Ο πατέρας της Αντιγόνα επέμενε ότι θυμάται λίγες τραγωδίες από την εξορία της οικογένειας τους το ‘42.
Τίποτα δεν τον φόβισε, ούτε η έλλειψη της τροφής, ούτε οι αρρώστιες και ο καθημερινός κίνδυνος, ακόμα και οι πεθαμένοι, που τα πτώματα τους έμειναν μέρες στα βαγόνια μαζί με τους ζωντανούς, μέχρι το επόμενο σταθμό, δεν τον φόβιζαν.
Η στέπα ήταν ατελείωτη, χωρίς πόλεις, χωριά και σταθμούς. Το φθινόπωρο μύριζε χειμώνας. Οι πεθαμένοι ήταν παρέα με τους ζωντανούς σα να ήταν ζωντανοί και οι ζωντανοί, σα να ήταν πεθαμένοι….κανένας δεν είχε πια αισθήσεις, όλοι αφέθηκαν στη μοίρα τους, και στον Θεό.
Τότε, το ’42, το Βάνια τον είχε καταλάβει η χαρά του ταξιδιώτη. Μέσα του έκρυβε έναν ερευνητή που θα ήθελε να μάθει όλα όσα συμβαίνουν σ΄ αυτόν τον πλανήτη.
Και χρόνια μετά πολλές φορές τηλεφωνούσε στην Αντιγόνα και ρωτούσε: «Δες στο ιντερνέτ, πόσο στάρι παράγει η Ελλάδα. Και πόσο εισάγει. Πρέπει οπωσδήποτε να το πω στο καφενείο σήμερα το βράδυ. Εκεί λένε ότι η Ελλάδα δεν εισάγει σιτάρι και ζει από τη παραγωγή της. Τους λέω, ότι καμία χώρα δεν παράγει όσο χρειάζεται, ιδίως η Ελλάδα! Δεν με πιστεύουν στο καφενείο, σε παρακαλώ, βγάλε στοιχεία, και γρήγορα!» Έκανε σαν μικρό ανυπόμονο παιδί.
Στο καφενείο δεν του άρεσε να παίζει χαρτιά ούτε τάβλι, ήξερε καλά να παίζει μόνο σκάκι, άλλα δεν εύρισκε στο χωριό συμπαίκτες. Μόνο ένας συμπατριώτης του ο Γκεόργι ήξερε σκάκι. Και αυτός δεν ερχόταν τακτικά, μόνο όταν ήθελε να πιει. Πιωμένος ερχόταν στο καφενείο, και ο Γιάννης δεν άντεχε τη δυσάρεστη αναπνοή του από τη βότκα και τα φτηνά τσιγάρα. Ο ίδιος είχε σταματήσει το κάπνισμα πέντε χρόνια πριν, όταν αισθάνθηκε πως είναι πλέον γεμάτος από νικοτίνη, και δεν μύριζε πια το φρέσκο αέρα του Φιλύρου.
Ο Βάνια έπαιζε σκάκι με το Γκιόργκι και δεν κρατιόταν, τον μάλωνε, και του έλεγε να μη πίνει πολύ στην ηλικία του.
Ο Γκιόρκι τον άκουγε, δεν αντιμιλούσε, τον κοιτούσε με ένα ενοχικό βλέμμα άτακτου παιδιού, καμιά φορά κάτι μουρμούριζε. Ήταν αφελής άνθρωπος, στα εβδομήντα πέντε του εργαζόταν σκληρά ως εργάτης οικοδόμος, ενώ ο Βανια δεν χρειάστηκε να βγει στο μεροκάματο, είχε φέρει χρήματα από τη Ρωσία. Κάποιες φορές ο Γκιόργκι θύμωνε και δεν ερχόταν για μέρες στο καφενείο, αφήνοντας το Βάνια στη μοναξιά μέσα στους ντόπιους θαμώνες … Ήταν η τιμωρία του.
Τα βράδια το καφενείο βούιζε από φωνές, σα να ήταν σιδηροδρομικός σταθμός πριν την αναχώρηση των τρένων με την διαφορά, ότι εδώ κανένας δεν βιαζόταν να φύγει, και δεν έχανε το τρένο του, εδώ όλα ήταν στάσιμα, και η φασαρία ήταν για την φασαρία. Ο κάθε ένας φωνάζοντας ήθελε να επισημαίνει την ύπαρξη του σε αυτό το κόσμο. Άλλες φορές μέσα σ’ αυτό το βουητό, το Βάνια τον έπιανε νοσταλγία : «Θα φύγω πίσω, στην Ρωσία, εδώ με ποιον θα μιλήσω, με ποιον θα κάνω παρέα;». Είχε μεγάλη ανάγκη να μιλήσει, να προβληματιστεί, αλλά ελληνικά δεν έμαθε καλά, και δεν προσπάθησε, πιστεύοντας ότι αρκούν τα ποντιακά. Ακόμα και γλωσσολογικά ζητήματα τον ενδιέφεραν, ειδικά, οι έννοιες των λέξεων και η προέλευση τους. «Α, κατάλαβα τώρα, γιατί λένε … «για σου» - «στην υγειά σου!» πολύ σωστό, έτσι χαιρετάμε και στα ρώσικα «ζντράβστβουϊ» που σημαίνει «να είσαι πάντα γερός! Τελικά όλοι οι άνθρωποι σκέπτονται τα ίδια και με το ίδιο τρόπο, αλλά γιατί τα λένε διαφορετικά και δεν καταλαβαίνουν ένας τον άλλον;» αναρωτιόταν.
Καθόταν μόνος στο τραπεζάκι του καφενείου, κοιτούσε με αυστηρό βλέμμα το γύρω κόσμο, τους ντόπιους έλληνες, που έπιναν το καφεδάκι τους, κουτσομπόλευαν τους γείτονες, σχολίαζαν τα πολιτικά και τους πολιτικούς, παίζανε χαρτιά. Τα γεράματα τους ήταν καλά, οι περισσότεροι είχαν τις συντάξεις τους, τα σπίτια τους, τους γιατρούς τους.
Και στο Βάνια όλα πήγαν δόξα τον Θεό, καλά, αλλά δεν έβρισκε έμπνευση και χαρά σ’ αυτήν την χώρα. Μια έλεγε «καλοί-κακοί εδώ γύρο μου όλοι Έλληνες είναι, δικό μας αίμα, ενώ εκεί (εννοούσε την Ρωσία), σαν ξένοι ήμασταν. Εδώ παντού ελ-λη-νι-κά ακούω! Δεν τα καταλαβαίνω όλα, αλλά μ’ αρέσει μόνο να τα ακούω! Την άλλη στιγμή πάλι άλλαζε γνώμη, και επέμενε ότι έκανε μεγάλο λάθος που έφυγε από την Ρωσία. «Όλα εδώ στην Ελλάδα είναι ακαταλαβίστικα. Οι παπάδες με ράσα καπνίζουν τσιγάρα στο δρόμο, και δεν ντρέπονται. Οι πολιτικοί βρίζουν ένας τον άλλον και μετά αγκαλιάζονται, σα είναι όλοι από ένα κόμμα, οι νεολαία δεν σέβεται τους μεγάλους στα λεωφορεία, ο κόσμος δεν αγαπάει τα ζώο, και το χωριό γέμισε αδέσποτα σκυλιά των μετανιωμένων ζωόφιλων. Απάνθρωποι! –έλεγε ο Βάνιας γιατί λυπόταν όλα τα ζωντανά ακόμα και τις αράχνες, έλεγε ότι κ αυτές είναι ένα μέρος του οικοσυστήματος και δεν πρέπει να τις σκοτώνουμε.
Οι γονείς της Αντιγόνης καθημερινά μαγείρευαν μεγάλη κατσαρόλα σκυλίσιου φαγητού που το άφηναν πίσω από τα κάγκελα της αυλής τους σε ένα τενεκέ. Δεν άφηναν τα σκυλιά να μπαίνουν μέσα στην αυλή, για να μη σπιτωθούν.
Η Βάλια, η γυναίκα του, του έλεγε να μη γκρινιάζει: «Όλοι οι φίλοι σου είναι τώρα στην Ελλάδα, και όταν θα πεθάνεις θα έρθουν στην κηδεία σου. Αθήνα, Δράμα, Κομοτηνή, Αλεξανδρούπολη». Ενώ στη Ρωσία δεν έχεις πια κανέναν, - έλεγε.
Και τότε το Βάνια έπιανε υστερία : «Όταν θα πεθάνω, καθόλου δεν θα με νοιάζει ποιος θα έρθει στην κηδεία μου! Μόνο για τον εαυτό σου σκέφτεσαι, πως θα οργανώσεις την κηδεία μου, και τι θα πει ο κόσμος! Κατάλαβε το, δε θα με νοιάζει ποιοι θα με θάψουν! Θα φύγω, θα φύγω στη Ρωσία!».
Όταν σε μερικά χρόνια και οι δυο σκοτώθηκαν σε τροχαίο στο θανατηφόρο Μαλιακό, στην κηδεία τους ήρθε πάρα πολύς κόσμος, Γρήγορα έμαθαν από τις τηλεοράσεις ότι ο Βάνια και η Βάλια έφυγαν τραγικά. Ήταν τα 131α θύματα του συγκεκριμένου καταραμένου δρόμου από τη Θεσσαλονίκη προς την Αθήνα. Μαζί τους ήταν και η νονά της Αντιγόνα, η Νάντια. Παρέα έφυγαν και στην αιωνιότητα. Το μόνο παρήγορο ήταν ότι έφυγαν ευτυχισμένοι. Στην πόλη της Κατερίνης από όπου πέρασαν για να πάρουν μαζί τους την αγαπημένη τους φίλη, τη Νάντια έριξαν τόσο γέλιο, θυμήθηκαν τα παλιά χρόνια τους στο Καζακστάν, τις πλάκες που έκαναν.
Η Αντιγόνα αισθανόταν ενοχές για το θάνατο τους γιατί πάντα τους έλεγε να μη κάθονται σπίτι με γκρίνια, να ταξιδεύουν σε όλη την Ελλάδα. Αλλά τα τελευταία δυο χρόνια ο Βάνια δεν πήγαινε πουθενά παρόλο που έλεγε ότι θέλει να φύγει και δεν ήξερε που να πάει… Πιθανόν ήταν η κατάθλιψη που καταλαμβάνει τον άνθρωπο, όταν μετά από πολύ καιρό φτάνει στο τέλος του ονείρου του, στο τέλος μιας ιστορίας ή ενός παραμυθιού.
Στην κηδεία τους η Αντιγόνα κατάφερε μέσα στη θλίψη να φωνάξει έναν λυράρη που συγκίνησε βαθύτατα, έφερε οδύνη, κι ο κόσμος έκλαψε με όλη του ψυχή, πενθώντας το Βάνια και τη Βάλια και την κακή τους μοίρα.
Αλλά το μεγαλύτερο πλήγμα για το Βάνια ήταν ο γιος του ο Χάρης, πολλά χρόνια χρήστης ναρκωτικών, που βρισκόταν στις ελληνικές φυλακές. Δεν έγινε καλά στην Ελλάδα, όπως το περίμενε. «Εδώ τα ναρκωτικά κυκλοφορούσαν σχεδόν ελεύθερα έπρεπε να πηγαίναμε στο Φεγγάρι, για να γλιτώναμε το κακό»…, - έλεγε με πικρή ειρωνεία ο Βανιας. Ο Χάρης δεν άλλαξε στην Ελλάδα, όπως ήλπιζε, και ντρεπόταν πολύ γι αυτό.
Μέσα σε όλα αυτά που τον στενοχώρησαν στην Ελλάδα, ο Βανιας μια μέρα και για πρώτη φορά μίλησε για την εξορία τους το ‘42. Μέχρι τότε δεν έλεγε ποτέ τίποτα. Ποτέ δεν είχε όρεξη να μιλάει γι αυτές τις τραγικές περιπέτειες που σημάδεψαν τις ζωές ολόκληρου λαού.
Ήταν μια μέρα – Κυριακή, ήρθαν στο σπίτι τους οι φίλοι, η Λήδα και ο Κώστας , ήρθαν και τα παιδιά τους, όλοι μαζεύτηκαν στο τραπέζι, έφαγαν καλά και ήπιαν λίγο κρασί και βότκα. Μετά ο Γιάννης έφερε από τη κρεβατοκάμαρα την ποντιακή λίρα –τον κεμεντζέ. Τις χορδές τις τέντωσε όπως ήθελε και άρχισε να παίζει και να τραγουδάει δικούς του στοίχους. Έφυγε ο θυμός, και εξέπεμπε φως και μια απεριόριστη χαρά το πρόσωπο του. Ήταν πλέον κάπου αλλού. Μισόκλεινε τα μάτια του σαν να είχε πάρει ένα φάρμακο χαλαρωτικό και έφευγε – έφευγε… Ήταν από λίγες φορές που αισθανόταν απόλυτα ευτυχισμένος και γαλήνιος.
Εκείνη την Κυριακή ο Βάνιας τραγουδούσε και τραγουδούσε, έβγαζε τα λόγια από την ψυχή του. Ένα πικρό μακρύ δάκρυ κατέβηκε από το αριστερό του μάτι. Δεν το σκούπισε. Την ίδια μέρα για πρώτη φορά μίλησε και για τα παιδικά του χρόνια και την εξορία τους.
Η Αντιγόνα πάντα ήθελε να μάθει την ιστορία αυτή και πολλές φορές ρωτούσε και τη γιαγιά Μαρία, τη «μάμα», για όσα είδε και όσα πέρασε στην ζωή της. Η μάμα αμέσως κατέβαζε το κεφάλι της σα να περίμενε μια μπουνιά από πίσω, χαμήλωνε τη φωνή της και σχεδόν ψιθυριστά έλεγε: «Ήταν άσχημα χρόνια, μη με ρωτάς πολλά, και δε θυμάμαι τίποτα, τι να σου πω;» Εκεί σταματούσε όλη η κουβέντα, μετά έβρισκε πάντα κάτι να κάνει και εξαφανιζόταν. Η Αντιγόνα δεν επέμενε να την ενοχλήσει ξανά, γιατί φοβόταν μη φάει ξύλο, ήταν πολύ αυστηρή η μάμα.
Τα σπασμένα τζάμια
Ο μικρός Βάνιας όταν άκουσε ότι όλοι από το χωριό φεύγουν κάπου μακριά, πήδηξε από την χαρά του. Αμέσως φαντάσθηκε πως θα δει τρένα, αυτοκίνητα, καράβια, αεροπλάνα και κόσμο, πολύ κόσμο. Έτσι ακριβώς και έγινε: φεύγανε από το χωριό Λέσνογιε με φορτηγό - ο ένας πάνω στον άλλο - μέχρι το Άντλερ και το Σουχούμι, απ’ κει με το τρένο μέχρι το Μπακού. Στην Κασπία θάλασσα τους φόρτωσαν στο καράβι.
Το καράβι το συνόδευαν αεροπλάνα για να μη το βομβαρδίζουν τα γερμανικά αεροπλάνα, Μετά πάλι ήταν φορτηγά, τρένα, στην Καλμικία, στο Καζακστάν, Τουρκμενιστάν μέχρι και τη Σιβηρία.
Κανένας στο χωριό Λεσνόγιε δεν ήξερε που θα τους πάνε οι ένοπλοι ρώσοι στρατιώτες με τα σκυλιά . Μόνο ο δάσκαλος ο Παναγιώτης ήξερε: «Στο Καζακστάν μας πάνε, εκεί θα ζήσουμε, μακριά από τη Μαύρη θάλασσα», - είπε στη Μαρία, τη μάνα του Βάνια. Ο δάσκαλος δεν μιλούσε πολύ για το ταξίδι αυτό, δεν ήθελε και να απαντάει στις πολλές ερωτήσεις που του έκαναν, φαινόταν πολύ στεναχωρημένος, τα γαλανά του μάτια σκοτείνιασαν πολύ και έγιναν σα μαύρα.
Ο Βάνιας μόλις πήγε στο δημοτικό σχολείο, δεν πρόλαβε καλά-καλά να γνωρίσει τον δάσκαλο, αλλά πρόλαβε να τον συμπαθήσει γιατί αυτός θα τους μάθανε ρώσικα γράμματα. Ο Βάνιας στα ρώσικα ήξερε μόνο τρις λέξεις : «ντομ» - σπίτι, «λες»- δάσος και «τετράντ»- τετράδιο και αυτές είχαν ελληνική προέλευση, απλά δεν το είχε καταλάβει τότε, αλλά πολύ αργότερα όταν άρχισε σα μανιακός να ψάχνει παντού ελληνικά στοιχεία.
Το 1942 ο Βάνιας δεν ήξερε ρώσικα και δεν καταλάβαινε τι έλεγαν οι ρώσοι στρατιώτες. Κανένας δεν καταλάβανε ρώσικα, μόνο ο δάσκαλος Παναγιώτης, που έκανε και το μεταφραστή.
Ο πατέρας έλεγε, ότι δε θυμόταν ούτε τα δάκρια και τα μοιρολόγια των γυναικών και των γέρων, που έκλαιγαν πικρά, έλεγαν πως ήρθε στη ζωή τους η νέα συμφορά. Στο χωριό έμειναν μόνο γυναίκες με παιδιά και ηλικιωμένοι. Πέντε χρόνια πριν, είχαν συλλάβει όλους τους άνδρες και τους έβαλαν στις φυλακές, όπως έλεγαν. Λέγανε επίσης ότι τους συλλάβανε γιατί έβαζαν τον Θεό πάνω απ’ όλα, ακόμα πάνω και απ’ τους κομμουνιστές. Οι κομμουνιστές - είναι γνωστό - δεν πίστευαν στο Θεό γιατί είχαν το δικό τους Θεό - τον αρχικομμουνιστή – το Λένιν. «Άλλο ο Θεός, άλλο ο Λένιν»,- είπε ο Παντελής, ο πατέρας του Βάνια, και τον πήραν την άλλη μέρα στην φυλακή.
Ο Βάνιας δε θυμόταν τον πατέρα του, ήταν μόλις τριών χρόνων, όταν τον πήραν οι καγκεμπίστες. Ήταν πολύ ήσυχος και αμίλητος άνθρωπος, αλλά πεισματάρης, ήταν πολύ πεπεισμένος ότι μια μέρα θα φύγει στην Ελλάδα και δεν κρύφτηκε στο δάσος.
«Γιατί να κρυφτώ, δεν έκανα τίποτα κακό σε κανέναν. Θα φύγουμε στην Ελλάδα, έτσι και αλλιώς, θα έρθει ένα καράβι και θα μας πάρει» - έλεγε στη γυναίκα του.
Τον συλλάβανε, σα να ήταν κλέφτης ή δολοφόνος. Στη φυλακή πέθανε από πνευμονία, - έτσι έγραφε το επίσημο έγγραφο που λάβανε μετά από 20 χρόνια…
Ο Βανιας θυμόταν μόνο, πως η μητέρα του πριν να αφήσουν το χωριό Λεσνόγιε, πρόλαβε και έσφαξε ένα γουρουνάκι, για να πάρει το κρέας μαζί τους και έσπασε όλα τα τζάμια των παραθύρων, να μη μπει κανένας ξένος μέσα. Όλοι πίστευαν ότι θα επιστρέψουν σύντομα.
Και το μεγάλο πλεκτό σάλι θυμόταν ο Βάνιας, σ’ αυτό το σάλι ήταν τυλιγμένος όλο το χειμώνα. Πολλές φορές στους σιδηροδρομικούς σταθμούς τον διώχνανε από τις ανδρικές τουαλέτες, νομίζοντας ότι είναι κορίτσι, τον διώχνανε και από τις γυναικείες τουαλέτες, όταν τον βλέπανε που κατούραγε όρθιος.
Στη διαδρομή προς τον τόπο εξορίας κανένας δεν σκεφτόταν το μέλλον, σκέφτονταν μόνο την κάθε στιγμή, και το μόνο που φρόντιζαν με όλες τις δυνάμεις τους ήταν να διώχνουν το θάνατο. Ήταν μοναδικός σκοπός, το μεγάλο στοίχημα – να μη πεθάνει κανείς. Κάθε μέρα αρρώσταινε κάποιος. Η κόρη της Παρθένας έβγαλε μεγάλο πυρετό, ήταν πνευμονία και το κορίτσι πέθανε πολύ γρήγορα. Μετά έφυγε και η Παρθένα, αφήνοντας τα άλλα τρία της παιδιά στα χέρια των ζωντανών. Η Μαρία, μέσα σ’ αυτό το χάος , φρόντιζε να μη χαθούν ο ένας από τον άλλο και να μείνουν όλοι ζωντανοί. Την πείνα, το κρύο και τις αρρώστιες τα έδιωχναν με τις καθημερινές προσευχές τους προς τον Θεό, το Σωτήρα, τον Χριστό και την Παναγιά.
Στην Άλμα-ατά τη Μαρία με τα δύο παιδιά φιλοξένησε για λίγες ημέρες μια οικογένεια Ποντίων που ζούσαν εδώ ως «κουλάκοι», εξόριστοι από το 1933, πλούσιοι αγρότες που δεν ήθελαν να παραδώσουν στο κολχόζ την ιδιοκτησία τους.
Ο πατέρας της μάνας της Αντιγόνα , ο Χαράλαμπος, ήταν πρόεδρος στο κολχόζ και δεν είχε να παραδώσει στο κράτος τα απαιτούμενα από το κολχόζ προϊόντα. Το μοιραίο λάθος του ήταν η απάντηση που έδωσε όταν τον ρώτησαν γιατί δεν εκτελεί την εντολή του κόμματος. Έπρεπε να απαντήσει «Το σιτάρι, και άλλα αγροτικά προϊόντα υπάρχουν στα σπίτια των αγροτών, αλλά είναι κρυμμένα, κι εμείς θα ψάξουμε και υπόσχομαι ότι θα τα κατασχέσουμε, μόλις βρούμε!». Ο Χαράλαμπος είπε την πικρή αλήθεια , ότι «στο χωριό δεν υπάρχει ούτε ψωμί, ούτε αυγά. Είπε στα ίσα ότι ο κόσμος πεθαίνει από την πείνα».
Η λάθος απάντηση του στοίχισε την ζωή του. Τον συλλάβανε – ήταν το 1937- και την ίδια μέρα τον πήγανε στο Κρασνοντάρ, στη μεγάλη πόλη, και από τότε κανένας δεν ήξερε τι απέγινε ο Χαράλαμπος. Μετά ήρθε ένα χαρτί στην οικογένεια ότι πέθανε. Κανένας δεν το πίστεψε, αλλά το δεχτήκανε, και μόνο το ‘53 μάθανε την αλήθεια, ότι την άλλη μέρα της σύλληψης του, μετά από την ανάκριση του στην Κα-Γκε-Μπέ, τον σκότωσαν μπροστά στον τοίχο μαζί με άλλους τρεις προέδρους των κολχόζ. «Καλύτερα έτσι, δεν βασανίστηκε πολύ όπως εμείς»- είπε η γυναίκα του, η Άννα, όταν έμαθε αυτές τις λεπτομέρειες από τον Ευθύμιο Σαββουλίδη, που ήταν στην ίδια φυλακή. Ο Ευθύμιος ήταν από τους λίγους που επέζησαν, και αυτό, όπως επεσήμανε πάντα ο ίδιος, ήταν το θέλημα του Θεού. Ήταν πολύ πιστός, το Ευαγγέλιο ο Εφήμ δεν το άφηνε από τα χέρια του ούτε λεπτό. Ακόμα και την ώρα της ανάκρισης ο αξιωματούχος - καγκεμπίστας νευρίαζε πολύ, αλλά δεν τόλμησε να κατασχέσει το Ευαγγέλιο. Κάποια δύναμη τον σταματούσε να το κάνει, ποιός ξέρει, μπορεί βαθιά στην ψυχή και αυτός ήταν να πιστός χριστιανός.
Ο Ευθύμιος επέμενε ότι ήταν το θέλημα του Θεού να μείνει ζωντανός στις σταλινικές φυλακές. «Εγώ δεν φοβήθηκα ούτε λεπτό, πίστευα ότι θα γλιτώσω – εξιστορούσε την περιπέτεια του στις φυλακές της ΚαΓκε-Μπε. Ο Εφίμ τελικά είχε κάνει μακρόχρονη ζωή, αφού σχεδόν στα ενενήντα πέθανε και όπως ήθελε και έγινε αυτό στην Ελλάδα, όπου έφτασε με τα εγγόνια του.
Ο πατέρας της Αντιγόνα, ο Βάνια δεν θυμόταν τίποτα κακό ή τραγικό από το ταξίδι της εξορίας τους. Η Αντιγόνα απορούσε: «Καλά δεν πεινούσες; δεν έκλαψες από τον πόνο; δεν φοβήθηκες;». «Όχι, - έλεγε,- Θυμάμαι πως ζητιάνευα και δεν ντρεπόμουν καθόλου, ενώ η αδελφή μου η Ελένη δεν μπορούσε να το κάνει».
Η Αντιγόνα ήξερε τον πατέρας της ως άνθρωπο πολύ διακριτικό, και σεμνό. Ακομα και στους γάμους ντρεπόταν να φανεί πεινασμένος, και όταν επέστρεφε στο σπίτι του αργά τη νύχτα, κάθε φορά ξυπνούσε τη μάνα του ή τη γυναίκα του και ζητούσε να του στρώσουν τραπέζι. «Καλά Βάνια, στη χαρά ήσουν, δεν έφαγες!»,- γκρίνιαζε η γυναίκα του.
«Είναι καλό καμιά φορά να πεινάσεις στη ζωή σου, η πείνα δυναμώνει τις ψυχικές σου ικανότητες και αντοχές»- έλεγε ο Βάνιας στα τραπέζια με τους φίλους με μπόλικους μεζέδες από χαβιάρι, βρασμένα κρέατα και τουρσιά.
Στο μεγάλο σταθμό του Νοβοσιμπίρσκ, στην καρδιά της Σιβηρίας η Μαρία με τα δύο της παιδιά της και ακόμα επτά οικογένειες από το χωριό τους έμεναν έναν ολόκληρο μήνα. Ήταν Νοέμβριος του 1942. Περίμεναν το τρένο που θα τους πήγαινε στον τόπο προορισμού. Το κτίριο του σιδηροδρομικού σταθμού ήταν ένα μέγαρο με κολόνες, με γλυπτά και με μαρμάρινα πατώματα. Όλοι κοιμόντουσαν κάτω στα μάρμαρα. Ο Βάνιας, τυλιγμένος στο μάλλινο πλεκτό σάλι της μάνας του, δεν καθόταν ούτε λεπτό ήσυχος. Όλο εξαφανιζόταν, έλειπε πολλές ώρες, μετά γυρνούσε με γεμάτες τσέπες ψωμί . Έτσι, γλύτωνε το ξύλο για την πολύωρη εξαφάνιση του. Το ψωμί που έφερνε το τρώγανε όλοι, αλλά ποτέ δεν άκουσε από κανέναν ένα «ευχαριστώ». Αυτή «η αγένεια» τον πλήγωνε, θύμωνε, αλλά δεν έλεγε τίποτα. Καθόταν λίγο, κοιτάζοντας όλους να μασάνε την τροφή που τους έφερνε και μετά βαριόταν πάλι, έλεγε ότι πάει τουαλέτα και έφευγε για περιπέτειες. Τις στιγμές αυτές ο Βάνια δεν τις ξεχνάει, γιατί του είχαν αποκαλύψει πολλά καινούρια πράγματα και τον άγνωστο γι αυτόν κόσμο.
Μια φορά γνώρισε ένα στρατιώτη χωρίς πόδια, που καθόταν σε μια ξύλινη καρότσα και ζητιάνευε. Ο Βάνιας τον λυπήθηκε, δεν σκέφτηκε πολύ, και του έδωσε όλο το ψωμί που είχε μαζέψει. Ο στρατιώτης δάκρυσε, χάιδεψε το κεφάλι του Βάνια σκεπασμένο με το μάλλινο σάλι, κάτι του είπε στα ρώσικα, ο Βάνιας δεν κατάλαβε τίποτα, και έφυγε βιαστικά.
Άλλη μια φορά άκουσε πυροβολισμούς και έτρεξε να δει. Τον έπιασε ένας άνδρας και τον έσπρωξε κάτω. Είδε πως δυο άτομα κρύφτηκαν πίσω από ένα βαγόνι. Όταν σηκώθηκε, μπροστά του φύτρωσαν τρεις άνδρες με στολές. Κάτι φώναζαν, ο Βάνιας έφυγε και μπήκε στο κτίριο του σταθμού. Ποτέ δεν χανόταν, πάντα έβρισκε τους δικούς του, μόνιμα ξαπλωμένους στο πάτωμα σα να είχαν κολλήσει στο κρύο αυτό μάρμαρο. Μόνο μια φορά κατάλαβε ότι θα είχε χαθεί από την οικογένεια του, και ίσως για πάντα, όταν βρέθηκε σε μια ουρά παιδιών που κάτι περίμεναν. Νόμιζε ότι μοιράζουν τροφή και πήρε τη σειρά. Μετά αντιλήφθηκε ότι στην ουρά ήταν μόνο παιδιά σαν αυτόν και μεγαλύτερα. Δεν άργησε να καταλάβει ότι εδώ ψωμί δεν θα πάρει, άλλα γίνεται κάτι άλλο. Όταν έφτασε η σειρά του και τον άρπαξε μια χοντρή γυναίκα με πολύ δυνατή φωνή και τον έσπρωξε μέσα στο δωμάτιο, λέγοντας κάτι, φοβήθηκε. Ήταν η επιτροπή που μάζευε τα άστεγα ορφανά παιδιά για τα ορφανοτροφεία. Ο Βάνιας γλίστρησε από τα χέρια της χοντρής και έτρεξε πολύ γρήγορα για να μην τον πιάσουν. Βρήκε τη μάνα του ξαπλωμένη όπως πάντα στο πάτωμα και βούτηξε μέσα στα παπλώματα. Η Μαρία άρχιζε να τον ρωτάει. «Ρίζαμ, ντο έντονε;»- τι έγινε μωρό μου; Και ο Βάνια δεν ήξερε τι να πει, γιατί απλά δεν ήξερε. Τον έπιασαν τα κλάματα, μετά ξέσπασε σε λυγμούς, και αντί για παρηγοριά έφαγε χαστούκι από τη μάνα του. «Για να μη απομακρύνεσαι για πολύ ώρα!», - του είπε. Τότε σταμάτησε να κλαίει και αμέσως κοιμήθηκε στη ζεστή αγκαλιά της μάνας του σα να ήταν βρέφος.
«Αν θα με έπαιρναν στο ορφανοτροφείο, θα ήμουν κάπου άλλου και θα είχα άλλη ζωή,- έλεγε μετά στα παιδιά του. Ξέρεις πόσα παιδιά χάθηκαν στον πόλεμο και στην εξορία!»- έλεγε. Και τότε ίσως δεν θα μάθαινα ποτέ ότι ήμουν γεννημένος έλληνας, και οι μνήμες μου θα ήταν άλλες».