25 Δεκ 2016

Η Ωραία και το Τέρας





Όταν συναντάμε τα αληθινά παραμύθια στη ζωή, νιώθουμε άβολα , δεν τα πιστεύουμε… Το Παραμύθι το θέλουμε εκεί, στα Παραμύθια, στην παράλληλη ονειρική ζωή μας, σα να μην αντέχουμε την παραμυθένια ζωή.
Ο ήρωας μου είναι ένας Άγγελος. Ένας άνθρωπος που τον έλεγαν Άγγελο. Ήταν παραμορφωμένος στο σώμα και το πρόσωπο, ήταν Τέρας. Αλλά η σκέψη του ήταν καθαρή, και ο λόγος του στρωτός, και όπως αναλογεί σε έναν Άγγελο , είχε φτερά! Για τους ανθρώπους, φυσικά, τα φτερά ήταν αόρατα. Αλλά ακόμα αν και ήταν αφανή, φαινόταν πως δεν ήταν πληγωμένα σαν τον ίδιο.
Η Ωραία αγάπησε τον Τέρας και το Τέρας έγινε πρίγκιπας … και έζησαν αυτοί ευτυχισμένα! Μέχρι που ο Άγγελος πέθανε. Το περίμενε, γιατί οι γιατροί του είπαν ότι η αρρώστια του δεν θεραπεύεται και ότι το παραμορφωμένο πρόσωπο και το στραβό σώμα αντανακλά ότι γίνεται μέσα του, με τα ζωτικά όργανα, τα οποία κάποια στιγμή δεν θα αντέξουν… Η βαριά μορφή της νόσου είχε και το όνομα της που ήταν δύσκολο: Ρεσκλινγχαουσέν. Ο όγκος μεγάλωνε με τα χρόνια και σκότωνε τον Άγγελο που ήξερε ότι κάποια στιγμή θα φύγει.
Την ώρα που έφευγε ήταν 34 χρόνια ζωής, αλλά είχε προλάβει να γεννήσει τρία αγόρια. Είχε κουραστεί και αισθανόταν σαν να έζησε ολόκληρο αιώνα. Φώναξε τη γυναίκα του, την Ξένια. Στην αγκαλιά της ήταν το τρίτο τους αγόρι, το βρέφος σαράντα ημερών. Η Ξένια έκλαιγε ασταμάτητα και στέγνωνε το πρόσωπο της με το φανελάκι του μωρού, που θα έπαιρνε το όνομα του πατέρα του- Άγγελος.
Ο Άγγελος λυπόταν μόνο την Ξένια. «Μα εγώ πρόλαβα όλα όσα ήθελα να κάνω, έλεγε. Είσαι όμορφη, θα ήθελα να βρεις έναν άντρα να παντρευτείς αλλά τα αγόρια μας να με θυμούνται ως πατέρα του. Δεν θα με πειράζει να αγαπούν και τον άνδρα σου! Στα παιδιά θα λες ότι μετακόμισα στον ουρανό. Εκεί είναι όλα περίπου σαν στη Γη, αλλά ακόμα καλύτερα, θα τους εξηγήσεις. Άγγελο δεν με λένε; άρα εκεί είναι η πατρίδα μου. Θα μένω τώρα στον ουρανό και θα τους βλέπω από κει και θα τους βοηθάω από κει. Μέχρι που να μεγαλώσουν και θα καταλάβουν, πως δεν θα γυρίσω πια. Μην τους φέρνεις στην κηδεία μου. Να μην με βλέπουν στο φέρετρο!», συνέχιζε να δίνει εντολές, σαν να πήγαινε σε ένα μακρινό ταξίδι με επιστροφή.
Η Ξένια ξέσπασε σε λυγμούς. Άφησε το μωρό σε διπλανό κρεβάτι του θαλάμου και τον αγκάλιασε. Έβγαλε από το πρόσωπα του την μάσκα του και άρχισε να τον φιλάει. Το παραμορφωμένο πρόσωπο του Άγγελου δεν έμοιαζαν πια με ανθρώπινο, Σα να ήταν φτιαγμένο από γλύπτη για να εκφράσει τη φρίκη της ασχήμιας…
Τον φιλούσε και τα δάκρυα της χύθηκαν στο στόμα του. Ο Άγγελος κατάπιε τα αλμύρα δάκρυα που κατέβηκαν κάτω στο λαρύγγι του. Του ήρθε μια ευχαρίστηση, μια γαλήνια ευτυχία, μια γλυκιά αγάπη κατέλαβε το σώμα και την ψυχή του… Έφυγε ήσυχα .
Την ίδια ώρα το μωρό έκλαψε. Η Ξένια σηκώθηκε να το πάρει αγκαλιά και μόλις τότε κατάλαβε πως ο Άγγελος δεν αναπνέει πια. Μέσα στο κλάμα της έχασε τη στιγμή της φυγής του…Βούτηξε το πρόσωπο της στο παιδί της για να μην ακούγεται δυνατά το κλάμα της.
Ήρθε ο γιατρός: «Κορίτσι μου, μη στενοχωριέσαι, ο άνδρας σου έζησε παραπάνω από όσο μπορούσε. Όλα θα πάνε καλά! Έχεις να μεγαλώσεις τρία παιδιά! Ζωή σε σας!»
Τον γιατρό τον έλεγαν Απόστολο και στα πενήντα πέντε του ήταν ακόμα ένας εργένης. Τον Άγγελο είχε γνωρίσει από παλιά, όταν για πρώτη φορά ήρθε να εξεταστεί για το επίδομα αναπηρίας.
«Τον αγαπούσα !» φώναξε η Ξένια
«Το ξέρω!» είπε ο γιατρός.
Ο Άγγελος γεννήθηκε με την ασχήμια του. Δεν ήξερε πώς θα ήταν, αν ήταν κανονικός, σαν τους άλλους, που τον έβλεπαν και τρόμαζαν. Στα δεκαέξι του έβαλε μαύρα μάσκα- γυαλιά με τα οποία κάλυπτε το πρόσωπο του.
Αλλά η ψυχή του ποτέ δεν είχε καταλάβει, ότι βρίσκεται σε ένα σώμα στραβό, με ένα κεφάλι μεγάλο και πρόσωπο άσχημο, ασύμμετρο. Έβλεπε τη μητέρα του, την Ελένη, που ήταν η πιο ωραία γυναίκα στο χωριό. Ο πατέρα του από ομορφιά έμοιαζε έναν γνωστό ηθοποιό από το περιοδικό για το Σινεμά.
 Η μεγαλύτερη του αδελφή είχε χάσει δυο υποψήφιους γαμπρούς από την ασχήμια του Άγγελου. Ήταν όμορφη σαν τους γονείς του, και την ήθελαν πολλοί νεαροί. Οι προξενητές πηγαινοερχόταν. Ο Άγγελος, τότε μικρός, έτρεχε πρώτος να τους υποδεχτεί στην πόρτα και τους τρόμαζε. Οι γονείς τον είχαν μαλώσει, να μη βγαίνει πρώτος ή καθόλου να μη βγαίνει όταν έρχονται ξένοι στο σπίτι τους. Έλεγε «καλά-καλά» και κάθε φόρα ξεχνούσε.
Το θαυμαστό ήταν ότι οι ξένοι που τον έβλεπαν για πρώτη φορά και τρόμαζαν, πολύ γρήγορα ξεχνούσαν την ασχήμια του Αγγέλου, δια μαγείας «εξαφανιζόταν η ασχήμια του». Δεν έβλεπαν πια το στραβό του σώμα και το φρικτό του πρόσωπο, αλλά άκουγαν μόνο τη γλυκιά και την ευγενική ομιλία του.
Ο Άγγελος, ήξερε ότι πρώτα τους τρόμαζε και μετά τους μάγευε. Του άρεσε να τους κάνει καλά, να αισθάνονται καλοί άνθρωποι …
Στην Ελλάδα ο Άγγελος ήρθε 15 χρόνων. Δεν πήγε στο ελληνικό σχολειό, αλλά πολύ γρήγορα έμαθε καλά ελληνικά σα να τα ήξερε από πάντα. Μιλούσε την ελληνική με όλη τη γλύκα που είχε μέσα στη ψυχή, δεν τσιγκουνευόταν πότε στα χαϊδευτικά λόγια. Έλεγε: «αγάπη μου, παιδί, μου, κορίτσι μου, ομορφιά μου, πουλάκι μου, ψυχή μου»… Το Τέρας χάιδευε τις ψυχής των Ωραίων με γλυκόλογα ακόμα και όταν δεν ήθελαν να τα ακούνε από αυτόν.
Ο Άγγελος επέμενε.
Στην χώρα που γεννήθηκε έκρυβαν την ασχήμια. Το σύστημα ήθελε τον άνθρωπο όμορφο και εσωτερικά και εξωτερικά, για αυτό η ομορφιά και καλή υγεία ήταν απαραίτητη για το δυνατό κράτος. Οι παραμορφωμένοι, οι τρελοί- ψυχικά άρρωστοι -ήταν κλεισμένοι στα ιδρύματα, μακριά από τα μάτια του κόσμου. Και τον Άγγελο δεν δέχτηκαν στο σχολείο, όμως δεν τον παράτησαν. Του στέλνανε στο σπίτι δάσκαλους να μάθει γράμματα. Καλά πήγαινε στα μαθηματικά και την ιστορία. Ο μαθηματικός προσπάθησε να τον φέρει στο σχολείο . Εξηγήθηκε στη Δευτεροβάθμια εκπαίδευση, ότι ο μαθητής είναι ιδιοφυής στα μαθηματικά και καλό είναι να έρχεται κάθε μέρα στα μαθήματα του σχολείου. Δεν το κατάφερε. Του απάντησαν κατάματα: «Δεν μπορούμε να βάζουμε σε δοκιμασία τα άλλα παιδιά που δεν φταίνε σε τίποτα να βλέπουν το τέρας κάθε μέρα!»
Αλλά ο Άγγελος ερχόταν στο σχολείο κανονικά, κάθε πρωί. Ερχόταν στην αυλή του σχολείου να παίξει στα διαλείμματα με παιδιά που τον φώναζαν «Κουασιμόδο». Του άρεσε πολύ αυτό το παρατσούκλι. Πίστευε πως ήταν χαϊδευτική λέξη. Δεν ήταν τυφλός, έβλεπε στα μάτια των άλλων την αγάπη τους. Ακόμα δεν είχε διαβάσει το μυθιστόρημα του Βίκτορα Ουγκώ «Η Παναγία των Παρισίων», δεν ήξερε ποιος ήταν ο Κουασιμόδος. Αλλά όταν του είπαν για την ιστορία της αγάπης του Κουασιμόδο και της Εσμεράλδας, του άρεσε ακόμα περισσότερο το παρατσούκλι του. Αργότερα, όταν διάβασε το βιβλίο στην Ελλάδα, συγκλονίστηκε πολύ, αν και δεν καταλάβαινε πολλές λέξεις, ήταν στην ελληνική γλώσσα το βιβλίο. Από τότε άρχιζε να σκέφτεται ότι πρέπει να βρει την αγάπη του και να κάνει παιδιά.
«θα παντρευτώ, μόλις μεγαλώσω! είπε στη μάνα του. «Ναι, παιδί μου, θα γίνει κ αυτό !» απαντούσε η Ελένη, που πάντα έκανε όλα τα χατίρια του.
«Είμαι άνδρας, δεν χρειάζομαι ομορφιά, αρκεί να είμαι σωστός!», την εξηγούσε.
«Ναι, παιδί μου!»- του απαντούσε με ένα ύφος σαν να μιλούσε με ένα χαζό ή πολύ μικρό παιδί.
«Μάνα, δεν λέω χαζά! Κάπου διάβασα ότι να είσαι πραγματικός άνδρας πρέπει να φυτέψεις ένα δένδρο, να κτίσεις ένα σπίτι και να γεννήσεις ένα γιο….Εγώ όλα τα έκανα, μου έμενε να παντρευτώ και να κάνω ένα γιο!»
Πράγματι, ο Άγγελος στα 17 του έμαθε πως οικοδομείται ένα σπίτι. Μια φορά πήγαινε για αργατιά -εθελοντική εργασία στο χωριό του θείου του. Μαζεύτηκε τότε εκεί όλο το σόι, φώναξαν τη μάνα του, την Ελένη, να βοηθήσει στην κουζίνα ως μαγείρισσα. Η Ελένη πήρε τον Άγγελο για την κουζίνα, αλλά ο Άγγελος αρνήθηκε: «Θα βοηθήσω στην οικοδομή…θέλω να μάθω πως κτίζεται ένα σπίτι. Όταν θα παντρευτώ, θα μου χρειαστεί!», της είπε. «Ναι, γιε μου, να μάθεις!», του απάντησε και τον κοίταξε με λύπηση ...
Πήγαν στο Ξυλόκαστρο. Εκεί εγκαταστάθηκαν πολλοί συγγενείς και όλοι έκτιζαν σπίτια, ήθελαν να ριζώσουν όσο βαθύτερα γίνεται στην ελληνική Γη, για να μην τους βγάλει κανείς και ποτέ από αυτήν την χώρα.
Σε ένα Σαββατοκύριακο ο Άγγελος έμαθε πως γίνεται η θεμελίωση, πως κτίζονται τοίχοι και γίνεται μόνωση και πολλές άλλες λεπτομέρειες σημαντικές.
Ότι αφορά το δέντρο, ο Άγγελος στην πραγματικότητα είχε φυτέψει πολλά δέντρα στη ζωή του... Κάθε χρόνο στο χωριό τους στην παλιά πατρίδα, έκαναν δεντροφυτέψεις, και οι φίλοι του, γνωρίζοντας πως δεν έλεγε ποτέ «όχι», τον φόρτωναν όλα τα δέντρα για να τα φυτέψει μόνος του, ενώ αυτοί δίπλα έπαιζαν ποδόσφαιρο. Τα κορίτσια του έλεγαν πως είναι χαζός και δέχεται την δουλεία; Αλλά ο Άγγελος για να καλύψει τους φίλους του και τον εαυτό του, για να μην νομίζουν ότι είναι χαζός, έλεγε πως «έβαλε στοίχημα με τα παιδιά και έχασε, για αυτό αναγκάζεται να φυτεύει όλα τα δέντρα μόνος».
Έτσι, φτάνοντας στα είκοσι δυο του χρόνια, του έμενε μόνο το τελευταίο: να γεννήσει ένα παιδί.
Αλλά πρώτα ήθελε να μάθει πως να συμπεριφέρεται με γυναίκα. Κανόνισε με έναν φίλο να βρει μια κοπέλα για να πάει μαζί της, για να μάθει…
Η κοπέλα αυτή όταν τον είδε, ήθελε να δραπετεύσει. Ήταν μια από αυτές , που ήρθαν στην Ελλάδα με σωματέμπορους με το γνωστό δρομολόγιο του τράφικ. Από ευγένεια η κοπέλα δεν ήθελε να δείξει στον Άγγελο την απέχθεια της. Του έλεγε πως έχει πρόβλημα με τα χαρτιά της και ότι θα την απελάσουν, και πρέπει να φύγει αμέσως, τώρα, αυτήν την στιγμή για ένα σημαντικό ραντεβού. «θα τα πούμε άλλη φορά!», του είπε.
Ο Άγγελος την άκουσε προσεκτικά και της πρότεινε βοήθεια : «Αν θέλεις, μπορώ και εγώ να σε βοηθήσω, γιατί η μάνα μου εργάζεται στο σπίτι του Διοικητή Αστυνομίας. Αυτός βοηθάει και δεν θέλει τίποτα».
Η κοπέλα δεν ήξερε τι να απαντήσει στην ειλικρίνεια του. Έπιασε τον εαυτό της, πως δεν τον φοβάται ποια και αποφάσισε να μείνει.
Δεν τον ξάφνιασε τίποτα. Όλα τα είδε φυσιολογικά , σα να είχε παρελθόν στην ερωτική ζωή. Και η κοπέλα του είπε πως δεν θα πίστευε ότι το έκανε για πρώτη φορά. «Έχεις μεγάλο ταλέντο, τελικά! Είσαι αρσενικό!» του πέταξε, φεύγοντας.
Μετά από αυτό, ο Άγγελος είπε στη μάνα: «Τώρα μπορώ να ψάξω μια κοπέλα να παντρευτώ. Έχω τη σύνταξη αναπηρίας, θα μου φτάσουν τα χρήματα!» Αγόρασε ένα παλιό αυτοκίνητο με την βοήθεια του ξαδέλφου του και ήταν έτοιμος να παντρευτεί.
Η Ελένη κοιτάζοντάς τον με τρυφερό βλέμμα, του είπε να πάει μια βόλτα στη χώρα τους: «Έχουμε παντού συγγενείς, μπορεί κάπου εκεί να βρεις μια κοπέλα».
«Ξέρω, κάπου ζει η κοπέλα που θα με αγαπήσει, θα την αγαπήσω και εγώ, θα είναι και καλή μάνα του γιου μου. Θα φύγω, όπως λες, θα πάω στη θεία, στην αδελφή σου» είπε με απόλυτη σιγουριά ότι όλα να γίνουν όπως το θέλει.
Η Ελένη ήξερε, ο Άγγελος δεν είναι τρελός, γιος της ήταν, αλλά το θέμα της παντρειάς το έβλεπε σαν μια τρέλα. «Καημένε μου γιε, σκεφτόταν, ο θεός να σε έχει καλά, και να κάνει τα θελήματα σου!», αλλά στον Άγγελο είπε άλλα: «Εκεί τα κορίτσια είναι όμορφα, αλλά κακομαθημένα, θέλουν χρήματα, και άλλα…μην ψάχνεις όμορφη , δες να είναι καλό κορίτσι και να σε καταλαβαίνει σε όλα!» Τηλεφώνησε στην αδελφή της και της είπε ότι έρχεται ο Άγγελος να ψάξει νύφη να παντρευτεί. «Είσαστε όλοι σας τρελοί”, είπε ξαφνιασμένη η αδελφή της, που είχε τρία παιδιά. Οι δυο κόρες της ήταν παντρεμένες – χωρισμένες.
«Φιλοξένησε τον. Ο Άγγελος θα έχει αρκετά χρήματα μαζί του, δεν θα είναι βάρος, ας’ τον να μένει μερικές εβδομάδες… Μπορεί και να βρει μια κοπέλα. Αφού θέλει να παντρευτεί!» επέμενε η Μάρθα.
«Αλίμονο, βεβαίως θα τον φιλοξενήσω, αλλά τι χαζά είναι αυτά! Τα δικά μου παιδιά που είναι κανονικά, δεν βρήκαν αγάπη πραγματική, και ο δικός σου θα την βρει; Αλλά τι λέω; Να έρθει, να χαρώ, ξέρεις, τον αγαπάω, αλλά μην με ζητήσεις να ψάχνω νύφη για τον ανιψιό μου! Δεν γίνεται να τον συστήνω σε καμιά κοπέλα!»
Η Μάρθα στεναχωρήθηκε, αλλά δεν είπε στην αδελφή της τίποτα. Αυτή περνούσε το δικό της Γολγοθά. «Η καημένη μου αδελφούλα, ο θεός να σε βοήθησε!» μόνο αυτό σκέφτηκε.
О Άγγελος ταξίδεψε με το αεροπλάνο και μετά πήρε τρένο. Στο κουπέ του τρένου βρήκε μια κυρία με την κόρη, μια κοντούλα αλλά με πολύ όμορφο και χαμογελαστό πρόσωπο. Όταν μπήκε, πρόσεξε πως τον κοίταξαν οι γυναίκες με μια αμηχανία και φόβο. «Δεν θέλουν άνδρα στο κουπέ!» σκέφτηκε, και καλά κάνουν, δεν είναι άνετο να ταξιδέψουν τόσες ώρες με έναν άνδρα». Βρήκε τον υπεύθυνο του βαγονιού να του ζήτηση αλλαγή θέσης. «Βρείτε μου κανένα κουπέ με άνδρες», είπε. Ο υπεύθυνος τον κοίταξε με μια απάθεια, και του είπε: «Και ποιος θα σε δεχθεί! έτσι πως είσαι!.. Αλλά κάτσε, θα κοιτάξω, μόλις μπουν όλοι στις θέσεις τους». Τελικά κανένας δεν ήθελε τον Άγγελο στο κουπέ του. «Βλέπεις, δεν μπορώ να σε αλλάξω τη θέση, θα μείνεις εκεί που γραφεί το εισιτήριο σου!».
Ζήτησε συγγνώμη από τις γυναίκες που δεν βρήκε θέση να αλλάξει, αλλά υποσχέθηκε πως τις περισσότερες ώρες θα περνά στο εστιατόριο του τρένο.
Η μάνα και η κόρη του είπαν σχεδόν μαζί «να μην ανησυχεί, όλα θα πάνε καλά και ανθρώπινα».
Τις λέγανε Όλγα και Ξένια.
Μόλις ο Άγγελος έφυγε να ψάξει αλλαγή θέσης, η Όλγα, είπε στην κόρη της: « Υπάρχουν και αυτοί οι δύστυχοι άνθρωποι - τέρατα…, αλλά και εμείς σε τί φταίμε;»
«Μαμά, είναι τρομακτικός, αλλά έχει κάτι, γρήγορα ξέχασα την ασχήμια του!», είπε η Ξένια.
«Κάτσε μαζί μας. Που να πας; … Κόβουν εισιτήρια και δεν τους ενδιαφέρει το φύλο του ταξιδιώτη, είναι άβολα , αλλά τι να κάνουμε!;»
Ο Άγγελος κάθισε, κατέβασε την μάσκα - γυαλιά , κοίταξε την κοπέλα, της χαμογέλασε και είπε ξανά : «Με συγχωρείτε, δεν βρήκα αλλού θέση» και για να σπάσει την αμηχανία, συστήθηκε. Μέτα είπε, ότι έρχεται από την Ελλάδα, πάει στη θεία του. Μίλησε για τη ζωή στην Ελλάδα «ωραία και άνετη», ότι μένει με την μητέρα του…Μετά ανέβηκε στο πάνω ράφι και κοιμήθηκε.
Τον ξύπνησε η κοπέλα, ρωτώντας αν πείνασε και θέλει να φάει μαζί τους. Στο τραπέζι είχε μια βραστή κότα, αυγά, ψωμί, κασέρι... Ο υπεύθυνος του βαγονιού έφερε μαύρο τσάι…αλλά ο Άγγελος ήθελε καφέ, και πήγε στο εστιατόρια να πάρει. Έφερε τρεις καφέδες, χωρίς να ρωτήσει τις γυναίκες αν θέλουν ή όχι. Η Ξένια πήρε τον καφέ, αλλά η μάνα της δεν ήθελε. Μετά το φαγητό, σαν να είχε μεθύσει, τον έπιασε η φλυαρία...
«Όταν ήρθε ο θείος μου πρώτη φορά στην Ελλάδα, είδε παντού στο κέντρο της Θεσσαλονίκης υπογραφές «Unisex” . Λέει στη γυναίκα του «Αμάν! που βρισκόμαστε;» τόση πορνεία παντού, πως γίνεται; και δεν ντρέπονται καθόλου οι Έλληνες; Πορνεία στο κέντρο της πόλης!… Πέρασαν κάτι εβδομάδες, και ο θείος παρέμενε με την απορία αυτή: «Η Ελλάδα είναι ένα πορνείο! Γιατί ήρθαμε να μένουμε εδώ; Όπου πέφτει το βλέμμα μου, γράφει ανοιχτά για το σεξ …unisex …» Και δεν μπορούσαμε να τον ηρεμήσουμε και μετά μάθαμε ότι το «γιούνισεξ» σημαίνει κατάστημα ρούχων για αγόρια και κορίτσια: τζιν, φανελάκια και αλλά. «Χα-χα-χα», γέλασε μόνος. «Μα δεν το ήξερε ο θείος μου!» διευκρίνισε.

Η Ξένια τον άκουγε όλο το βράδυ με ένα χαμόγελο. Eχει ξεχάσει εντελώς την ασχήμια του νεαρού άνδρα που καθόταν απέναντι της, τα μαύρα γυαλιά- μάσκα δεν την ενοχλούσαν πια . Έτσι πέρασαν 12 ώρες ταξιδιού με καλή διάθεση και συντροφικότητα, αλλά και ωραίες ιστορίες που έλεγε ο Άγγελος.
Όταν έφτασαν, και ήρθε η ώρα αποχαιρετισμού, ο Άγγελος έγραψε τον αριθμό του  κινητού  του στο χαρτάκι: «Αν θέλεις να έρθεις καμιά φορά στην Ελλάδα για ταξίδι ή για δουλειά πάρε με, μπορείς να μένεις και σε μας, έχουμε τρία δωμάτια». Η Ξένια πήρε το χαρτάκι με το τηλέφωνο και το έβαλε βαθιά στη τσέπη του τζιν, αλλά δεν έδωσε δικό της τηλέφωνο, ούτε πρότεινε να βρεθούν μια μέρα για καφέ, ή να έρθει σπίτι τους ακόμα, μια που θα έμενε στην πόλη περίπου δέκα ήμερες. Αλλά ο Άγγελος δεν προβληματίστηκε: «Τώρα ντρέπεται, δεν μου δίνει το τηλέφωνο της, δεν πειράζει, κάποια μέρα θα μου τηλεφωνήσει!», ήταν σίγουρος.
Δέκα ήμερες στο Χάρκοβο ήταν βαρετές. Αν μπορούσε να φύγει νωρίτερα, θα έφευγε. Οι ξαδέλφες του ήταν μέσα στην απογοήτευση και μια ελπίδα ότι μια μέρα θα συναντήσουν τον πρίγκιπα  και να ξαναπαντρευτούν. Η θεία του γέρασε μέσα στην βιοπάλη, ενώ ήταν μικρότερη από την μάνα του.
Το μόνο που τον έκανε χαρούμενο ήταν η σκέψη για την Ξένια. «Όταν θα με πάρει τηλέφωνο, θα επιμένω να έρθει στην Ελλάδα, θα την βρω δουλειά,  δεν την γνώρισα πολύ καλά, αλλά μ’ άρεσε…, μ’ άρεσε πολύ!» - σκεφτόταν με λαχτάρα.
Και πράγματι, μόλις ο Άγγελος επέστρεψε στην Ελλάδα, του τηλεφώνησε η Ξένια: «Σε έπαιρνα τηλέφωνο, αλλά το είχες κλειστό!»
«Ναι, για να μην πληρώνω το ρόμινγκ. Αλλά μην ξοδεύεσαι να σε πάρω εγώ!»
Από τότε άρχισαν καθημερνά να μιλάνε στο τηλέφωνο:
«Θέλω να έρθω στην Ελλάδα!» είπε η Ξένια μετά από μια εβδομάδα.
«Να έρθεις, να σου κάνω την πρόσκληση!»
Μετά αποφάσισε να μην την κάνει πρόσκληση ταξιδιού, αλλά να κάνει απευθείας πρόταση γάμου. Από καθημερινές κουβέντες μαζί της την έβλεπε κατάλληλη για να γίνει η γυναίκα του. Του περιέγραφε τα φαγητά που μαγειρεύει, του ‘έλεγε ότι θέλει να κάνει οικογένεια…. Έλεγε «θα μ’ άρεσε να τρώμε μαζί και να περιμένει ο ένας τον άλλων, ακόμα αν πεινάσει κάνεις, να κάνει υπομονή».
«Όταν κάνω δουλειές του σπιτιού, τραγουδάω, έχω καλούτσικη φωνή, λένε! Χα-χα-χα!» , γελούσε με ένα γέλιο σφιγμένο.
«Δεν έχω πολλές φίλες, μόνο δυο!» του έλεγε.
Πέρασε ακόμα μια εβδομάδα και ο Άγγελος της είπε στο τηλέφωνο:
- Ξένια , έχω μια πρόταση για σένα. Θέλω να κάνουμε μαζί οικογένεια, να παντρευτούμε! Αν, βέβαια, εσύ δεν έχεις πρόβλημα με τη μάσκα που φοράω…»
-Τη μάσκα; Την βγάζεις καμιά φορά;
- Ναι! Την βγάζω, όταν είμαι σπίτι μόνος, αλλά τις άλλες ώρες την φορώ. Περισσότερο για τους άλλους, να μην τους φοβίζω …
- Καλά…
- Τι καλά;
-Αφού βγάζεις την μάσκα μέσα στο σπίτι…. τότε να παντρευτούμε!
- Θα δεις, δε θα μετανιώσεις! θα έρθω να σε πάρω από εκεί. θα κάνουμε τον πολιτικό γάμο και μετά εδώ - το θρησκευτικό … Συμφωνείς;
-Καλά, συμφωνώ, του είπε η Ξένια.

Σαν ατομική βόμβα έσκασε η είδηση στη γειτονιά ότι το Τέρας, ο Κουασιμόδος παντρεύεται! Κάποιοι έλεγαν μήπως η κοπέλα έχει κανένα κουσούρι, μήπως είναι τρελή με χαρτιά . Αλλά είδαν, πως η Ξένια δεν είχε κανένα ελάττωμα. Αντιθέτως θα μπορούσε ως νύφη να στολίσει οποιοδήποτε σπίτι. Έλεγαν, μήπως ήθελε τα χρήματα του; Αυτό βέβαια ήταν ένα αστείο, ο Άγγελος δεν είχε χρήματα. Μετά είπαν ότι ο Άγγελος την έκανε μάγια… Εκεί κατέληξαν, στα μάγια… Για τη μάνα της Ξένιας ήταν δύσκολο να δεχτεί πως η της κόρη θα πάρει έναν παραμορφωμένο άνδρα. Αλλά ξαφνικά και αυτή είπε το «ναι», γιατί μια γειτόνισσα της είπε πως καλύτερα η κόρη της να φύγει στο εξωτερικό, πάρα να βρει κανέναν αλκοολικό στο τόπο τους …

Πέρασαν επτά χρόνια , ο Άγγελος και η Ξένια γέννησαν τρία αγόρια. Κανένα παιδί δεν γεννήθηκε με κουσούρι, ήταν όμορφα και γερά . Το τελευταίο αγόρι γεννήθηκε, όταν ο Άγγελος ήδη ήταν πολύ άρρωστος και μπήκε σε νοσοκομείο. Κατάλαβε ο ίδιος ότι ήρθε το τέλος του, ήταν μόλις 34 χρονών, αλλά ταλαιπωρημένος σαν 60ης .

Για το θάνατο του Άγγελου εγώ έμαθα μετά από έναν μήνα. Ήταν παραμονή Χριστουγέννων, αποφάσισα να πάω σπίτι τους για συλλυπητήρια , και να κάνω δώρα στα μικρά. Η Ξένια φορούσε τα μαύρα. Μου έκανε καφέ και με προειδοποιήσει με ένα αυστηρό ύφος: «Αν τα παιδιά θα Σας μιλήσουν για τον πατέρα τους, να συμφωνείτε σε ότι θα Σας πουν!»
-Και βέβαια, θα το κάνω, είπα.
Ήρθαν τα δυο παιδιά και ο μεγάλος, εξάχρονος, πήρε το δώρο του ευχαριστώντας με. «Πολύ ευγενικός! Σαν τον πατέρα του», σκέφτηκα. Ο μικρός έπιασε την φωτογραφία του πατέρα του με μαύρα γυαλιά και έτρεξε σε μένα με ενθουσιασμό : «Ο Μπαμπάς μας! Τον λένε Άγγελο, και έφυγε στον ουρανό, εκεί τώρα μένει!».
- Το’ ξέρω! είπα στα παιδιά. Ρώτησα την Βέρα : «Εσύ τους έμαθες να λένε αυτά;»
- Εγώ. Δεν μπορούσα να τους πω την αλήθεια, τα δυο τον λάτρεψαν, και ο μικρός τον αγάπα σαν να το είχε γνωρίσει. Μετά με κοίταξε κατάματα  -Και εγώ τον αγαπούσα!
- Το ξέρω! είπα ….

----
Από τότε πέρασαν μήνες. Μια μέρα συνάντησα την Ξένια στο κέντρο της πόλης.
Ήταν ντυμένη ακόμα στα μαύρα, αλλά χάθηκε η λάμψη της, δεν μου φάνηκε και τόσο ωραία, οι κινήσεις της ήταν αργές, τώρα έμοιαζε με μια αγριόγατα.. Μιλήσαμε για τα παιδιά, για τα προβλήματα της ζωής της… Ξαφνικά χωρίς να την ρωτήσω, μου λέει: «Ξέρετε, είμαι τώρα ευτυχισμένη, έχω δίπλα μου έναν άνδρα, που με αγαπάει πολύ, τον αγαπάω και εγώ, αγαπάει και τα αγόρια μου!»
- Αλήθεια;! Χαίρομαι! απάντησα, έγινε και αυτό το θέλημα του Άγγελου, να βρεις έναν άνδρα που να αγαπάει εσένα και τα παιδιά σας!
-Και να ξέρετε! Δεν ήταν η ζωή μου με τον Άγγελο, όπως την φανταστήκατε! Σας αρέσουν τα παραμύθια, σε όλους αρέσουν, αλλά δεν ήταν έτσι! Δεν ήταν αλήθεια αυτό που ξέρετε!


Η Ωραία δεν αγάπησε ποτέ το Τέρας
- Ήταν το Τέρας και εγώ μια Κακόμοιρη…
- Τι λες!; Ο Άγγελος σε αγαπούσε τόσο πολύ, έφτανε η αγάπη του και για τους δυο σας! είπα.
- Μη τον λες Άγγελο! Δεν ήταν Άγγελος!» είπε η Ξένια με αυστηρό ύφος. Ήταν του διαβόλου Άγγελος!
-Μα, εσύ δεν μου είπες πως τον αγάπησες πραγματικά; Ακόμα τον πενθείς…
-Όχι! Απλά μ’ αρέσουν ποια τα μαύρα...

Προσποιούμουν, κρυβόμουν, η ιστορία μου είναι ιστορία ενός απελπισμένου κοριτσιού! Και τα μαύρα ρούχα απλά μου πάνε, έτσι με ερωτεύτηκε ο νέος μου άνδρας… Μια θλιμμένη χήρα με μαύρα αγάπησε σε εμένα, έτσι θα παραμένω.
-Δεν ξέρω, κορίτσι μου, τι να πω; Θέλεις να καθίσουμε εδώ, στο πάρκο και να μου πεις τι σου συμβαίνει; Για να καταλάβω!
Καθίσαμε στο παγκάκι, δίπλα μία στην άλλη …

Την άκουγα , αλλά μου πέρασε από το μυαλό σαν να ακούω έναν μονόλογο που η Ξένια - πρωταγωνίστρια -έμαθε καλά για μια θεατρική παράσταση.
«Γεννήθηκα στο Αζερμπαϊτζάν από πατέρα Αρμένιο και μητέρα Ουκρανή. Άρχισε ο πόλεμος στο Ναγκόρνι Καραμπάχ και οι γονείς μου, πρόσφυγες έφυγαν στην Ουκρανία σε ένα μεγάλο χωριό. Μεγάλωσα εκεί μέσα στην φτώχεια, αλλά το χειρότερο ήταν, όταν πήγα στο σχολείο τα παιδιά με φώναζαν «Μπομπζ» - «άστεγη». Είχαμε σπίτι. Νοικιάζαμε. Αλλά με φώναζαν έτσι για να με ταπεινώσουν… σαν να ήμουν ένα παιδί του δρόμου, γιατί ήρθαμε πρόσφυγες στα μέρη τους…Η μεγαλύτερη ταπείνωση είναι να είσαι πρόσφυγας, ξένος. Ήταν η ποιο προσβλητική λέξη στην ρωσική γλώσσα. «Μποπζ» σήμαινε ότι δεν έχεις θέση πουθενά, δεν είσαι αποδεχτός…Με αυτό το παρατσούκλι που σα να έγινε το πραγματικό μου όνομα, τέλειωσα το σχολειό. Με φώναζαν: «Μπόπζ, έλα να παίξουμε!» Εγώ θύμωνα στην αρχή, δεν απαντούσα, αλλά μετά απαντούσα… γιατί δεν άντεχα να είμαι μόνη! Μετά το συνήθισα και το «μποπζ» δεν ήταν και τόσο προσβλητικό πια για μένα, ακουγόταν σαν ξένο όνομα, ας πούμε «Μποπζ –μποέμ . Μου είπε η Λίλα για τους μποέμ, μια γειτόνισσα. «Μην ασχολείσαι, οι συμμαθητές σου είναι κακοί άνθρωποι, μη δίνεις σημασία, πες ότι έχεις δεύτερο όνομα, εγώ θα σε φωνάζω «Μπένος» από λατινικά «Βένος» που σημαίνει Αγάπη. Σου αρέσει;» Και όταν θα σε φωνάζουν Μποπζ θα ακούς Αγάπη- «Μπένος», μου είπε.
Μετά..  Στα έντεκα μου με βίασε ο γείτονας μας. Αυτό έμεινε μυστικό. Για πρώτη φόρα το αναφέρω τώρα…Αλήθεια! Τότε φοβόμουν και δεν ήξερα τι να κάνω, και δεν είπα σε κανέναν τίποτα. Από τα δεκατρία άρχισα να δουλεύω στη λαϊκή αγορά, βοηθούσα την μάνα μου, που πουλούσε ότι μπορούσε να πουλήσει .. Έβγαζα τα δικά μου χρήματα και τα έδινα στην μητέρα μου. Από τότε πλέον πήγαινα στο νυχτερινό σχολειό, αλλά το παρατσούκλι με ακολούθησε … Ήμουν και εκεί «Μποπζ».
Στα 16 έμενα έγκυος. Η μάνα μου το έμαθε αργά, είδη ήμουν 4-5 μηνών. Ξαφνικά ο αγαπημένος μου εξαφανίζεται και η μάνα μου «δολοφονεί» το μωρό μου. Μου ‘έβγαλαν το παιδί … Αλλά εγώ δεν έκλαψα καθόλου. Γιατί να κλάψω; Αφού δεν θα μπορούσα να κάνω αλλιώς; Με την σιωπή μου έγινα δολοφόνος. Και μετά αμέσως μου είπαν να παντρευτώ κάποιον που ήταν γιος γνωστής της μάνας μου. Μου είπαν πως είχε παραμορφωμένο πρόσωπο και καρκίνο στο κεφάλι και ήθελε να παντρευτεί και να κάνει παιδί και ότι δεν θα ζήσει πολύ. Επίσης μου είπε η μάνα μου, ότι αν δεν πάω, θα με πετάξει από το σπίτι, γιατί δεν αντέχει αυτό το ρεζιλί.
Καλύτερα να είχα πεθάνει. Δεν είχα να επιλέξω κάτι άλλο. Αλλά προσπάθησα να πω το «όχι» και η μάνα μου κράτησε το λόγο της. Δυο νύχτες έμεινα στο παγκάκι του κεντρικού πάρκου. Τη δεύτερη νύχτα παραλίγο θα με βίαζαν μια παρέα εφήβων που βρέθηκαν εκεί… Με έσωσε ένας ηλικιωμένος. Με κάλεσε σπίτι του… αλλά εγώ δεν τον συμπάθησα και δεν πήγα μαζί του, επέστρεψα σπίτι μου. Το πρωί είπα στην μάνα μου το «ναι» στο γάμο με τον Άγγελο (τότε ακόμα δεν ήξερα το όνομα του) Με έστειλαν στην Ελλάδα ως νύφη. Ήμουν 17 και ο Άγγελος – 24. Μόλις τον είδα- τρόμαξα… αλλά σε λίγα λεπτά ξέχασα την ασχήμια του. Πράγματι, είχε κάτι μαγικό μέσα του, που εξαφάνιζε την ασχήμια. Έβλεπες και δεν έβλεπες το παραμορφωμένο του πρόσωπο …
Τα πρώτα χρόνια ήταν καλά. Ναι καλά. Γιατί έμεινα γρήγορα έγκυος , γέννησα το πρώτο αγόρι, μετά καπάκι – το δεύτερο. Η καθημερινότητα μου ήταν δύσκολη αλλά ευχάριστη. Τα παιδιά μεγάλωναν σαν δίδυμα, δεν είχαν μεγάλη διαφορά ηλικίας… Κουραζόμουν βεβαία πολύ, αλλά η κούραση αυτή με βοηθούσε να βρω έναν ρυθμό στη ζωή μου όπου δεν χωρούσε η αυτό-λύπηση…
Μέχρι τότε ο Άγγελος ήταν καλός μαζί μου. Μετά άλλαξε. Μου είπε πως κατάλαβε ότι δεν τον αγαπάω. Εγώ το επιβεβαίωσα, ήμουν ειλικρινής μαζί του, του είπα πως τον παντρεύτηκα γιατί έκανα το θέλημα της μάνας μου. Του είπα: «Και ποιος μπορεί να σε αγαπήσει έτσι που είσαι; Έχεις και θάρρος να ψάχνεις για αγάπη!» Μου είπε πως πίστευε ότι με το πέρας του χρόνου θα τον αγαπούσα.
Ήταν και αυτό…κάθε βράδυ είχε όρεξη να πλαγιάσει μαζί μου, ενώ εγώ δεν ήθελα, ήμουν κουρασμένη… αλλά τι κουρασμένη .. απλά δεν ήθελα να το κάνουμε, άρχιζα να τον αποφεύγω, και αυτός…σχεδόν κάθε βράδυ με βίαζε. Και εγώ για να μην χαλάσω την ηρεμία του σπιτιού, δε φώναζα , δεν έκανα φασαρία. Αφηνόμουν στην μοίρα μου. Όσο περισσότερο αφηνόμουν στο βιασμό του Άγγελου, τόσο τακτικά αυτός ήθελε να με πονέσει.. Μετά άρχισε να πίνει αλκοόλ. Στην κατάσταση του ήταν απαγορευμένο το αλκοόλ, πριν δεν έπινε, αλλά το άρχισε. Και γινόταν τέρας πραγματικό! Άρχισα να τον φοβάμαι, να μην κάνει κανένα κακό σε μένα και τα παιδιά, γιατί μεθυσμένος δεν καταλάβαινε . Κρυβόμουν, αλλά που να κρυφτείς; Όλη τη μέρα προσπαθούσα να μένω με τα παιδιά μου έξω. Στην παιδική χαρά, στους γείτονες… βόλτες στο δρόμο. Τον μεγαλύτερο γιο, από τα τεσσάρα του χρόνια τον πήγα στο τζούντο. Σήμερα είναι αστέρι στο άθλημα. Ήθελα να τον μεγαλώσω δυνατό, να με προστατεύει.
…. Μια μέρα ο Άγγελος λίγο πιωμένος κτύπησε με το αυτοκίνητο του ένα μηχανόβιο … Ήμαστε μαζί. Έπεσε ο νεαρός από την μηχανή και ο Άγγελος δεν σταμάτησε, δεν τον βοήθησε.. Ήταν βράδυ, σκοτάδι, αλλά όχι αργά.. Ένα μήνα δεν του μιλούσα. Έγινα μάρτυρας στο έγκλημά του. Και ακόμα δεν ξέρω τι απέγινε το παιδί με το μηχανάκι. Ζει; Μακάρι να ζει!
Μετά από αυτήν την ιστορία η συμβίωση μας έγινε κόλαση. Ο Άγγελος έγινε ο Διάβολος, απόλυτα κακός, δεν αναγνώριζε τίποτα.. τον έπιασε ένα μίσος για μένα και για όλα …και εγώ άρχισα να προσεύχομαι να με πάρει ο θεός από τη ζωή … ή να πάρει τον Άγγελο! Κάποιος πρέπει να φύγει. … Στην απελπισία μου, έλεγα, αν ο θεός θα με πάρει, τα παιδιά μου δεν θα χαθούν, υπήρχε πίσω το μεγάλο του σόι …
Μετά πάλι έμεινα έγκυος, και έκανα το τρίτο μας γιο. Κούκλος και αυτό. Δεν είχε κανένα κουσούρι. Ναι, δε Σας είπα. Όλα τα αγόρια είναι όμορφα παιδιά. Δεν το λέω εγώ σαν μάνα, το λέει ο κόσμος. Ωραία πρόσωπα, πράσινα μάτια και δυνατά σώματα…. Δεν πήρε κανέναν παιδί το κουσούρι του πατέρα τους. Είναι και πολύ έξυπνα! Καλά, στη σημερινή εποχή όλα τα παιδιά γεννιούνται έξυπνα.. Ο παιδίατρος μου είπε: είσαι να γέννας παλικάρια.
Όταν ο μικρός σαραντάρισε, ο Άγγελος πέθανε. Τότε με έπιασε κλάμα, τον λύπησα πολύ, αλλά και τον ζήλεψα βαθύτατα. Γιατί κατάφερε να κάνει όλα που ήθελε πριν φύγει από την ζωή του. Να παντρευτεί, να γεννήσει τρεις γιους… Τώρα δεν έχω σχέση με το σόι του πια. Στο μνημόσυνο του, στα σαράντα, ο ξάδελφος του που τον φιλοξένησα, προσπάθησε να με βιάσει, …Ήταν μεθυσμένος. Με άκουσε η γειτόνισσα και έτσι γλίτωσα. Εγώ γεννήθηκα για με ταπεινώνουν, να με βιάζουν, να κάνω παιδιά με έναν Κουασιμόδο.

Ο Άγγελος πήγε εκεί που ανήκει.. Στους αγγέλους...Εγώ αρχίζω τη ζωή μου, όπως την θέλω! Θέλω την ευτυχία μου! φώναξε δυνατά, και τρόμαξε δυο γάτες που πάλευαν για μισό λουκάνικο που τους πέταξε μια γριά από το πρώτο όροφο.

Λίγα λεπτά δεν μιλούσαμε.
Κοιτούσαμε μαζί απέναντι. Βλέπαμε τις γάτες που κάπως συμφώνησαν στη μοιρασιά του λουκάνικου.  
-Μα μόνο οι καλοί πάνε στους αγγέλους! Και εσύ λες ότι ήταν κακός!» έβγαλα τελικά την ταραγμένη μου φωνή, αλλά δεν γύρισα να την κοιτάξω. Συνέχιζα με  τις γάτες, που κατάφεραν να μοιράσουν το λουκάνικο, αλλά  έφευγαν φοβισμένες σε αντίθετες κατευθύνσεις από ένα σκύλο, αδέσποτο σαν αυτές.
- Ο Θεός ξέρει! είπε και γύρισε σε μένα.
Έπιασε το βλέμμα μου, με κοίταζε στα μάτια αποφασισμένη για κάτι. Ήθελε να δει τι σκέφτομαι για όλα  που μου εμπιστεύτηκε. Την κοίταξα και εγώ κατάματα. Είδα το πρόσωπο της να αλλάζει. Είχε αγριέψει. Την ίδια στιγμή τον απελευθέρωνε. Τον Άγγελο. Μπροστά μου έπαιρνε όλη την ασχήμια του Τέρας και τον άφηνε να πάει ποιο μακριά, ψηλά, ίσως στην αγκαλιά του ίδιου του Θεού.

@Σοφία Προκοπίδου


Θεσσαλονίκη, 2016

15 Νοε 2016

Η τιμωρία των διαμαντένιων σκουλαρικιών




Μια φθονερή ζηλιάρα ήταν η Κούλα. Ζήλευε ακόμα και αυτούς που γελούσαν ανέμελα… «Και γιατί γελάνε, σαν χαζοί», διαμαρτυρόταν για τη χαρά των άλλων. Ήταν γειτόνισσα μου τα πρώτα χρόνια της ζωής μου στην Ελλάδα. Ερχόταν κάθε μέρα να μου πει τα νέα της οικοδομής, που ήταν και ιδιοκτήτρια της. Εγώ δεν ήθελα τα κουτσομπολιά της, δεν με ενδιέφεραν λεπτομέρειες της Κούλας για τις ζωές ανθρώπων που δεν ήξερα. Ήμουν «μουγκή» τότε, δεν ήξερα ελληνικά και η Κούλα δεν ήξερε ποντιακά για να την αντιμετωπίσω ανάλογα διπλωματικά και να μην μαλώσουμε στο τέλος. 



Μια μέρα έρχεται αναστατωμένη και μου λέει με ένα ύφος της δικαστίνας που πήρε τη σωστότερη απόφαση: «Έδιωξα τη Λένα, που καθάριζε τις σκάλες της οικοδομής μας!» Έμενα άφωνη, γιατί άκουγα πολλές φορές πως την παίνευε για την καθαριότητα που έκανε. 
«Ανοίγω την πόρτα εισόδου, μπαίνω, και πέφτει φως του ήλιου από έξω στο πρόσωπο της Λένας που καθαρίζει τη σκάλα. Ξαφνικά μια αστραφτερή σπίθα από το αφτί της μου τρύπησε το μάτι. «Τα σκουλαρίκια σου πολύ λάμπουν», της λέω. «Είναι μπριγιάν μισό καράτι, για αυτό…» μου απαντάει με ένα ύφος της βασίλισσας με σκούπα. Αφού έχεις διαμαντένια σκουλαρίκια, είσαι πλούσια - δεν σε θέλω καθαρίστρια, να πας να βρεις αλλού, εγώ θέλω να βοηθώ φτωχούς και δύστυχους. θέλω μια φτωχιά κοπέλα να μας καθαρίζει τις σκάλες!» 
Η Κούλα πράγματι έδιωξε από τη δουλειά τη Λένα, που στενοχωρήθηκε πάρα πολύ, γιατί είχε δυο μικρά παιδιά, έμενε κοντά και την βόλευε να εργάζεται σε αυτήν την οικοδομή…
Τότε προσπάθησα να εξηγήσω στην Κούλα τί σημαίνει να έχει μπριγιάν μια Καυκάσια γυναικά, αλλά δεν μπήκα στον κόπο, έτσι και αλλιώς δεν θα με καταλάβαινε, πίστευε πως έχει απόλυτο δίκιο. 
-----
Δεν ξέρω αλλά εγώ πάντα αδιαφορούσα για τα διαμάντια, μπριγιάν… Από την εποχή εκείνη μέχρι και σήμερα φοράω ασημένια χειροποίητα κοσμήματα. Ο χρυσός δεν μου πάει. 
Στην Νότια Ρωσία και την Γεωργία λίγο πριν την κατάρρευση της ΕΣΣΔ, ξαφνικά ήρθε μια μόδα μια εμμονή να έχουν οι γυναίκες διαμαντένια σκουλαρίκια και δακτυλίδι. 
Τα σοβιετικά μπριγιάν ήταν άριστης ποιότητας και πουλιόντουσαν στα κρατικά κοσμηματοπωλεία. Ήταν πανάκριβα. Μέσα στη μιζέρια αλλά και την ασφάλεια της κρατικής πρόνοιας, όλοι σε αυτήν την χώρα σαν να πάθανε μια αρρώστια πλουτισμού, μια υστερία να αποκτήσουν διαμάντια. Όλες οι νύφες για το γάμο ήθελαν οπωσδήποτε στα αυτιά έστω μικροσκοπικά αλλά διαμαντένια σκουλαρίκια. Τα μπριγιάν έγιναν ανάρπαστα στο κρατικό εμπόριο και τα «έβγαζαν» παράνομα στην μαύρη αγορά, στο παρεμπόριο, όπου πουλιόταν σε διπλάσιες και τριπλάσιες τιμές. 
Ενώ εγώ αδιαφορούσα για μπριγιάν, κάποια στιγμή και εμένα με έπιασε ο διαμαντο-ιός. Ίσως με είχε επηρεάσει μια φίλη που είχε πει, ότι όποια γυναίκα σέβεται τον εαυτό της , πρέπει να έχει σκουλαρίκια ή δακτυλίδι με μπριγιάν. 
Άρχισα να ενδιαφέρομαι και εγώ για τα διαμαντένια σκουλαρίκια. 
Μια μέρα ήρθε σπίτι μια γειτόνισσα – μαυραγορίτισσα, που μου έφερε να δω ένα ζευγάρι σκουλαρίκια που ήθελα. Ήταν αργά απόγευμα, εγώ ζύμωνα. Περίμενα τη παρέα φίλων για κρασάκι. Τότε το φόρτε μου ήταν μια απλή λαχανόπιτα. Και τις βεγγέρες με λαχανόπιτα τις λέγαμε «καπούστνικ» που σήμαινε «λαχανο-πάρτι». Η παράδοση ήρθε από το 19ο αιώνα όταν στη Ρωσία οι φτωχοί ηθοποιοί μαζεύονταν τα βράδια για τραγούδια και ποίηση και έφτιαχναν να φάνε μια απλή εύκολη πίτα από ζυμάρι με μαγιά που φουσκώνει...  
Τα χέρια μου ήταν μέσα στη ζύμη και δεν άγγιξα τα σκουλαρίκια. Μόνο τα κοίταξα και της είπα να μου τα αφήσει να τα δείξω και στον άνδρα μου. Η τιμή τους ήταν 800 ρούβλια. Ο μισθός τότε ήταν 180 -200 ρούβλια. Συμφώνησε, και άφησε το κουτί πάνω στο τραπέζι. 
Το βράδυ περάσαμε τέλεια με παρέα φίλων, με κρασί και τη λαχανόπιτα, αλλά και κιθάρα και  τραγούδια των αγαπημένων βάρδων. Είχα ξεχάσει εντελώς για τα σκουλαρίκια.

Το πρωί όμως ως πρώτη σκέψη μου έρχεται μια υπενθύμιση για τα σκουλαρίκια που έπρεπε να τα δείξω στον άντρα μου. Καταλαβαίνω, πως δεν θυμάμαι  που τα ακούμπησα. Άρχισα να ψάχνω.. έψαξα παντού! Δεν τα βρήκα. Σκέφτηκα ότι κάποιος από την χθεσινοβραδινή παρέα τα είχε κλέψει, και δεν ήθελα να το πιστέψω… Άρχισα να καταριέμαι τον εαυτό μου για την επιθυμία να αποκτήσω διαμαντένια σκουλαρίκια. Τα χρήματα ήταν πολλά! Παρά πολλά. 
Ήρθε η μητέρα μου και με είδε στα χάλια μου.  Η μαμά ήταν ψύχραιμη, άρχισε την έρευνά της. Έψαξε και αυτή παντού και μετά πήρε τον κουβά με τα σκουπίδια, έστρωσε στο πάτωμα τις εφημερίδες και έριξε τα σκουπίδια πάνω. Άρχισε να ψάχνει το κάθε σκουπίδι…Εγώ απαρηγόρητη της λέω «δεν μπορεί να είναι εκεί!». Την ίδια ώρα ήρθε το σκουπιδιάρικο και κόρναρε. Την εποχή εκείνη βγάζαμε τα σκουπίδια μόνο όταν ερχόταν το σκουπιδιάρικο, δεν υπήρχαν κάδοι έξω στους δρόμους. 
«Μαμά μου, γρήγορα μάζεψε τα, θα φύγει το σκουπιδιάρικο…Να προλάβω να τα βγάλω!
Η μαμά δεν βιάζεται καθόλου, συνεχίζει να ψάχνει στα σκουπίδια μου, ενώ εγώ μετρούσα σε πόσους μήνες θα μαζέψω τα 800 ρούβλια για να εξοφλήσω τα χαμένα σκουλαρίκια. Ξαφνικά η μαμά μου πιάνει ένα τσαλακωμένο σαν μπάλα χαρτί και το ξετυλίγει, ενώ εγώ σκέφτομαι το σκουπιδιάρικο που φεύγει και τα σκουπίδια μου που τώρα πρέπει να μηνούν μέχρι το βραδύ μέσα στο σπίτι… 
«Αυτά είναι;», με ρωτάει με δυνατή της φωνή και  βλέπω τα δυο σκουλαρίκια στην παλάμη της μητέρας μου! «Αυτά! Αυτά, αυτά!» φώναξα σα να μου τα δώρισαν μόλις. Και πράγματι ήταν δώρο! Γιατί παραλίγο θα φεύγανε για πάντα στη χώρα της χωματερής.

… Τα πέταξα σαν σκουπίδια, σκουπίζοντας το τραπέζι το αλεύρι και το ζυμάρι. Όμως στην ουσία τα είχα πετάξει μόλις τα είδα, όταν μου τα έφερε η γειτόνισσα. Δεν τα άγγιξα καθόλου, γιατί η λαχανόπιτα που ετοίμαζα για τη βραδιά με φίλους ήταν πιο πολύτιμο πράγμα στη ζωή μου από τα σκουλαρίκια με μπριγιάν...
---

Θεσσαλονίκη, 14/11/2016

11 Οκτ 2016

Η πτήση ευτυχισμένων ανθρώπων


Οι επιβάτες για την πτήση Θεσσαλονίκη - Μόσχα ήταν μετρημένοι. Τους κοίταξε έναν, έναν διακριτικά, όμως, από εκεί που καθόταν, δίπλα στην πύλη εξόδου, έτοιμη και ταχτοποιημένη με τη μικρή βαλίτσα και το διαβατήριο στο χέρι. Δεν άνοιξε το τάμπλετ, ούτε το βιβλίο για μην ξεχαστεί πάλι και συμβεί κάτι ανάποδο.
Να περάσει ώρα, αποφάσισε να μελετήσει τους επιβάτες, κάνοντας δικά της σενάρια για τις ζωές τους. Ήθελε να δει πως νιώθουν οι άνθρωποι που σε λίγα λεπτά θα πετάξουν στον ουρανό. Της άρεσε να γράφει σενάρια με το μυαλό της, κοιτάζοντας αγνώστους. Έτυχε, κάποιες φορές να βγουν αληθινά. Είχε την ικανότητα να βλέπει πέρα από την επιφάνεια. Αλλά πολλές φορές έπεφτε έξω και μετά έλεγε στον εαυτό της απολογητικά: “Κοίτα να δεις, έκανα λάθος…εκπέμπει τέτοια μητρότητα, αυτάρκεια, πίστεψα πως είναι παντρεμένη με ευτυχισμένο γάμο και τουλάχιστον δυο παιδιά!» ενώ ήταν μια συμπαθέστατη κυρία που γνώρισε σε μια παρέα που στο τέλος της ομολόγησε, πως δεν είχε παντρευτεί ποτέ της, και πως νιώθει αφόρητη μοναξιά…
«Μα γιατί δείχνει ευτυχισμένη; ενώ πιστεύει πως δεν είναι; Πως γίνεται αυτό;» αναρωτιόταν και δεν μπορούσε να καταλάβει που βρίσκονται και αποτυπώνονται τα σημάδια της ευτυχίας στον άνθρωπο.
Στα μάτια, σίγουρα, εκεί μέσα δεν μπορείς να κρύψεις τίποτα…

Και τώρα κοιτάζοντας τους επιβάτες έψαχνε να βρει, αυτούς που ήταν ευτυχισμένοι. Σε στιγμές αναμονής, ειδικά σε ουρές ή σε πτήσεις οι άνθρωποι γίνονται υπάκουοι, σιωπηλοί, αληθινοί, αφημένοι στην τύχη δείχνουν της ουσία τους. Σε λίγο απογειώνονταν για ένα ταξίδι μέσω ουρανού, όλοι ήξεραν πως η ζωή τους θα είναι σε κίνδυνο για κάποιες ώρες…
Στην αρχαιότητα ο φόβος του ταξιδιώτη ήταν αλλιώτικος. Ο φόβος του ήταν μια συνήθεια. ΟΙ άνθρωποι άφηναν τη ζωή του στο θέλημα του Θεού. Ήταν απελευθερωμένοι από τον φόβο, γιατί ήξεραν πως μόνο Αυτός ξέρει για τη συνέχεια της ζωής του καθενός. Αλλά όλα συνέβαιναν στη Γη. στα χρόνια στα ιστορικά οι άνθρωποι δεν ανέβαιναν ποτέ στον ουρανό. Πετούσαν μόνο στα όνειρα τους και στα παραμύθια μαζί με ήρωες παραμυθιών …

Πέρασε τρέχοντας από δίπλα της ένα τρίχρονο αγόρι. Έφτασε στο κέντρο της αίθουσας και πέταξε στη μέση το αυτοκινητάκι του. Μετά γύρισε στη μητέρα του ζητώντας γκρινιάρικα το τάμπλετ της. Του το έδωσε. Ο μικρός αμέσως σοβάρεψε. Κάθισε ικανοποιημένος σε μια θέση δίπλα της. Άνοιξε το τάμπλετ με μια άνεση και γνώση σα να το έχει μάθει από την ώρα της συλλήψεις του στην μήτρα ακόμη και άρχισε να σερφάρει. Η έκφραση του προσώπου του αλλοιώθηκε. Τώρα έμοιαζε πως θα γίνει μετά από 15-20 χρόνια. Νεαρός άνδρας.
Η μητέρα του παιδιού σηκώθηκε κουρασμένα, πήγε μάζεψε το πεταμένο αυτοκινητάκι…Όταν γύρισε του είπε γκρινιάρικα: «Αγάπη μου, δεν πετάμε τα παιχνιδάκια, καλά;» Το τρίχρονο την κοίταξε αφηρημένα και πάτησε με δύναμη το τάμπλετ, δίνοντας να καταλάβει η μάνα του, ότι το πραγματικό του παιχνίδι είναι μόνο αυτό!
Μια κοπέλα γέλασε δυνατά με μεγάλο ενθουσιασμό. Μάλλον κάτι καλό άκουσε στο κινητό που μιλούσε πολύ ώρα.
Όλοι γύρισαν να δουν ποια γελά. Κάποιοι ενοχλήθηκαν από την υπερβολική χαρά της γιατί είχε χαλάσει τη σιωπή της αναμονής.
Οι περισσότεροι ήταν καθιστοί με τα διαβατήριο στα χεριά, περίμεναν πως και πως να περάσουν τα σύνορα μεταξύ Γης και Ουρανού.

Η Νάντα θυμήθηκε τους πρόσφυγες καθιστούς στο χώμα, στην Ειδομένη.
Πήγε από κει μια μέρα με την Αγγέλα για να βοηθήσουν τους εθελοντές.
Τους λυπήθηκε τόσο πολύ, σφίχτηκε η καρδιά της, η ψυχή της πόνεσε, δάκρυσε.
Πριν μήνες, την άνοιξη, όταν ήρθαν οι πρώτοι πρόσφυγες στη Θεσσαλονίκη σαν τα αποδημητικά πουλιά που έχασαν την ικανότητα να «διαβάζουν» το χάρτη του ουρανού, πήγε από την Αριστοτέλους, για να δει πως είναι. Το πρόσωπο της σκοτείνιασε, δεν είπε τίποτα. Ηθελε κάτι καλό να πει στους ανθρώπους αυτούς, που αν και άγνωστοι, ήταν σαν να τους ήξερες όλους, και δεν χρειαζόταν καμιά κουβέντα. Την ίδια μέρα έγραψε ένα ποίημα:

Ήρθαν σπίτι μου
πρόσφυγες
δεν κτύπησαν
την πόρτα μου
στην καρδιά μου
κτύπησαν.
Ξαπλωμένοι στο τσιμέντο
της Αριστοτέλους
σκεπασμένοι με δέντρα
του πάρκου, στη
σκιά της
Αρχαίας αγοράς,
δεν μιλούσαν
μόνο με κοιτούσαν
με βλέμματα
μου είπαν
την ιστορία τους.

Τους κοιτούσα
κ’ εγώ
με το μάτια μου
τους είπα:
«Τα ξέρω όλα,
μην ανησυχείτε.
Τα πέρασα.
Ο φόβος
της φυγής
μου έμενε ακόμα.
Όλοι πρόσφυγες
Είμαστε σε αυτόν τον
πλανήτη,
τη Γαία.

Τους είπα επίσης,
ότι είμαι και εγώ
από τη Συρία
και ίσως από το Ιράκ,
την Τουρκία,
τη Ρωσία,
την Ουκρανία…
Δεν θυμάμαι ακριβώς.

Τους είπα και ένα μυστικό:
ότι δεν μπορούν να φύγουν
αλλού.
Οι δρόμοι μπερδεύτηκαν
και δεν οδηγούν πουθενά
σε αυτήν τη Γη να πάνε.

Μόνο αν βγάζουν φτερά
Στον ουρανό να πετάξουν
Εκεί, που δεν υπάρχει πατρίδα
εκεί
θα βρουν τον Θεό
Παντοδύναμο
Ξέρει μόνο αυτός να τους δώσει
ζωή και ειρήνη.
----
Τους κοιτούσα
με στόμα κλειστό
Δεν είχα λόγια να πω...

«Πολύ καλό το ποίημα σου! Αλλά τί τον ήθελες, τον Θεό στον ποίημα; Το χάλασες!» της είπε η φίλη της, Μίκα. Η Μίκα δεν πίστευε στο Θεό. Έτσι έλεγε. Αλλά η Νάντια πίστευε - δεν υπάρχουν άθεοι άνθρωποι. «Μπορείς να γεννηθείς χωρίς πατέρα; Κάποιον πατέρα θα έχεις, ακόμη και αν δεν το ξέρεις!» της απάντησε. Η Μίκα δεν ακούει ποτέ τέτοιες κουβέντες, της φαίνονται αστείες. Η απάντηση της είναι μόνο ένα χαμόγελο, από αυτά που στέλνεις για να κόψεις τη συζήτηση.

Τότε στην Ειδομένη ένα-έναν κοιτούσε τα πρόσωπα των ανθρώπων που ήταν ξαπλωμένοι και καθιστοί στο χώμα. Παρατήρησε πως οι γυναίκες, άνδρες , παιδιά, και κάποιοι γέροι έδειχναν ήρεμοι και ευτυχισμένοι. Στην αρχή σκέφτηκε ότι από ευγένεια δείχνουν στους Έλληνες εθελοντές , που ήρθαν να βοηθήσουν, ότι είναι καλά, να μην ανησυχούν για αυτούς τόσο πολύ. Τα προσφυγόπουλα ήταν όλα με ένα χαμόγελο στα προσωπάκια τους. Η Νάντια περίμενε να δει ανθρώπους δύστυχους, λασπωμένους μετά τη βροχή, κρυωμένους. Στο δρόμο προς την Ειδομένη όλο σκεφτόταν με φόβο, πως θα μπορέσει να αντικρίσει την ανθρώπινη τραγωδία;!

Είδε ανθρώπους περήφανους με αξιοπρέπεια. Μια γυναίκα την κοίταξε στα μάτια σαν να της έλεγε πως είναι πολύ καλά. Μέσα της είχε απεριόριστη ευτυχία που επέζησε. Αισθανόταν ηρωίδα που κατάφερε από το θάνατο και τον πόλεμο.
Τώρα όλοι αγαπούσαν και τη λάσπη, ήξεραν ότι μόλις βγει ο ήλιος, θα στεγνώσει, θα γίνει σκόνη, θα μείνει μόνο ο ήλιος. Η Νάντια ανακουφισμένη, ένιωσε σα να ήταν δεμένη με έναν μακρύ ομφάλιο λώρο με όλους αυτούς τους ανθρώπους γύρω, που ήταν ευτυχισμένοι μέσα στην υγρή λάσπη.

Στην επιστροφή η Αγγέλα, πολύ κουρασμένη, όλο έλεγε πως τους λυπάται, αυτούς τους ανθρώπους που βρίσκονται  στο πουθενά και είναι  δύστυχοι. Δεν την αντιμίλησε.
«Μα ήταν ευτυχισμένοι, τα πρόσωπα τους με ανοιχτά βλέμματα χωρίς φόβο πια.. Έμειναν ζωντανοί, αυτό είναι  όλο: να μείνεις ζωντανός! », σκέφτηκε, αλλά δεν είπε τίποτα στη φίλη της , την άφησε να στενοχωριέται  γιατί έτσι η Αγγέλα αισθανόταν πως  συμμετέχει στον πόνο των άλλων.
====
Είχε «μετρήσει» σχεδόν όλους τους επιβάτες σα να ήταν υπάλληλος της αεροπορικής εταιρίας. Της φάνηκε αστείο, αυτή η εμμονή που είχε να μετρά  τους επιβάτες της πτήσης. Ήταν 50, αλλά μπορεί και λίγο παράπονο  σε  αεροπλάνο των  300 θέσεων.
"Άραγε συμφέρει να μεταφέρεις τόσο λίγα άτομα;", σκέφτηκε ενώ στην ουσία ποτέ δεν ήξερε να μετρά κέρδη.   
Στην Ειδομένη είχε γνωρίσει ένα κορίτσι περίπου 12 χρονών. "Πάμε Γερμανία.  Εκεί μας περιμένουν, θα έχουμε από την αρχή επιδόματα - βοήθεια μέχρι που να μάθουμε γερμανικά, και μετά οι γονείς μου θα δουλέψουν, ενώ εγώ και ο μικρότερος μου αδελφός, μόλις φτάσουμε, θα πάμε σχολείο!» έλεγε το κορίτσι , κάνοντας όνειρα. Μιλούσαν στα γαλλικά,  που έμαθε το κοριτσάκι στη Συρία.  Και η Νάντια  ήξερε  πολύ καλά γαλλικά, τα οποία  είχε  σπουδάσει στο φιλολογικό τμήμα του Κρατικό Πανεπιστήμιο του Πιατιγκόρσκ.   Την ξάφνιασε το όνομα της μικρής - Σάρα, το όνομα της την προγιαγιά  της Νάντιας. Δεν την θυμόταν καλά – την προγιαγιά- , αλλά θυμόταν τις χειροποίητες κούκλες που της είχε φτιάξει. Έπαιζε μαζί τις πολλά χρόνια μέχρι που μεγάλωσε. Όλες οι τέσσερες κούκλες ήταν κορίτσια, αλλά με διάφορα φορέματα και διαφορετικούς χαρακτήρες. «Σε κάποιο κουτί στην αποθήκη του σπιτιού, στη Ρωσία πρέπει να είναι ξεχασμένες… Να πάω από κει, να τις βρω, να τις φέρω στην Ελλάδα!» σκέφτηκε με χαμόγελο.   Η μικρή Σάρα τη ρώτησε αν έχει παιδιά,  ήταν  έξυπνο και χαριτωμένο κορίτσι, δεν είχε χάσει ούτε τη μητέρα της ούτε τον πατερά ούτε τα αδέλφια της. Όλη η οικογένεια ήταν μαζί.  
«Ναι, έχω. Δυο παιδιά, είναι μεγαλύτερα από σένα. Κορίτσι και αγόρι και οι δυο σπουδάζουν στο πανεπιστήμιο», της είπε .
-----
Πίσω από τη τζαμαρία του αεροδρόμιου φαίνονταν τα αεροπλάνα που εφοδίαζαν με καύσιμα. Έδειχναν σα γουρουνάκια, καθαρά, χορτάτα. Πράγματι, το αεροπλάνο έχει μια μορφή που γαληνεύει το μάτι, τη στρογγυλάδα, που ‘έχει …  Αλλά αυτό μέχρι εκεί, ξαφνικά βάζουν τη δύναμη τους, ανεβαίνουν σαν πουλιά  στον ουρανό και τρέχουν σα σφαίρα, σκίζοντας τα σύννεφα και το χρόνο... Το αθώο αεροπλάνο γίνεται ένα κλειστοφοβικό όχημα που μεταφέρει φοβισμένους ανθρώπους από μια άκρη της Γης στην άλλη.
Από τον φόβο της πτήσης κάθε φορά η Νάντια κάτι ξεχνούσε. Μια φορά το διαβατήριο, άλλη φορά ξέχασε να ξυπνήσει  στην ώρα, και πριν χρόνια κατάφερε να χάσει ακόμα και  την πτήση ενώ ήταν ήδη στο αεροδρόμιο.
Πίστευε πως ο φόβος για τις πτήσεις εμφανίστηκε μετά το τραγικό δυστύχημα. Πριν πολλά χρόνια, το καλοκαίρι  στο Άντλερ, μετά την απογείωση .λίγα μετρά μακριά από την κεντρική  πλαζ ένα αεροπλάνο Ήταν γεμάτο ευτυχισμένους ξεκούραστους μαυρισμένους από τον ηλιοθεραπεία    ανθρώπους - παραθεριστές που επέστρεφαν σπίτια τους  από το καλύτερο θέρετρο.
Πήγε με τους φίλους της στην παραλία να δει την τραγωδία. Η θάλασσα ήταν χωρίς ίχνος κύματος.  Μια τρομακτική σιωπή παντού. Η πλαζ άδεια. Ακόμα και  τα πουλιά, οι γλαροί, εξαφανίστηκαν. Μέσα στη θάλασσα, πεντακόσια μέτρα μακριά από την ακτή, έπλεαν πολλά  σκάφη. Έψαχναν για τυχόν επιζώντες. Λίγοι άνθρωποι  στην παραλία έρχονταν και  γρήγορα έφευγαν. Κανείς δεν ήθελε να πιστέψει, πως περίπου 300 άνθρωποι χάθηκαν σε μια στιγμή μέσα στα σκοτεινά  νερά της θάλασσας.
Για πρώτη φορά τότε, η δεκαπεντάχρονη Νάντια  συνειδητοποίησε πως η ζωή μπορεί να αλλάξει σε ένα δευτερόλεπτο, και ότι είναι ματαιόδοξο να νομίζει κανείς, ότι μπορεί να την κουμαντάρει ...

Δεν είχε δει ποτέ πόλεμο. Η τύχη της γενιάς της.  Αλλά είχε δει έργα κινηματογραφικά για τον πόλεμο. Μια φορά στην ποιητική βραδιά  ξέσπασε σε λυγμούς όταν απάγγειλε ένα ποίημα του Σίμονωβ με τίτλο: «Περίμενε με» … ήταν γράμμα από το μέτωπο ενός  στρατιώτη στην αγαπημένη του. Άδοξα κατέβηκε από τη σκηνή, ντρεπόταν πολύ για την αδυναμία και την ευαισθησία της. Ήταν και το όνειρο που είδε έξι χρονών, ένα φρικτό όνειρο και δεν ξεχνιόταν. Μαζί με τον αδελφό της που τον είχε στην πλάτη, έφευγε από το θάνατο. Την κυνηγούσαν  φασίστες πάνω ένα τεράστιο όχημα. Ήταν μια κομπίνα. Οι φασίστες με κάσκες ήθελαν να τους σκοτώσουν με αυτόματα όπλα.  Ο μικρότερος  αδελφός της από φόβο έσφιξε με τα χεράκια του το λαιμό της. Ο φόβος της σφαίρας ήταν μεγαλύτερος από  την ασφυξία, που ένιωσε. Τον φόβο της φυγής από το θάνατο δεν ξεχνούσε  για πολλά χρόνια. Μόνο όταν μεγάλωσε και γέννησε το πρώτο της παιδί,  εξατμίσθηκε ο φόβος από αυτό το όνειρο.    
Η διαδρομή της ζωής του ανθρώπου γίνεται  γύρω του. Συνέχεια κάνουμε κύκλους, ενώ νομίζουμε ότι πάμε κάπου ευθεία..  Μια βλέπουμε νότια, μια βόρεια, μια ανατολικά , μια δυτικά…Δεν έχει τέλος, όμως.

Στο αεροπλάνο η Νάνται συνήθως καθόταν στο διάδρομο για περισσότερη ελευθερία. Θυσίαζε τη θέση στον παράθυρο με θεά τον ουρανό και τα  ωραία πυκνά  σύννεφα που μοιάζουν βουνά και παρχάρια μέσα στην ομίχλη. Οι περίπου πενήντα επιβάτες σκορπίστηκαν στο άδειο αεροπλάνο…Το αεροπλάνο ανέβηκε γρήγορα στο απέραντο του ουρανού και σταθεροποίησε την ταχύτητα του.  
«Ο δρόμος για τον Παράδεισο από εδώ πάνω, από τα σύννεφα, είναι πιο κοντινός», σκέφτηκε και έκλεισε τα μάτια.
Στην ίδια σειρά, στο παράθυρο,  καθόταν ένας νεαρός με μουστάκια και γένια. Διάβαζε ένα βιβλίο. Μισάνοιξε το αριστερό της μάτι να  δει ποιο καλά  τον τριχωτό νεαρό. Δεν έμοιαζε τίποτα.  Ούτε αναρχικό - επαναστάτη, ούτε θα  έλεγε «μάγκα», ούτε ιερέας.
Ο νεαρός έπιασε  το κρυμμένο της βλέμμα, γύρισε και την χαμογέλασε.
"Έχει καλό χαμόγελο, πρέπει να’νε καλό παιδί,» σκέφτηκε και αποκοιμήθηκε...
Πέρασε περίπου μια ώρα και  την ξύπνησε ο νεαρός. Την άγγιξε τρυφερά στο ώμο, ζητώντας να τον αφήσει να βγει από την θέση, να πάει τουαλέτα. Όταν γύρισε της είπε: «Ξανά σας ζήτω συγγνώμη, που σας ξύπνησα, κοιμόσαστε   πολύ καλά, σας είδα, αλλά έπρεπε να βγω. Με λένε Νικόλα, εσάς;
-Νάντια.
-Από που προέρχεται;
-Από Ναντέζντα
-Ακόμα πιο σπάνιο, πρώτη φορά το ακούω...
- Είναι ρωσικό όνομα.
-Ααα, είπε ο νεαρός. Κατάλαβα, είσαστε Ρωσίδα!
-Όχι, είμαι Ελληνίδα που γεννήθηκα στη Ρωσία.

Ο Νικόλας χαμογέλασε συγκαταβατικά.

Η Νάντια δεν είχε όρεξη για συζήτηση,  αλλά ήθελε να του εξηγήσει τί σημαίνει το  όνομα της:
-Το Νάντια είναι από  Νατέζντα, που  σημαίνει «Ελπίδα».
- Γιατί δεν το αλλάξατε; Μπορούσατε να το αλλάξετε!
- Ναι, αλλά όταν πήρα την ιθαγένεια, το κράτησα. Το  «Ελπίδα» είναι ωραίο, αλλά ασυνήθιστο για μένα όνομα, κράτησα αυτό που συνήθισα από μικρή. Όλος ο κόσμος με ξέρει «Νάντια», δεν ήθελα να είμαι κάποια άλλη.

-Σίγουρα, είναι πιο εύκολο να έχουμε ονόματα με τα οποία μας φώναζαν όταν είμαστε μικρά, τότε δεν χανόμαστε,  είμαστε πιο ασφαλείς, πιο ευτυχισμένοι, είπε ο νεαρός .

-Φυσικά, χαμογέλασε στο νεαρό, που όλα τα καταλάβαινε σωστά.  Έβγαλε από τη τσάντα της  τη μάσκα ματιών.  Αμέσως δημιουργήθηκε «τοπικό» σκοτάδι. Ένα σκοτάδι που μπορεί πάντα να φύγει, μόλις το θελήσεις. Ένιωσε  ευτυχισμένη που τώρα θα  κοιμάται, ενώ το αεροπλάνο, θα σκίσει τον ουρανό με  ταχύτατα «του φωτός»,  να την  πάει   γρήγορα  στον προορισμό.

==
Σοφία Προκοπίδου,
Θεσσαλονίκη, 2016.10.10









Οι γάτες της Zήνας

  Η Ζήνα και οι γάτες της - Εκτός που τον βρήκα αγκαλιά με την οικιακή μας βοηθό, αργότερα μαθαίνω, ότι έχει σχέση εδώ και πέντε μήνες ...