστούς. Η Άννα δεν υποψιάστηκε πως οι δυο γυναίκες ήρθαν με το σκοπό να εξετάσουν τη κόρη της ως υποψήφια νύφη για το γιο της Μαρίας..
«Τα παιδιά σου δουλεύουν;» - ρώτησε η Μαρία « Α, ναι, μόνο η Βάλια ακόμα πάει στο Σχολειό, φέτος τελειώνει το δεκατάξιο και μετά θα τη στείλω να μάθει λογιστική»
«Είναι σπίτι;» «Μέσα στο δωμάτιο της, διαβάζει». «Φώναξε την να τη ρωτήσω κάτι που θέλω, αφού ξέρει πολλά γράμματα».
«Να ξέρεις, Αντιγόνα, όταν η μάνα σου πρώτη φορά εμφανίστηκε μπροστά μου, την αγάπησα με όλη μου την ψυχή μου! Μόλις την είδα» - έλεγε χρόνια πολλα μετά η γιαγιά Μαρία την ιστορία της παντρειάς δυο παιδιών.
«Πρόσεξα, βέβαια, ότι ήταν πολύ αδύνατη και τα πόδια της λίγο στραβά, και ότι είναι κοντούλα για τον πατέρα σου, αλλά παρόλα αυτά, μπήκε στη ψυχή μου και αποφάσισα να την πάρουμε, ότι αυτή είναι για μας».
Το πρώτο που είπε η Μαρία στο γιο της, όταν επέστρεψε από την επίσκεψη: «Την παίρνουμε και γρήγορα να μη την πάρει κανείς άλλος!»
Η καρδιά του Βάνια τινάχτηκε στα ύψη. Χάρηκε πολύ, αλλά αμέσως πάλι του ήρθαν τα λόγια του Χρίστου και είπε «Ο Χρίστος μου είπε ότι έχει ποδήλατο, και σαν αγόρι κυκλοφορεί μ’ αυτό, πάει στο σχολείο ακόμη και διαβάζει, και είναι κακομαθημένη...»
«Δεν ξέρω τη λέει ο Χρίστος! Το σχολείο θα τελεύσει σε μερικές μήνες, και δουλειές του σπιτιού θα της μάθω εγώ .. και το ποδήλατο... αυτό είναι ένα πρόβλημα, δεν είναι σωστό για ένα καλό κορίτσι, αλλά ρώτα την, γιατί το κάνει και δεν πάει με τα πόδια όπως οι άλλες κοπέλες».
Ο Βάνια σιγουρεύτηκε ότι θα την πάρει, αλλά σα να αισθανόταν μια ανησυχία, σα να ντρεπόταν. «Τι θα πουν οι φίλοι μου, και ο Χρίστος; Παίρνεις ένα κορίτσι που δεν σέβεται τα ήθη των ρωμαίων και φέρεται προκλητικά γιατί κυκλοφορεί με το ποδήλατο».
Έτσι πέρασαν ακόμα μερικοί μήνες και τον Βάνια τον «περικύκλωσαν» με άλλες υποψήφιες νύφες. Σεμνές, όμορφες, κανονικού ύψους, καλές νοικοκυρές... Είχε να διαλέξει... αλλά δεν μπορούσε να ξεχάσει τη Βάλια. Και δεν την είχε συναντήσει από τότε ούτε μια φορά.
Κάποια στιγμή αποφάσισε να κάνει προξενιό σε μια Δέσποινα που τον ήθελε, έτσι του είπαν. Η Μαρία ετοιμάστηκε, ντύθηκε καλά, ντύθηκε και ο Βάνια, έβαλε άσπρο πουκάμισο, γυάλισε τις δερμάτινος του μπότες... Το σπίτι της Δέσποινας ήταν κοντά στη γειτονιά τους. Όταν πλησίασαν την καγκελόπορτα, ξαφνικά ο Βάνια αισθάνθηκε μια δυσφορία, του πόνεσε αφόρητα η κοιλιά του, κατάλαβε πως τον έπιασε κόψιμο, διάρροια. «Μάνα, φεύγω σπίτι, δεν είμαι καλά, πρέπει να πάω τουαλέτα!» - φώναξε και έτρεξε πίσω.
Η Μαρία δεν πρόλαβε να πάρει απόφαση αν θα μπει ή θα περιμένει τον γιο της, άνοιξε ξαφνικά η καγκελόπορτα και εμφανίστηκε η μάνα της Δέσποινας: «Ορίστε, περάστε!». Η Μαρία πέρασε μέσα, ήπιε τσάι , αλλά δε μίλησε για αρραβώνες και προξενιό, κάτι μέσα της της έλεγε να μη βιάζεται, γιατί με το κόψιμο του Βάνια μπορεί κάτι να αλλάξει... Δεν κάθισε πολύ και έφυγε πάλι με ενοχές, γιατί έβλεπε πως η Δέσποινα περίμενε με αγωνία την αναμενόμενη συζήτηση.
Το ίδιο βράδυ ο Βάνια πήρε απόφαση να μην ακούει τη γνώμη των φίλων του και να κάνει αυτό που λέει η καρδιά του. Πήγε στο χορό και κατά τύχη βρήκε εκεί τη Βάλια ξανά. Χόρεψαν βαλς. Αυτή τη φορά την κοίταξε στα μάτια και κατάλαβε ότι δεν μπορεί να ζήσει χωρίς να τα βλέπει κάθε μέρα, χωρίς να βλέπει το χαμόγελο της και το πρόσωπο της που δεν ήταν και τόσο όμορφο σαν της Δέσποινας, αλλά ήταν αυτό το πρόσωπο που ήθελε να βλέπει σε όλη του τη ζωή.
Σε ένα μήνα ο Βάνια και η Βάλια παντρεύτηκαν και το ποδήλατο το τοποθέτησαν στην αποθήκη. Αποφάσισαν ότι θα είναι για τα παιδιά που θα κάνουν. Αλλά η Βάλια απόσπασε την υπόσχεση του Βάνια, να πάρουν αυτοκίνητο και να έχει και αυτή δίπλωμα οδήγησης. Και πράγματι έμαθε οδήγηση και πήρε δίπλωμα, αλλά ποτέ δεν οδήγησε, το αυτοκίνητο το είχε συνέχεια ο Βάνια.
Έζησαν καλά, αλλά δύσκολα, γιατί ο πατέρας της ζήλευε πολύ τη μάνα της , – σα να μην μπορούσε να ξεχάσει την ιστορία με το ποδήλατο, μαλώνανε τακτικά, αλλά ήταν ερωτευμένοι... Η Μαρία πάντα υποστήριζε τη νύφη της, γιατί ήταν «χρυσό κορίτσι», - έλεγε.
Όταν μετά από πολλά χρόνια και δυο τους έφυγαν από τη ζωή, μαζί στην αιωνιότητα μετά από ένα φρικτό τροχαίο δυστύχημα προς την Αθήνα, στο Μαλλιακό, η Αντιγόνα θυμήθηκα το ποδήλατο της μάνας της, της Βάλια που έγινε μεγάλο εμπόδιο στον έρωτα του Βάνια, και το αυτοκίνητο που ήθελε να οδηγεί και δεν οδήγησε ποτέ...
Θεσσαλονίκη, Νοεμβρίους 2011