Ο Αχιλλέας συνέχισε να εργάζεται στη Μέση Εκπαίδευση, ενώ την
ιδέα του να φέρει την ελληνική γλώσσα στα σχολεία, ποτέ δεν την άφησε . Ήταν η
εποχή των ‘80 και η Σοβιετική Ένωση ζούσε το μαρασμό του σοσιαλισμού. Μετά τα
τρομακτικά χρόνια του Στάλιν, και την
περίεργα «ελεύθερη» περίοδο του Χρουτσιώφ, ήρθαν τα χρόνια του
σοσιαλιστικού «σουρεαλισμού» - της εποχής του Μπρέζνεβ. Έτσι
αντιλαμβανόταν η Αντιγόνα την εποχή αυτή που την έζησε εμπειρικά, την εποχή του
παραλόγου, που είχε και μια δόση ενδιαφέροντος, ίσως γιατί όλοι νιώσανε ότι
έρχεται το τέλος, κι ήθελαν να το ζήσουν καλά, όσο γίνεται πιο καλά και να
απολαύσουν την κάθε στιγμή .. Η ζωή ήταν
αρκετά ελεύθερη, αλλά όλο το παιχνίδι ήταν στο να λες άλλα και να πράττεις άλλα, άλλα να περιμένεις και άλλα να σου συμβαίνουν. Και όλα αυτά έπρεπε να τα
αντιμετωπίζεις με «κατανόηση», γιατί δε
γινόταν να ειπωθεί η αλήθεια – ήταν
ακριβώς αυτό που «σκότωνε». Και κανένας ακόμη δεν ήθελε να διαγράψει την συνηθισμένη του ζωή, που είχε και παρά
πολλά καλά – είχε την ελευθερία να μη σκέφτεσαι τα βασικά που φοβίζουν τον
άνθρωπο– τη γέννηση, την αρρώστια, το θάνατο, όλα αυτά ήταν στην επιμέλεια του
κράτους, και δεν είναι καθόλου λίγα.
Μια διέξοδος ήταν η Τέχνη, το θέατρο, η λογοτεχνία και η
ποίηση. Όλοι διψούσαν για έμπνευση. Οι «σοβιετικοί»
άνθρωποι ήταν χωρισμένοι σε δύο στρατόπεδα: στους Δημιουργούς με ταλέντα
και στους Παρατηρητές των ταλέντων.
Υπήρχε και μια ενδιάμεση ομάδα - οι
Ήρωες των Δημιουργών, ήταν εργάτες, αγρότες, φυλακισμένοι, στρατιώτες, βετεράνοι,
και ο μαφιόζικος υπόκοσμος.
Τα θέατρα καθημερινά ήταν γεμάτα, και τα βιβλία περιζήτητα.
Οι μαυραγορίτες έκαναν φοβερό τζίρο με
εισιτήρια για θέατρο και βιβλία. Ήταν η
εποχή που δεν υπήρχαν καταθλιπτικοί άνθρωποι,
γιατί ήταν εύκολο να νιώθεις ευτυχισμένος με ένα εξασφαλισμένο εισιτήριο για το θέατρο,
με αγορασμένο το ποθητό βιβλίο, και με μια παρέα φίλων με κιθάρα . Ο κάθε
ένας έκανε αγώνα να δει μια παράσταση,
μανιωδώς αγόραζε στη μαύρη αγορά λογοτεχνικά βιβλία. Η Αντιγόνα έδωσε το μισό της φοιτητικής της υποτροφίας για το βιβλίο του Μιχαήλ Μπουλγάκοβ «Ο Μαιτρ και η Μαργαρίτα», μια
ιστορία δυο τρελά ερωτευμένων ανθρώπων
σε ένα τρελό κράτος με φανταστικούς ήρωες, μεταξύ τους ήταν και ο Χριστός, ο
Πόντιος Πιλάτος και ο Διάβολος.
Ο Αχιλλέας δεν ήταν σαν τους άλλους. Πίστευε στο Θεό,
αλλά πίστευε και στην δύναμη του. Δεν
τον απασχολούσε το θέμα έλλειψη τροφίμων από τα ράφια των μαγαζιών. «Ο εργατικός άνθρωπος δεν πεινάει ποτέ, είναι
ντροπή να μη έχεις ψωμί να φας!»- έλεγε.
Δεν τον ενδιέφερε αν όλοι οι κρατικοί μηχανισμοί κατέρρεαν σαν τον πύργοι στην άμμο. Ο
Αχιλλέας ήταν σίγουρος ότι η χώρα θα αντέξει, ό,τι και να συμβεί. Το μοναδικό
του άγχος ήταν αν η ελληνική παιδεία θα
μπει στα σχολικά προγράμματα.
«Εγώ ποτέ δεν σταμάτησα να αγωνίζομαι για την ελληνική παιδεία»
- έλεγε ο Αχιλλέας και το πρόσωπο του έλαμπε με περηφάνεια.
Τα χρόνια εκείνα το κοπιαρισμένα
ελληνικά τραγούδια έγιναν επιτυχίες της εποχής.
Εμφανίστηκαν τα ελληνικά μουσικά συγκροτήματα: «Ελλάδα» στην Τιφλίδα,
«Ακρόπολης» στην Τσάλκα, «Συρτάκι» στο Ρουστάβι. Οι περισσότεροι τραγουδιστές δεν καταλάβαιναν όλα τα λόγια
των ελληνικών τραγουδιών, αλλά με μεγάλο ενθουσιασμό τα μάθαιναν.
Ο Αχιλλέας και οι άλλοι Έλληνες θεωρούσαν ότι το σπουδαιότερο ρόλο στο αίτημα της εκμάθησης νεοελληνικής
γλώσσας στη Γεωργία έπαιξε ένας από τους σημαντικότερους πελάτες του γιατρού
Γιάννη Μουρατίδη - ο Πρώτος γραμματέας της ΚΕ του ΚΚΣΕ της Γεωργίας ο Σεβαρνάντζε που δεν έβαλε κανένα εμπόδιο στην εκστρατεία συλλογής υπογραφών
κάτω από ένα κείμενο προς το 26ο
συνέδριο του ΚΚΣΕ.
Την εποχή εκείνη κανένας
δεν είχε δυνατότητα με ιδιωτική πρωτοβουλία να μαζεύει
υποραφέ, αλλά ο Σεβαρνάντζε έκανε
ότι δεν βλέπει, δεν ακούει τι κάνουν οι γκρέκοι, αλλά κ’ όμως τα ήξερε όλα, απλά
είχε μεγάλη εμπιστοσύνη στους έλληνες και δεν φοβόταν ότι θα του κάνουν ζημιά.
Η Αντιγόνα δεν μπορούσε να πιστέψει πως ο Αχιλλέας και οι φίλοι του τελικά το
1981 κατάφεραν και έπεισαν την Κεντρική Επιτροπή του ΚΚΣΕ να διδάσκεται η
ελληνική γλώσσα στους Έλληνες της Γεωργίας.
Την εποχή των ‘80 οι πόντιοι δεν μιλούσαν νεοελληνικά, το
μόνο ελληνικό άκουσμα ήταν το τραγούδι. Στη Γεωργία το ελληνικό τραγούδι έγινε
μια λατρεία. Τα συγκροτήματα ελληνικού λαϊκού τραγουδιού έκαναν περιοδείες και συναυλίες και ο Ηρακλής Παπουνίδης άρχιζε να διδάσκει ελληνικούς
χορούς. Ο κόσμος τραγουδούσε ελληνικά χωρίς να ξέρει την ακριβή έννοια των λέξεων.
«Αυτή η κατάσταση πρέπει να σταματήσει!» – είπε ο
Αχιλλέας και σκεφτόταν πώς μπορεί να
βρει τρόπο να μιλήσει με τον Λεονίντ Μπρέζνεβ που κυβερνούσε τότε στην ΕΣΣΔ.
Όταν θέλεις κάτι πολύ, γίνεται. Μια μέρα άκουσε από κάποιους συγγενείς ότι στο
Σουχούμι μια ομάδα ελλήνων αποφάσισαν να πάνε στη Μόσχα και να διεκδικήσουν τα ελληνικά
σχολεία. Ήταν θαρραλέοι άνθρωποι: ο Χαράλαμπος Πολιτίδης, ο Θεόφιλος Παπαβίδης,
ο Κώστας Παπαδόπουλος, ο Φίλιππος Κυριακίδης, ο Βασίλης Νικοπολίδης.
Ο Αχιλλέας πολύ γρήγορα μάζεψε την βαλίτσα του, τηλεφώνησε
στο σχολείο που δούλευε καθηγητής, πήρε άδεια και έφυγε για το Σοχούμι. Η
συνάντηση με τους συμπατριώτες του ήταν συγκινητική. Οι σουχουμλίδες
υποψιάζονταν ότι στο Ρουσταβί υπάρχουν
έλληνες - παλικάρια που είναι έτοιμοι να παλέψουν για την ελληνική γλώσσα, αλλά
δεν ήξεραν τίποτα το συγκεκριμένο. Ούτε
ο Αχιλλέας ήξερε ότι στο Σουχούμι μένουν έλληνες με μεγάλα οράματα για την
αναγέννηση του Ελληνισμού. Ήταν το μυστικό κόλπο των σοβιετικών – η
παραπληροφόρηση, για να μη ξέρει ένας
για τον άλλον και να μην επικοινωνεί με
την ομάδα του. Εκεί, στο Σουχούμι,
αποφάσισαν να συντάξουν μια επιστολή προς το Συνέδριο του Κομμουνιστικού
Κόμματος και να μαζέψουν υπογραφές.
«Σε όλη την Γεωργία
μαζεύαμε υπογραφές κάτω από την
επιστολή μας που ήταν αρκετά απειλητική προς το κράτος. Γράφαμε, ότι στην περίπτωση που δεν λυθεί το θέμα της εκμάθησης της ελληνική
γλώσσας, την 1η Σεπτεμβρίου-
μέρα έναρξης της σχολικής χρονιάς - κανένα ελληνόπουλο δεν θα πάει στο Σχολείο!
Αυτό ήταν απειλή σε μια χώρα όπου η εκπαίδευση ήταν υποχρεωτική.
Σχεδόν όλοι οι Έλληνες ανταποκρίθηκαν, λίγοι άνθρωποι, από φόβο, αρνήθηκαν να βάλουν τις υπογραφές
τους.
«Δεν θα μας βάλουν φυλακή;- ρώτησε ο Σάββας Παυλίδης τον Αχιλλέα. «Δεν μπορούν να βάλουν στην
φυλακή εκατόν πενήντα χιλιάδες ανθρώπους, τόσοι περίπου υπογράψανε, - είπε ο
Αχιλλέας. «Καλά, έντονε, καλό κάνετε για το έθνος μας , αλλά εγώ πάλι νομίζω ότι μπορούν και να μας φυλακίσουν,»- και δεν υπέγραψε. Ο
Αχιλλέας δεν έβριζε συνήθως, αλλά αυτή την φορά δεν άντεξε, τον «έστειλε»
μακριά, στα ρώσικα βέβαια, γιατί όλοι
βρίζανε συνήθως μόνο στα ρώσικα, για να μη λερώνουν την ελληνική γλώσσα.
Βγήκε από το σπίτι του Σάββα νευρικός,
κλείνοντας δυνατά την πόρτα.
Πέντε μεγάλες βαλίτσες υπογραφές μάζεψαν στις πόλεις και τα
χωριά της Γεωργίας ο Αχιλλέας και οι φίλοι του, και τις πήγαν με τρένο στη
Μόσχα.
Για την μεταφορά των βαλιτσών εκλέχτηκε μια αποστολή που
συνόδεψε τις βαλίτσες μέχρι και το Κρεμλίνο. Στα γραφεία της Κεντρικής
Επιτροπής του κόμματος τους υποδέχτηκαν αρκετά καλά, ήταν ενημερωμένοι από τους
συναδέλφους της Γεωργίας.
Παρέδωσαν τις βαλίτσες σε μια άσπρη σαν το χιόνι γυναίκα, της έδωσαν μια
γραπτή επιστολή με το αίτημα και
τις συνημμένες πέντε βαλίτσες με 128 χιλιάδες
μετρημένες υπογραφές. Πήραν και τον αριθμό πρωτοκόλλου. Η άσπρη γυναίκα
μόνο χαμογέλασε αλλά δεν έκανε κανένα
σχόλιο όταν είδε τα τετράδια με τις υπογραφές. Ήταν συνηθισμένη να βλέπει
παθιασμένους και παράξενους επαρχιώτες
από όλες τις άκρες της Σοβιετικής Ένωσης που έψαχναν το δίκιο τους στην
Μόσχα.
Η διαδικασία της παράδοσης των βαλιτσών κράτησε μια ώρα. Ο Αχιλλέας επέμενε να αφήσουν και τις
βαλίτσες μαζί με τις υπόγραφες, ενώ η άσπρη γραμματέας ήθελε να βγάλει τα
τετράδια με τις υπογραφές και να τα τοποθετήσει
σε χάρτινες κούτες που ζήτησε να της
φέρει ο κλητήρας.
«Αν ο μεγάλος δεν δει ότι οι υπογραφές μας ήρθαν σε βαλίτσες,
δεν θα καταλάβει πόσο σοβαροί άνθρωποι ήμαστε, ότι τις φέραμε μόνοι
μας, και δεν τις στείλαμε με ταχυδρομείο»- έλεγε ο Αχιλλέας. Όλοι η παρέα συμφωνούσε μαζί του, γιατί ο
Αχιλλέας είχε δίκιο, ήξερε να υπολογίσει
την κάθε λεπτομέρεια. Η άσπρη γυναίκα όταν άκουσε το επιχειρήματα του Αχιλλέα να παραμείνουν οι βαλίτσες, λίγο αγρίεψε, αλλά
πάλι δεν είπε τίποτα, σκέφτηκε: «Αυτοί οι χωριάτες είναι πολύ πεισματάρηδες και
ξεροκέφαλοι» Η βαλίτσες είχαν μια
περίεργη μυρωδιά – ένα μιξ της μυρωδιάς του
μαζούτ του τρένου, του παστουρμά,
του τυριού, της βότκας και του κρασιού ,
κι ακόμα πολλές άλλες μυρωδιές, που δεν
είχαν καμία σχέση με τη ζωή της πρωτευουσιάνας
άσπρης γυναίκας. Οι μυρωδιές αυτές
ήταν από την «άλλη ζωή», που δεν
την ενδιέφερε καθόλου, αλλά δεν είχε
όρεξη για αντιπαραθέσεις με ανθρώπους που ξέρουν τι κάνουν – ακριβώς αυτό της
μετέφεραν με το ύφος τους ο Αχιλλέας και οι φίλοι του. Έδωσε αμέσως εντολή να
μεταφερθούν οι βαλίτσες σε μια αποθήκη.
Μόλις ταχτοποιηθήκαν οι βαλίτσες με το πολύτιμο υλικό, ο Αχιλλέας, ικανοποιημένος, έκανε μια
βόλτα στα μουσεία και τα μαγαζιά.
Αυτήν την βόλτα την κάνουν όλοι οι επισκέπτες της πρωτεύουσας. Μουσεία και
μαγαζιά. Τα ωραιότερα πνευματικά πλούτη μπορούσε κανείς να τα δει μόνο στα
μουσεία και τα καλύτερα πράματα μπορούσε να τα αγοράσει μόνο στα μοσχοβίτικα
μαγαζιά, πουθενά αλλού. Ακόμα και στην Αγια Πετρούπολη δεν υπήρχε αυτή η
ποικιλία που είχε η πρωτεύουσα. Το πρώτο, που ρωτούσαν τον κάθε άνθρωπο που
επέστρεφε από τη Μόσχα στο σπίτι του, ήταν «σε ποια μουσεία πρόλαβε και πήγε, ποιες
παραστάσεις είδε στα θέατρα και τι καλό
αγόρασε»…
Ο Αχιλλέας δεν ήταν για πρώτη φορά στη Μόσχα και κάθε φορά που
επισκεπτόταν την πρωτεύουσα, πήγαινε
στην Πινακοθήκη «Τρετιακώφ». Εκεί ήταν μαζεμένα τα αγαπημένα του έργα
ζωγραφικής ο Μπριουλόβ, ο Περόβ. Αλλά ήθελε να καταφέρει να δει όλα τα 560.000 εκθέματα
-έργα ζωγραφικής και γλυπτικής, σχέδια, έργα διακοσμητικής τέχνης, αρχαιολογικά
εκθέματα και νομίσματα, καλλιτεχνικές φωτογραφίες.
Μετά το βράδυ βρέθηκαν όλοι μαζί με μοσχοβίτικους φίλους στο γνωστό ρεστοράν «Αρμπάτ». Σαμπάνια, βότκα, ωραία φαγητά, είχε και άγνωστες γυναίκες –
ρωσίδες – φίλες του Κώστα Ηλιάδη. O Κώστας έγινε μοσχοβίτης πια μετά τις σπουδές του στο Πολυτεχνείο, του
πρότειναν θέση μηχανικού σε ένα
εργοστάσιο. Ως αληθινός καυκάσιος
ήθελε να ευχαριστήσει τους φίλους του, και ξόδεψε όλο το μηνιάτικο του γι αυτό
το τραπέζι. Ήταν τιμή του, «και αύριο – έχει ο θεός», σκέφτηκε χωρίς κανένα
προβληματισμό.
Ο Αχιλλέας μέθυσε λίγο, χαλάρωσε, η ψυχή του ήταν πια ήσυχη,
και είχε μια προαίσθηση ότι όλα θα πάνε καλά και όλος ο κόπος του και ο κόπος πολλών
άλλων ανθρώπων, θα πιάσει το στόχο.
Οραματίστηκε για λίγο
πως στο βήμα του 26ου Συνέδριου
βγαίνει ο Λεονίντ Μπρέζνεβ, πως με αργές και καθυστερημένες κινήσεις ανοίγει το στόμα του και αρχίζει να
μιλάει για τους έλληνες που δεν
ξέρουν ελληνικά, και πως το Κόμμα δίνει την εντολή σε όλες τις δημοκρατίες της
χώρας οι έλληνες να μάθουν ελληνικά. Και αυτό θα γίνει Νόμος του κράτους!.. Το
όραμα του Αχιλλέα για την ελληνική γλώσσα ήταν τόσο γλυκό, ένοιωσε
τόσο μεγάλη ευχαρίστηση και τόσο βαθιά
ικανοποίηση, που ακόμα κι αυτές οι ωραίες, χαριτωμένες ξανθές ρωσίδες δεν θα
μπορούσαν να του δώσουν.
Έτσι περίπου και
έγινε. Μετά απο ένα μήνα ήρθε στο Σουχούμι
η απάντηση από την Κεντρική Επιτροπή του
κόμματος. Η επιστολή προς τους έλληνες
έλεγε ότι το θέμα της διδασκαλίας
της ελληνικής γλώσσας θα συζητηθεί στο 26ο Συνέδριο του ΚΚΣΕ.
«Πράγματι, μετά το Συνέδριο λάβαμε και άλλο γράμμα – ήταν από
το υπουργείο παιδείας: σύμφωνα με την απόφαση του 26ου Συνέδριου
ΕΣΣΔ- έγραφε - διατάζω στους υπουργούς Παιδείας της Ρωσία, Ουκρανίας, Γεωργίας,
Αρμενίας, Καζακστάν, στους τόπους συμπαγούς κατοικίας των ελλήνων να εισάγεται στα σχολικά προγράμματα η
ελληνική γλώσσα ως ξένη γλώσσα».
Η απόφαση αυτή ήταν για όλους, αλλά δεν τηρήθηκε σε καμία
Δημοκρατία παρά μόνο στην Γεωργία, και αυτό με τεράστιες προσπάθειες του
Αχιλλέα και άλλων ελλήνων.
«Εμείς κάναμε δουλειά υπουργείου Παιδείας!» - έλεγε με
περηφάνια ο Αχιλλέας, - φτιάξαμε προγράμματα και εγχειρίδια, και όλα αυτά
σχεδόν χωρίς πόρους και διδακτικό υλικό. Και το βασικό, είχαμε βρει και
δασκάλους. Ήταν αυτοί που απέμειναν ζωντανοί μετά το ‘37, αυτοί που κάποτε
είχαν τελειώσει τα ελληνικά σχολεία».
Τον Αύγουστο του 1982
ο Αχιλλέας κατάφερε και μάζεψε στο Σουχούμι όλους τους υποψήφιους δασκάλους
ελληνικής γλώσσας και οργάνωσε για αυτούς σεμινάριο. Μεταξύ των δασκάλων ήταν
άνθρωποι διαφόρων ηλικιών, γέροι, μεσήλικες, και ακόμα και νέοι, αυτοί που μαθάνε
νεοελληνικά από τους παππούδες τους. Παρόλη την αφόρητη ζέστη, την υγρασία και τους χιλιάδες τουρίστες –
παραθεριστές που πλημμύριζαν το Σουχούμι
επί ένα μήνα τα μαθήματα διήρκησαν
καθημερινά δέκα ώρες. Κανένας δεν παραπονιόταν, ο κάθε ένας αισθανόταν
μέλος της αποστολής με στόχο να μάθουν καλά ελληνικά και να μεταδώσουν όλες τις γνώσεις στα παιδιά.
«Και τα χρήματα πού
βρέθηκαν για όλα αυτά, για το
ξενοδοχείο, τη διατροφή..»- ρώτησε η Αντιγόνα τον Αχιλλέα.
«Τα χρήματα.. δεν ήταν το βασικό πρόβλημα. Στο Σουχούμι υπήρχαν
εύποροι έλληνες, είχαν καλές θέσεις, κύρους,
αυτοί βοήθησαν. Και στην Τσάλκα είχαμε
έλληνες σε σημαντικές κομματικές θέσεις, και αυτοί έδωσαν χρήματα. Και μη ξεχνάς ότι ο κάθε ένας από μας
, και οι δάσκαλοι, όλοι θεωρούσαμε το σεμινάριο αυτό υπόθεση προσωπική».
Ακόμα και η καθηγήτρια μας, που αρχικά δεν ήθελε να πάει στον
Καύκασο από την Μόσχα, τελικά τόσο πολύ μάς
αγάπησε, που ερχόταν κάθε χρόνο επί πολλά χρόνια σε μάς.
Ήταν η Μαρίνα Ρίτοβα. Μια ρωσίδα, μοσχοβίτισα γέννημα θρέμμα, έγινε Δασκάλα όλων των ελλήνων
της ΕΣΣΔ με την εντολή του Κομμουνιστικού Κόμματος.
Έκλαιγε σαν μωρό, και αισθανόταν πολύ δυστυχισμένη όταν της
ανακοίνωσαν την απόφαση. «Το Κόμμα σε
στέλνει να βοηθήσεις τους έλληνες της Γεωργίας, δεν υπάρχει όχι, γιατί δεν υπάρχει
άλλος άνθρωπος που να ξέρει τόσο καλά
ελληνικά και να μπορεί να προσφέρει!- της είπε στο γραφείο ένας παλιός
σύντροφος που κάποτε σπούδαζαν μαζί στο Ινστιτούτο Διεθνών Σχέσεων. Της Μαρίνας
της πρότειναν τότε να ασχοληθεί με την
Ελλάδα και την ελληνική γλώσσα. Έμοιαζε κιόλας ελληνίδα. Την εποχή των ‘50 βρέθηκε
πολλές φορές στην Ελλάδα, μπορεί ήταν σ’αυτα τα ταξίδια – ειδικές αποστολές, που η
Μαρίνα λάτρεψε την Ελλάδα και τους ανθρώπους της, είχε γνωρίσει τον Ωνάση, τη Μαρία Κάλλας…
Στον Καύκασο, όμως, δεν ήθελε να πάει με τίποτα. Το πρώτο που
σκέφτηκε ήταν τι σχέση μπορούσαν να έχουν αυτοί οι αγροίκοι καυκάσιοι πόντιοι με
τους Έλληνας και γιατί επέμεναν να μάθουν ελληνικά! Της φάνηκε, όλη αυτή ιστορία παρατραβηγμένη.
Ήταν και το άλλο , δεν ήθελε να διδάσκει, να κάνει τη δασκάλα. Ο καινούριος ρόλος που της ανέθεσε το Κόμμα,
δεν της άρεσε καθόλου αλλά δεν είχε επιλογή.
Έφυγε με
το τρένο στο Σουχούμι, πήρε μαζί της και
τον άνδρα της. Στο δρόμο την έπιασε γκρίνια, αλλά όσο πλησίαζαν τον Καύκασο
ανέπνευσε θαλασσινό αέρα, είδε την
ανατολή του ήλιου στη θάλασσα και τα βουνά με τα ψιλότερα δέντρα, χαλάρωσε. «Δεν πειράζει,
διακοπές θα κάνουμε, θα περάσουμε όσο μπορούμε καλύτερα», - είπε στον άνδρα της,
παρηγορώντας τον εαυτό της. Στο σταθμό τους περίμεναν πάνω από είκοσι άτομα. Ο κάθε ένας τους
πέρασε να σφίξει το χέρι της και
κοιτάζοντας την στα μάτια, έλεγε πως την
περίμεναν με αγωνία, και πως είναι πολύ ευτυχείς, που επιτέλους έφτασε στο
Σουχούμι. Το ξενοδοχείο που τους
έκλεισαν οι έλληνες ήταν πολύ καλό, με θέα τη θάλασσα. Το βράδυ στο τραπέζι, σε ένα από τα καλύτερα
εστιατόρια της πόλης, η Μαρίνα Ρίτοβα κατάλαβε ότι μόλις γνώρισε φίλους για
πάντα. Τον Αχιλλέα και τους άλλους μαθητές της τους αγάπησε όλους. Μετά, για
πολλά χρόνια, ερχόταν στον Καύκασο και δίδασκε ελληνικά στα καλοκαιρινά
σεμινάρια και, δεν το έκρυβε ποτέ,
περνούσε πολύ όμορφα. Οι φίλοι της στη Μόσχα την σχολίαζαν με ειρωνεία :
«οι δικοί σου οι Γκρέκοι σε κλέβουν από
μας κάθε χρόνο.» Η Μαρίνα γελούσε ευτυχισμένα: «Δεν μπορείτε να καταλάβετε ότι
εκεί είναι η ζωή, εκεί που οι άνθρωποι ξέρουν να ζουν την κάθε στιγμή, ξέρουν
να κρατούν αρχές και έθιμα και τις
παραδόσεις τους. Νιώθω μαζί τους τόσο
καλά!»..
Τα
εγχειρίδια για τα μαθήματα τα έφτιαχναν μόνοι τους, και τα βιβλία ήταν χειροποίητα. Το πιο δύσκολο ήταν
για την Μαρίνα να προσαρμόσει τα κείμενα των
ασκήσεων στα σοβιετικά δεδομένα. Τα κείμενα αυτά έπρεπει να ήταν
διδακτικά, μορφωτικά και εκπαιδευτικά και οπωσδήποτε στα πλαίσια των σοβιετικών
ιδεών και οραμάτων, συμφωνά με τις διαταγές της ΕΣΣΔ.
Μια φορά σε ένα από τα μεγάλα ατελείωτα καυκάσια τραπέζια ο
Αχιλλέας έκανε πρόποση, αφιερωμένη στην Μαρίνα Ρίτοβα. ΄Έλεγε πολλά, σχεδόν τους
κούρασε όλους με τις καλολογίες του, και η Μαρίνα φώναζε: «Σταματήσετε τον,
βγάζω φτερά, θα πετάξω, θα σας αφήσω!» Δεν της άρεσαν αυτές οι καυκάσιες
τυπικότητες αφού, έτσι και αλλιώς, έβλεπε την αγάπη στα μάτια των ανθρώπων
αυτών.
«Που να μας αφήσεις, αγαπητή μας Μαρίνα,
αγαπητή μας καθηγήτρια! Θα
γεράσουμε μαζί - έλεγε ο Αχιλλέας.
Έτσι και έγινε. Απλά τα ραντεβού τους μεταφέρθηκαν από τη
Γεωργία στην Ελλάδα, όπου οι μαθητές της παλιννόστησαν. Άφησαν πίσω ωραία
χρόνια, ωραίους τόπους, ωραία ζωή. Στην Ελλάδα τώρα όλοι μιλούσαν άνετα την
ελληνική γλώσσα, και παραπονιόταν που τα παιδιά και τα εγγόνια τους ξεχνουσαν
τα ρώσικα. «Καλά, να οργανώσουμε τότε σε καμιά ελληνική παραλία σεμινάρια της
ρωσικής γλώσσας - είναι για σας
μητρική!» - έλεγε χαριτολογώντας η κυρία
Μαρίνα. Ήταν σε μια ηλικία που πήρε
σύνταξη. «Αλήθεια, πόσο χρονών ήταν η Μαρίνα, όταν την γνωρίσατε;» - ρώτησε η Αντιγόνα
τον Αχιλλέα.
«Ο.. αυτό ήταν πάντα δύσκολο να το καταλάβουμε, Η Μαρίνα ήταν
και είναι ωραία γυναίκα, μπορεί να είναι στην ηλικία μου, μπορεί και μεγαλύτερη
ή μικρότερη, πάντως τη λατρεύαμε!»
Και τελικά, έβαλαν στα εκπαιδευτικά σχολικά
προγράμματα της Γεωργίας την ελληνική γλώσσα; - ρώτησε η Αντιγόνα. «Έγινε και αυτό. Όχι , βέβαια σε όλα τα σχολεία και όχι
αμέσως, αλλά έγινε», - απάντησε ο Αχιλλέας.
…Και μετά είπε με ένα χαμόγελο «και ξέρεις ποιος βοήθησε; Ένα
αγόρι, Κώστα τον λέγανε...
Σε σαράντα έξι σχολεία εισήγαγαν την ελληνική γλώσσα ως ξένη γλώσσα. Και αυτό
έγινε όταν ο μικρός Κώστας έβαλε τον ίδιο τον πρόεδρο Σεβαρναντνζε να ασχοληθεί με την ελληνική γλώσσα.
Το αγόρι Κόστια και ο
Σεβαρναντζε
Ο Σεβαρνάντζε με συνοδεία κομματικών στελεχών έκανε περιοδεία
στα χωριά της περιοχής. Ήταν Αύγουστος μήνας. Σε ένα από τα χωριά πλησίασε τους
έλληνες που θέριζαν. Το ενδιαφέρον του προκάλεσε ένα αγόρι που τον λέγανε
Κόστια. Τον ρώτησε από ποια οικογένεια είναι, με τι ασχολούνται οι γονείς του...
Ο Κόστια απάντησε και τον ρωτάει ο πρόεδρος: αλλά είσαι «γκρεκ», έλληνας; Ελληνικά
ξέρεις να μιλάς και να γράφεις;» Ο Κόστια είπε: «Δεν ξέρω!»
«Γιατί δεν ξέρεις;»- ρώτησε πάλι ο Εντουάρντ Αμβρόσιεβιτς
Σεβαρναντζε.
«Πώς να μάθω, δεν έχουμε τέτοια μαθήματα!» – απάντησε
θαρραλέα ο Κόστια, και δεν κατέβασε το βλέμμα του, κοιτούσε ίσα στα μάτια τον
προέδρο της χώρας.
«Κα-λά..»., - είπε ο Σεβαρνάντζε, - «σε λίγο θα πας στο
σχολείο και θα δεις πως θα έχεις μαθήματα
ελληνικών».
Όλοι που ήταν μάρτυρες του διαλόγου του ισχυρού άνδρα της
χώρας με ένα οκτάχρονο αγόρι, αλλά δεν το πίστεψαν τον πρόεδρο. Τα λόγια τα
μεγάλα τα άκουγαν συνέχεια - ήταν και αυτά ένα μέρος της ζωής τους..
«Ο πρόεδρος είναι πρόεδρος και του επιτρέπεται να κάνει
υποσχέσεις και να μη τις τηρεί, η δουλειά του είναι να δίνει ελπίδες στον λαό.»- σχολίασε ο
Σοκράτ, ένας εξηντάχρονος. Γρήγορα όλοι
ξέχασαν την αναπάντεχη συνάντηση του Κόστια
με τον Σεβαρνάντζε.
Αλλά το Σεπτέμβριο, την ημέρα έναρξης τις σχολικής
χρονιάς - μια από της μεγάλες εθνικές γιορτές στην ΕΣΣΔ, «όταν οι
γονείς συνόδεψαν τα παιδιά τους στα
σχολεία, κανένας δεν πίστευε στα μάτια του όταν ανακοινώθηκε πως «από δω και πέρα, οι μαθητές θα μπορέσουν να
επιλέξουν μεταξύ των ξένων γλωσσών: αγγλικής, γαλλικής , γερμανικής και την
ελληνική γλώσσα…»
Ο Κόστια βεβαίως επέλεξε την ελληνική γλώσσα και έγραψε στον
Σεβαρνάντζε ένα γράμμα με ευχαριστίες.
Το γράμμα του Κόστια στον Πρόεδρο έγινε αφορμή για μια ακόμα πανηγυρική
εκδήλωση που τη γιόρταζαν οι έλληνες τρεις μέρες, σα’ να ήταν γάμος.
Έτσι
την εποχή του ΄80 άρχισαν στη Γεωργία τα πρώτα μαθήματα ελληνικής γλώσσας σε 46
σχολεία, τις πόλεις Τιφλίδα, Ρουστάβι,
Τσάλκα και Σοχούμι.
Ο
Αχιλλέας έφτασε στο τέλος του αγώνα του. Έγινε
από τους πρώτους δασκάλους ελληνικής στο Ρουστάβι. «Ξεκίνησα ψάλλοντας
τον Εθνικό Ύμνο. Μετά διάβασα το αλφαβητάρι στα παιδιά και συνέχισα δείχνοντάς
τους τον ελληνικό χάρτη». Ήταν τέλος
εποχής και μια νέα αρχή.
Sofia Prokopidou
Thessaloniki, 2004-2011