Όπως χθες και προχθές η Έλλη ξύπνησε αργά. Όταν φοβόταν - κρυβόταν στον ύπνο. Όταν φοβόταν, προσπαθούσε να μικρύνει την ημέρα. Πήγαινε για ύπνο πολύ αργά. Το βράδια, ο χρόνος φεύγει γρηγορότερα. Μέχρι αργά έβλεπε ταινίες νουάρ, έργα που αποκαλύπτουν την εύθραυστη ανθρώπινη ψυχή μέσα από τις ερωτικές σχέσεις. Ακόμα περίμενε να της έρθει ένας κεραυνοβόλος έρωτας. Θύμωνε με τον εαυτό της, που μετρούσε τα χρόνια της ζωής της από έρωτα στον έρωτα. Σαν να μην υπήρχαν άλλες ωραίες στιγμές. Δουλειά, καριέρα με πολύ εργασία και με επιτυχία. Αλλά ο πραγματικός χρόνος ζωής της ήταν μόνο αυτός, όταν αγαπούσε…
Σηκώθηκε γρήγορα από το κρεβάτι και βγήκε στο μπαλκόνι. Ευτυχώς, έχει μεγάλο μπαλκόνι , ευτυχώς, έμενε ψηλά και έβλεπε την πόλη που άδειασε ξαφνικά το τελευταίο μήνα. Μια πόλη άδεια από ανθρώπους και αυτοκίνητα σαν τον Δεκαπενταύγουστο. Μύρισε τον αέρα, κοίταζε δεξιά -αριστερά ... κάτω στο δρόμο, γύρω τις οικοδομές. Κανείς πουθενά, όλοι επιτέλους χώρεσαν στα σπίτια τους, συμφιλιώθηκαν με τους οικείους τους ...Ο καιρός ήταν μουντός. Ευτυχώς. Ο ήλιος φέρνει ταραχή στο βαρύ κλήμα των ήμερων - της καραντίνας. Ο ήλιος σημαίνει ελευθερία.
Η Έλλη καθόταν σπίτι μόνη και μουγκή. Δεν μιλούσε σε κανέναν ούτε με τον εαυτό της. Δεν τηλεφωνούσε σε κανέναν και αυτήν την είχαν ξεχάσει σχεδόν όλοι, εκτός από τον Παύλο. Αλλά έγραφε τακτικά στο φεϊσμπουκ, όπως αυτό το χθεσινό:
«Για πρώτη φορά στην ιστορία της ανθρωπότητας από την εποχή του Νώε, οι άνθρωποι, ο κάθε άνθρωπος σε αυτόν τον μικρό (τελικά) Πλανήτη, είτε γνωστοί σε όλον τον κόσμο μεγάλοι σκηνοθέτες και καλλιτέχνες, ηθοποιοί, κυβερνήτες, κροίσοι, είτε αόρατοι σκουπιδιάρηδες, φανεροί δουλευταράδες εργάτες, αγρότες, επιστήμονες, τεμπέληδες, τρελοί και έξυπνοι, φιλόδοξοι ταλαντούχοι και ατάλαντοι, μορφωμένοι και αμόρφωτοι, πονηροί κλέφτες και δωρητές, λευκοί, μαύροι, κίτρινοι, μισάνθρωποι και ανθρωπιστές, αιωνόβιοι κακοί και καλοί, βρεθήκαμε σε ένα δωμάτιο κλεισμένοι, με ένα πιάτο φαΐ να φάνε, ένα στρώμα να κοιμηθούνε, το πρωί να ξυπνάνε με το ίδιο αίσθημα απώλειας ελευθερίας, τον ίδιο φόβο για τη ζωή, την ίδια ελπίδα για την υγεία και το ίδιο βλέμμα, χαμένο στο χρόνο…»
Κτύπησε το κινητό της.
Ήταν ο Παύλος, μια «χλιαρή έως κρύα» σχέση της των τελευταίων δυο χρόνων.
- Ξύπνησες; Σε έπαιρνα και νωρίτερα, δεν είδες;
-Είδα…
-Γιατί δεν με παίρνεις τηλέφωνο;
- Μόλις σκεφτόμουνα να σε πάρω – με πρόλαβες.
- Καλά… Τι θα κάνεις; Εγώ σε λίγο πάω νοσοκομείο!
- Κουράγιο!
- Θα δούμε, πως θα πάει. Πάντως η ένταση και το κλίμα οδύνης είναι μεγαλύτερη παρά ο αριθμός των άρρωστων και πεθαμένων. Ευτυχώς εμείς δεν έχουμε…
- Δεν χαίρεσαι, που δεν έχετε πολλούς αρρώστους;
- Χαίρομαι, πώς;! Εσύ τί θα κάνεις σήμερα;
- Ίσως φτιάξω μια τούρτα, από παλιές συνταγές, βρήκα το χαμένο τετράδια με συνταγές, μαζί με το εφηβικό μου ημερολόγιο. Πλάκα έχει.
- Κρίμα που δεν μπορώ να έρθω, να τρώγαμε μαζί τη τούρτα σου…
Η Έλλη δεν απάντησε, ήταν αδιάφορη για το ραντεβού με τον Παύλο, που έτσι και αλλιώς δεν γινόταν λόγω καραντίνας. Την τηρούσε αυστηρά, όχι από φόβο να πεθάνει, ήταν υποχόνδρια με την καθαριότητα έτσι και αλλιώς.
- Που είσαι; Χάθηκες! Πες κάτι!
- «Ο χρόνος συμπυκνώθηκε φανερά.
Ξεκινάς Δευτέρα πρωί και το βράδυ
της Παρασκευής νομίζεις ότι βρίσκεσαι της Πέμπτης.
Σου λένε την αλήθεια για την Παρασκευή.
Και εσύ επιμένεις: αύριο θα είναι Παρασκευή
και μετά- το θλιμμένο
Σαββατοκύριακο.
Και αν έχει ήλιο το Σαββατοκύριακο; Ρωτάνε.
Πάλι θα είναι θλιμμένο.
Πως το υπολογίζεις;
Δεν μπορείς να χαρείς τον ήλιο στον
ουρανό χωρίς το φως μέσα σου, που σβήστηκε αναπάντεχα. Ελπίζω, προσωρινά».
- Τι είναι αυτό;
- Ας πούμε, ένα ποίημα.
- Άφησε τα ποιήματα, ποιος τα διαβάζει σήμερα! Γράψε κανένα μυθιστόρημα να πουλήσεις, να βγάλεις φράγκα. Να κάνουμε επιτέλους το ταξίδι που θέλαμε. Στην Αργεντινή!
- Δεν ξέρω να γράφω μυθιστορήματα.
- Μια χαρά μπορείς! Αφού γράφεις ποιήματα! Άκου, σου δίνω τώρα μια ιδέα – μια ιστορία τέλεια!
Η
Έλλη κοίταξε από συνήθεια στο γωνιακό μπαλκόνι της οικοδομής απέναντι-
αριστερά, στο δεύτερο όροφο. Πολλά χρόνια κοιτούσε προς το μπαλκόνι αυτό, που πλημμύριζε ζωή με ωραίες οικογενειακές σκηνές. Δεν ήξερε
τους ανθρώπους και ποτέ δεν τους είχε δει από κοντά. Στο διαμέρισμα έμενε μεγάλη
οικογένεια ( έτσι υπολόγιζε), μαζί τους ήταν και ένα λυκόσκυλο.
Δυο παιδιά μικρά. Νέοι παππούδες. Ένα ζευγάρι...Τα καλοκαίρια η μητέρα των
παιδιών έλουζε το λυκόσκυλο με νερό από λάστιχο. Ο σκύλος δεν κουνιόταν,
στεκόταν αγαλματένιος από τη χαρά. Έτσι φαινόταν από μακριά .
Τα δυο αγόρια έπαιζαν με τον παππού
επιτραπέζιο και ίσως σκάκι. Ο παππούς
ήταν ο πιο τακτικός κάτοικος του μπαλκονιού. Κάπνιζε εκεί. Το τσιγάρο που έκανε
με το πρωινό του καφέ από το μικρό φλιτζανάκι ήταν ολόκληρο σενάριο ζωής. Αυτά
που σκεπτόταν και ένιωθε με δυο τρεις γουλιές του καφέ μαζί με το τσιγάρο, ήταν
έντονα που η αύρα των αισθημάτων του έφευγαν μαζί με τον καπνό απέναντι δεξιά,
στο τέταρτο όροφο όπου καθόταν η Έλλη με
μια κούπα καφέ φίλτρου.
- Δεν μου απάντησες! Άνοιξε το βίντεο να σε δω λίγο;
- Δεν χρειάζεται, ακόμα δεν έπλενα το πρόσωπο, δεν καθάρισα τα δόντια…
- Τι σχέση έχει η καθαριότητα των δοντιών σου; Θέλω να σε δω!
Θέλεις τελικά να σου πω αυτήν την συγκλονιστική ιστορία που γίνεται εύκολα ωραίο μυθιστόρημα!
- Θέλω.
«Δεν θέλω πολλά- πολλά. Πια. Ένα - δυο βιβλία να τα διαβάσω ξανά, ένα - δυο ποιήματα να μου λένε πολλά. Τόσο πολλά και τόσο λίγα, που να χωρούν στο στενό μου μυαλό. Ένα - δυο φίλους. Μου φτάνουν, γιατί δεν έχω πια να πω τίποτα από αυτά που δεν ξέρουν οι άλλοι. Αλλά τους βαρβάρους τους θέλω πολλούς, τόσους όσους κουβαλάω μέσα μου. Μια μέρα, ελπίζω, θα φύγουν οι δικοί μου μαζί με αυτούς που περιμένω».
- Τι είναι αυτό πάλι;
- Έτσι, γραμμένες σκέψεις .
- Τους «βαρβάρους» όμως τους έχεις κλέψει από τον Καβάφη! Δε λέει…
Η Έλλη βαριόταν να πει κάτι αντίθετο σε αυτά που έλεγε ο ακούραστος Παύλος.
- Μη με μπερδεύεις, αφού πρέπει να φύγω σε λίγο. Σε ρωτάω, θέλεις να σου πω μια ιστορία αγάπης που μπορεί να γίνει μυθιστόρημα;
….
Σα’ να τα ήξερε όλα για αυτόν τον παππού στο μπαλκόνι απέναντι. Ήταν καλός
άνθρωπος, τον χαρακτήρισε έτσι, μόνο και μόνο από την υπόκλιση στα εγγόνια,
όταν τους μιλούσε.
Το τελευταίο καιρό, έκτος αυτές τις εβδομάδες του εγκλεισμού, η Έλλη δεν έβγαινε για πολύ ώρα στο μπαλκόνι και τώρα που βγήκε έριξε πάλι μια ματιά αριστερά απέναντι. Κανένας στο μπαλκόνι.
- Έλλη, άκουσε, θα σου πω στα γρήγορα, όμως. Συγκλονιστικό, και μη την πεις πουθενά, μέχρι που την κάνεις μυθιστόρημα! Λοιπόν, ένας φίλος μου, ο Βασίλης - δεν τον ξέρεις- κάθε χρόνο κάνει δυο μεγάλα ταξίδια στον κόσμο μόνος του ή καμιά φορά με ένα φίλο του. Φέτος τον Ιανουάριο πήγε μόνος στην Αφρική, στη Μαδαγασκάρη. Ταξιδεύει συνήθως πάνω από ένα μήνα. Το ταξίδι του σχεδόν τελείωνε, και ξαφνικά ξεκίνησε στην Ελλάδα και την Ευρώπη η καραντίνα για το covid. Έμεινε έγκλειστος και μόνος στην άλλη άκρη του πλανήτη. Μόνος, κάπου στο διάολου… Αποφάσισε να κάνει κάτι, ζήτησε να βοηθήσει εθελοντικά σε ένα τοπικό νοσοκομείο. Ο Βασίλης είναι γιατρός, μαζί σπουδάζαμε. Μέχρι εδώ είναι για ένα ρεπορτάζ. Τώρα ξεκινά το στόρι... Μια μέρα στο νοσοκομείο συναντάει μια κοπέλα, που πριν είκοσι χρόνια παραλίγο θα παντρευόταν! Είναι μια μαύρη κοπέλα από τη Μαδαγασκάρη που τότε ζούσε στη Θεσσαλονίκη. Ο Βασίλης δεν κατάφερε να την πάρει, γιατί τελευταία στιγμή η κοπέλα εξαφανίστηκε χωρίς εξηγήσεις. Μετά έμαθε ότι ερωτεύτηκε ένα άλλον. Έλληνας και ο άλλος. Έτσι, κατά τύχη ο Βασίλης συναντάει την κοπέλα - την Αμπενή , είναι το όνομα της. Το μοιραίο είναι ότι και αυτή βρέθηκε έγκλειστη στη Μαδαγασκάρη όπου είχε έρθει επίσκεψη στους ηλικιωμένους γονείς της για πρωτοχρονιά. Την ημέρα που συναντήθηκαν τυχαία είχε φέρει τη μάνα της για εξετάσεις στο νοσοκομείο. Ο Βασίλης την γνώρισε πρώτος, την πλησίασε … Φυσικά, άρχισαν τις επαφές, έμαθε πολλά για τη ζωή της Αμπενή. Εδώ μπορείς να γράψεις ότι θέλεις εσύ, απλά να ξέρεις ότι η Αμπενή πέρασε πολλά βάσανα με αυτόν που παντρεύτηκε και τον χώρισε με ζόρι. Λεπτομέρειες δεν ξέρω. Εν τω μεταξύ και η Αμπενή δεν μπορεί να επιστρέψει τώρα στην Ελλάδα λόγω καραντίνας . Ο Βασίλης και η Αμπενή ξανά ερωτεύονται. Απίστευτο! Ο Βασίλης κατάλαβε, πως δεν την ξέχασε ποτέ! Τώρα… δεν ξέρω πως θα τελειώσει η ιστορία τους, πλάσε εσύ ότι θέλεις! Όλα αυτά, που σου είπα, έμαθα μόλις προχθές από τον Βασίλη, μιλήσαμε με βίντεοκλήση. Είδα και την Αμπενή δίπλα του. Όλο χαμογελούσε, ωραία είναι! Και εδώ έρχεται και το κερασάκι στην τούρτα! Άκου! Το όνομα Αμπενή ξέρεις τί σημαίνει στ γλώσσα τους; Δεν μπορείς να το φανταστείς ! Σημαίνει «Αυτή που την περίμεναν». Αυτό μπορεί να γίνει ένας ωραίος τίτλος! Πως η ζωή πλάθει απίστευτα σενάρια και χαρίζει και ωραίους τίτλους! Όταν ο Βασίλης μου είπε για το όνομα – εγώ είπα : δεν γίνεται! Έλλη, βαλε ΄κ’ εσύ το «σενάριο» σου, ας πούμε ότι η «Αυτή που την περίμεναν» είχε κορονοϊο και ήταν να πεθάνει, ενώ η αγάπη, ο έρωτας της δίνει νόημα ζωής και καταφέρνει να νικήσει το ιό.. Και ναι -παντρεύονται! Θέλω κάλο τέλος! Το έχω ανάγκη εγώ και οι χιλιάδες αναγνώστες του μυθιστορήματος σου, που θα αποκτήσεις! Τί λες;
Η Έλλη άκουγε – δεν άκουγε. Χίλιες φόρες του είχε πει πως δεν γράφει μυθιστορήματα. Χάνεται στα πολλά γεγονότα, μπερδεύεται με πρόσωπα και το βασικό- χάνει το νόημα της ύπαρξης των ηρώων και της ίδιας.
Το βλέμμα της έπεσε πάλι αριστερά, στο απέναντι μπαλκόνι.
«Πέρασαν τόσα χρόνια, τα παιδάκια έγιναν μεγάλα αγόρια. Το λυκόσκυλο ...ίσως πέθανε και οι παππούδες - μεγάλωσαν. Δεν τους βλέπω καθόλου!» σκέφτηκε, Μήπως πέθαναν και αυτοί; «Το ζευγάρι; Μπορεί να χώρισε, αλλά ήταν τόσο αγαπημένο! Μπορεί να παραμένουν ευτυχισμένοι μέσα στο σπίτι. Βγαίνουν στο μπαλκόνι σπάνια σαν εμένα, μόνο για να σκουπίσουν».
- Παύλε, εντάξει, σε άκουσα. Χαιρετίσματα στο φίλο σου τον Βασίλη και στην «Αυτήν που την περίμεναν» .
- Τον ξέρεις; Τον Βασίλη;
- Όχι φυσικά, αλλά τόσα που έμαθα για αυτόν, τώρα πια τον ξέρω.
Ξαφνικά, σαν στις αργές «ακαταλαβίστικες» ταινίες, που τόσο πολύ άρεσαν στην Έλλη, η γειτονιά πλημμύρισε με ζωντανή μουσική από Ακορντεόν. Ο καθαρός ήχος έφευγε μέχρι το τέταρτο όροφο της και εκεί δυνάμωνε περισσότερο, όπως στα αμφιθέατρα...
- Τι γίνεται εκεί; Ζωντανή μουσική ακούγεται…
- Είναι ζωντανή, έχουμε και εμείς δικές μας ιστορίες εδώ στη γειτονιά, αλλά είναι μικρές δεν κάνουν για μυθιστόρημα. Καλά…εσύ πήγαινε με το καλό στη δουλειά και πρόσεχε μη μολυνθείς!
- Με αγαπάς; Νοιάζεσαι! Αλλά με αγαπάς! Προσέχω, μην ανησυχείς… Άιντε, τα λέμε! Καλή σου μέρα, αγάπη!
«Από πού έρχεται ο μουσικός, δεν τον βλέπω;» αναρωτήθηκε η Έλλη Ο μουσικός την ίδια στιγμή εμφανίστηκε, πέρασε από τη σκιά μιας οικοδομής στο κέντρο του άδειου από αυτοκίνητα δρόμο. Σήκωσε ψιλά το κεφάλι, χαιρετώντας τους κατοίκους που βγήκαν στα μπαλκόνια με το πρώτο άκουσμα του ακορντεόν,.
«Καλημέρα! Καλημέρα» φώναξε ο Μουσικός.
Έπαιζε
δεξιοτεχνικά μια συγκλονιστική μουσική ταγκό.
…Η Έλλη φαντάστηκε τους φίλους της από ταγκό-μπαρ με μάσκες και γάντια καραντίνας να βγαίνουν στο βρεγμένο μετά την νυχτερινή βροχή άσφαλτο και να χορεύουν αγκαλιά ταγκό. Χαμογέλασε από μέσα της. «Η αν θα συνεχιστεί η απαγόρευση για αγκαλιές μέχρι το τέλους του χρόνου, θα κλείσει για πάντα το ταγκό μπαρ…» , σκέφτηκε θλιμμένα, ενώ η ίδια εδώ και τρία χρόνια έπαψε να πηγαίνει στο ταγκό-μπαρ. Δεν είχε καβαλιέρο για χορό ενώ οι «άλλοι» καβαλιέροι δεν την χόρευαν...
Έτρεξε γρήγορα στην κουζίνα, έσκισε ένα φίλο του αλουμινόχαρτου, τύλιξε μέσα το χαρτονόμισμα των πέντε ευρώ και το πέταξε κάτω. Ευτυχώς δεν πιάστηκε το γυαλιστερό δεματάκι στα κλαδιά του δέντρου, έπλεε, κάνοντας κύκλους υπό το ρυθμό του ταγκό μέχρι που προσγειώθηκε. Ο μουσικός δεν βιάστηκε να σηκώσει το «πουρμπουάρ» του, έκανε μια λιτή υπόκλιση στην Έλλη μετά έσκυψε με σταθερή πλάτη και σήκωσε το πεντάευρω, στέλνοντας το «ευχαριστώ» με το χέρι στην καρδιά.
Η Έλλη ένιωσε ευτυχισμένη. Λάτρευε αυτήν την αρμονία της ζωής, που δημιουργείται από μόνη της. Όταν σε ένα συνηθισμένο Σάββατο μουντό, έρχεται ουρανοκατέβατος πλανόδιος Μουσικός με μεγάλο ακορντεόν και παίζει πριν το μεσημέρι μια μουσική του νυχτερινού αγκαλιαστού χορού. Έρχεται από πουθενά να μας πει με απόλυτη σιγουριά: «Όλα θα πάνε καλά, όλα θα πάνε καλά! Έτσι απλά, όλα θα πάνε καλά!».
Σοφία Προκοπίδου
Θεσσαλονίκη, 22/04/2020